Η ετυμηγορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι ομόφωνη: για να αναχαιτιστούν οι έφοδοι των χρηματαγορών, απαιτείται δημοσιονομική λιτότητα και μείωση των μισθών. Κατά τη γνώμη τους, αυτή είναι η ιδανική λύση για να μπει η οικονομία στον δρόμο του αποπληθωρισμού και για να επισπευσθεί το ξεπούλημα του κοινωνικού κράτους...
Στις αρχές Ιανουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση συγκάλεσε επειγόντως μια επιτροπή ειδημόνων για οικονομικά ζητήματα. Σε αυτούς συγκαταλεγόταν ένας αξιωματούχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο οποίος εξήγησε με απότομο τρόπο στον έλληνα πρωθυπουργό ότι οφείλει να ξηλώσει το κοινωνικό κράτος. Ενας άλλος σύμβουλος που εργάζεται στον ΟΟΣΑ έριξε, με χαρούμενο ύφος, την εξής ατάκα: «Μια απόφαση που εξαγριώνει όλο τον κόσμο, ακόμα και τους οπαδούς σας, δεν μπορεί παρά να είναι η σωστή απόφαση».
Το θεώρημα στο οποίο στηρίζονται οι πραγματογνωμοσύνες των ειδικών μάς είναι γνωστό, οι αγορές απαιτούν από τα κράτη να σφίξουν τη ζώνη. Οι αγοραστές ομολόγων έχουν μετατραπεί στους μοναδικούς κριτές των προγραμμάτων λιτότητας που υποχρεώνονται να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις. Μόνο εκείνοι αποφασίζουν εάν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα των χωρών να αποπληρώσουν το χρέος τους. Για να πέσουν τα επιτόκια σε υποφερτό επίπεδο και για να ξανανοίξουν οι κρουνοί της χρηματοδότησης, μια χώρα πρέπει να υποβληθεί σε ατσάλινη δημοσιονομική πειθαρχία.
Ομως η θεωρία αυτή παρουσιάζει ένα ελάττωμα, και μάλιστα σημαντικό. Οι υποσχέσεις δεν κοστίζουν τίποτα. Ακόμα κι αν ένα κράτος ικανοποιήσει όλα τα καπρίτσια των αγορών για να τις καλοπιάσει, χρειάζεται χρόνος για να τεθούν σε ισχύ τα μέτρα λιτότητας, κι ακόμα περισσότερος μέχρις ότου αποδώσουν τα αναμενόμενα. Η αναχρηματοδότηση ενός προϋπάρχοντος χρέους στηρίζεται στην εξαγγελία μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα, δηλαδή στην εμπιστοσύνη των αγορών στην καλή πίστη του οφειλέτη. Πώς, όμως, γίνεται να θεωρηθεί άξιο εμπιστοσύνης ένα κράτος που φημίζεται για την ανευθυνότητά του; Οσο κι αν η Ελλάδα ορκίζεται ότι θα μαδήσει τους δημόσιους υπάλληλους και τους συνταξιούχους, το χρέος της θα γίνει ληξιπρόθεσμο προτού κατορθώσει να κάνει πραγματικότητα τις υποσχέσεις της. Κι εδώ συνίσταται το παράδοξο: όσο περισσότερο η Αθήνα δεσμεύεται να περιορίσει τις δαπάνες της τόσο περισσότερο δυσπιστούν οι αγορές που προσπαθεί να καλοπιάσει...
Πρόκληση για Ε.Ε.
Αυτή η κατάσταση διέλυσε την ιδέα ότι ένα πρόγραμμα λιτότητας θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετό για να επιτευχθεί το ξεμπλοκάρισμα της αγοράς πιστώσεων κάτω από συνθήκες οι οποίες θα ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από ένα κράτος. Συνεπώς, το μόνο μέσο για να αποφευχθεί η στάση πληρωμών συνίσταται στη μαζική χορήγηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία δεν εξαρτώνται από τις χρηματαγορές. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε ένα διαφορετικό πρόβλημα: πώς μπορεί να πεισθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να βάλει το χέρι στην τσέπη;
Η πρόκληση αυτή μετέφερε την οικονομική κρίση στο κέντρο ενός πολιτικού μπιλιάρδου. Η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει τις δραστικές περικοπές και τις «μεταρρυθμίσεις», όχι πλέον για να καθησυχάσει τις αγορές, αλλά για να ικανοποιήσει την Ανγκελα Μέρκελ. Κι αυτό, γιατί υποτίθεται ότι η εκλογική πελατεία της γερμανίδας καγκελαρίου μπορεί να ανεχθεί την υλοποίηση ενός «σχεδίου διάσωσης» μονάχα υπό τον όρο ότι ο ελληνικός λαός θα υποβληθεί σε οδυνηρές θυσίες. Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ορκίζεται τυφλή υπακοή στο ευρώ και στους πιστωτές της, υπενθυμίζοντας όμως ταυτόχρονα στο Παρίσι και το Βερολίνο ότι, εάν αρνηθούν να τη συνδράμουν, η κατάρρευση της Ελλάδας θα συμπαρασύρει επίσης την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Στο οικονομικό επίπεδο, το σενάριο προκαλεί αμηχανία. Εκτιμάται ότι τα μέτρα λιτότητας που υποσχέθηκε η ελληνική κυβέρνηση θα προκαλέσουν αύξηση της ανεργίας και μείωση των φορολογικών εσόδων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι θα μειώσουν αισθητά το δημοσιονομικό έλλειμμα. Επιπλέον, ο δραστικός περιορισμός της ελληνικής κατανάλωσης τον οποίο συνιστά το ΔΝΤ θα μεταφραστεί σε απώλειες θέσεων εργασίας στη γαλλική και στη γερμανική βιομηχανία, οι οποίες εξάγουν ένα μέρος της παραγωγής τους στην Ελλάδα.
Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι το ευρώ καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε υποτίμηση, δεν μπορούμε να αναμένουμε κέρδη ανταγωνιστικότητας. Σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικής κατάρρευσης και εξοντωτικών επιτοκίων δανεισμού, καθίσταται ακόμα δυσκολότερη η λήψη των μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν μια στιγμιαία ανάσα -για παράδειγμα, της «κούρας δίαιτας» του υπερτροφικού δημόσιου τομέα και των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα.
Τη στιγμή που η αντίστροφη μέτρηση πλησιάζει στο τέλος της, οι ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν παγιδευμένοι μέσα σε δυσνόητους κανονισμούς, μέσα σε μια ανύπαρκτη ουσιαστικά Ενωση, μέσα στη στενόμυαλη οπτική τους για τη φύση του προβλήματος και με την προσοχή τους στραμμένη στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα της δικής τους χώρας. Ορισμένοι υπεύθυνοι σε ανώτατα αξιώματα προβάλλουν με φανατισμό την ιδέα ότι η δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών θα τονώσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάλυσή τους οδηγεί σε μια τρομερή καταστροφή. Οταν φάνηκε ότι η γερμανίδα καγκελάριος απορρίπτει την επιλογή να δρομολογηθεί ένα σχέδιο διάσωσης, ένας άνεμος πανικού κυρίευσε όλη τη ζώνη του ευρώ. Η τιμή των «συμβολαίων Ασφάλισης απέναντι στον κίνδυνο της στάσης πληρωμών» (credit default swaps ή CDS) της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και των τραπεζών τους έφθασε στα ύψη• εύλογα, για ένα τόσο ευάλωτο χρηματοοικονομικό σύστημα όπως το ευρωπαϊκό, το οποίο χαρακτηρίζεται από χρόνια έλλειψη εγγυήσεων και καταθέσεων μεταξύ των χωρών μελών του. Παρά τις γκριμάτσες δυσφορίας της, η Μέρκελ τελικά συμφώνησε στη δρομολόγηση του σχεδίου διάσωσης.
Τα γεγονότα γρήγορα οδήγησαν τους πρωταγωνιστές του δράματος σε μια δεύτερη ανακάλυψη. Η απόφαση να προστατεύσουν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, αντί να κατευνάσει τις εντάσεις, τις αναζωπύρωνε. Πράγματι, φανταστείτε ότι κατέχετε τίτλους του πορτογαλικού χρέους. Καθώς η απόδοσή τους γίνεται αβέβαιη, επιθυμείτε είτε να τους ξεφορτωθείτε, είτε να αγοράσετε ένα CDS. Τα πορτογαλικά ομόλογα υποβαθμίζονται ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο δυσχερής ο περαιτέρω δανεισμός της Πορτογαλίας. Για τις χρηματαγορές, το καλύτερο μέσον για να υπάρξει εγγύηση των πληρωμών συνίσταται στο κλείδωμα της αγοράς ιδιωτικών ομολόγων και -όπως έκανε η Ελλάδα- στον εκβιασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε αυτή την περίπτωση, η δρομολόγηση ενός σχεδίου διάσωσης θεωρείται δεδομένη• πόσω μάλλον που η Πορτογαλία έχει καλύτερη φήμη από την Ελλάδα, καθώς θεωρείται λιγότερο «ανεύθυνη». Μετά δε την Πορτογαλία, προβλέπεται ότι θα έρθει η σειρά της Ισπανίας.
«Εξευρωπαϊσμός» του χρέους
Σε τελική ανάλυση, οι κερδοσκόποι έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τον «εξευρωπαϊσμό» του χρέους των μεσογειακών χωρών. Αυτήν ακριβώς την εξουσία χρησιμοποίησαν στα μέσα Μαΐου. Ο πανικός που κατέλαβε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπακούει στον ίδιο μηχανισμό που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να τρέμουν τον Σεπτέμβριο του 2008, στην τεράστια πίεση που άσκησαν οι αγορές πάνω στα αναποφάσιστα μέλη των δύο νομοθετικών σωμάτων. Οπως συμβαίνει και στην περίπτωση όλων των θυμάτων εκβιασμού, ο πρόεδρος Σαρκοζί είχε μια κρίση θυμού. Σε μια παρωδία επίδειξης πολιτικής πυγμής, η καγκελάριος Μέρκελ ανήγγειλε από την πλευρά της την απαγόρευση των «γυμνών» (ακάλυπτων) ανοιχτών πωλήσεων κρατικών ομολόγων -η τεχνική αυτή επιτρέπει στους κερδοσκόπους να πωλούν τίτλους τους οποίους δεν κατέχουν. Πρόκειται για αντίποινα, τα οποία δεν πρόκειται να αποθαρρύνουν ιδιαίτερα τους κερδοσκόπους. Ομως, τι περισσότερο μπορούσαν να κάνουν; Οι πωλήσεις ομολόγων και CDS της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας μπορούν να πραγματοποιηθούν και εκτός Ευρώπης, για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη ή στις Νήσους Καϊμάν. Στην παραμικρή ενέργεια την οποία οι κερδοσκόποι θα μπορούσαν να εκλάβουν ως πίεση εναντίον τους, συσπειρώνονται για να εξαπολύσουν μια νέα επίθεση.
Τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που κινητοποίησε η Ευρωπαϊκή Ενωση ηρέμησαν την κατάσταση, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Ομως, πολύ σύντομα, όλοι αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν την ολοφάνερη πραγματικότητα: τα κράτη-μέλη της Ενωσης μπορούν να βρουν χρήματα μονάχα μέσα από τον δανεισμό μεταξύ τους. Κι αυτό, γιατί τους έχει απαγορευθεί η δημιουργία νέων νομισματικών αποθεμάτων, όπως εξάλλου τους είναι αδύνατον να ενθαρρύνουν ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη και να αποσβένουν το χρέος. Κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μονάχα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Στην αρχή της κρίσης, ο ρόλος που διαδραμάτισε εστερείτο σαφήνειας σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Ενάντια στις ίδιες της τις αρχές, κατέληξε να αγοράζει τίτλους κρατικού χρέους. Με αυτήν της την ενέργεια, πήρε στα χέρια της τον έλεγχο του προβλήματος του χρέους, με τίμημα βέβαια την αύξηση της ελαστικότητας του ευρώ. Και τότε συνέβη το λογικά αναμενόμενο: το ευρώ κατέβηκε από το βάθρο του «σκληρού νομίσματος» κι άρχισε η αναπόφευκτη πτώση του. Το μοναδικό αποτέλεσμα που είχαν οι πυρετώδεις δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος ορκιζόταν σε ό,τι είχε ιερό ότι «δεν τυπώνει χρήμα»(1) αλλά αρκείται στην ανακύκλωση των προθεσμιακών καταθέσεων, ήταν να ενταθεί η σύγχυση και να δημιουργηθεί η υποψία ότι οι ηγέτες της Ενωσης τα έχουν χαμένα. Και τότε ξέσπασε ο πανικός.
Τουλάχιστον, όλη αυτή η καταστροφή χρησίμευσε στην ανάδειξη ενός από τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η χρηματοοικονομική σωφροσύνη. Η καλή λειτουργία του συστήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε αγορά. Πρέπει να μπορεί να ενεργεί για τη διασφάλιση της πληρωμής των δημόσιων χρεών με τον τρόπο που χρησιμοποιεί η αμερικανική Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed). Ειδάλλως, στο παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε», οι αγορές πάντα θα θριαμβεύουν απέναντι στις κρατικές αρχές. Η Ευρώπη κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς», χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει στον εαυτό της τα μέσα για να την ελέγξει. Επιπλέον, αποφάσισε ότι η ΕΚΤ δεν θα τροφοδοτούσε το σύστημα με επιπλέον ποσότητες χρήματος που θα δημιουργούσε. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε αγορές ισχυρότερες από τα κράτη και κράτη καταχρεωμένα, τα οποία παραπαίουν στο χείλος της χρεοκοπίας. Μονάχα η ΕΚΤ μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η τύφλωση, εγκαταλείποντας το καταστατικό της το οποίο εμποδίζει τη δράση της.
Μέχρι ποιο σημείο θα αντιγράψει την πολιτική της προσφοράς ρευστότητας που εφάρμοσε η Fed το φθινόπωρο του 2008; Ενα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα κι αν ολοκληρώσει τη μετάλλαξή της και δώσει τέλος στη χρηματοοικονομική κρίση, η οικονομική κρίση θα ενταθεί. Κάθε «διασωθείσα» χώρα θα λάβει μόλις και μετά βίας τα ποσά που απαιτούνται για την πληρωμή των δανειστών της, με αντάλλαγμα τη δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών της. Από όλη αυτήν την ιστορία, ο κερδισμένος θα είναι οι τράπεζες και όχι οι πληθυσμοί της Ευρώπης. Κι ο άνθρωπος του ΔΝΤ από τον οποίο ζήτησε συμβουλή η ελληνική κυβέρνηση θα έχει κερδίσει το στοίχημά του... ενώ η Ευρώπη θα βυθίζεται στην ύφεση.
Εκτός κι αν αλλάξει εντελώς τακτική. Εκτός κι αν οι κοινωνικές δυνάμεις που δημιούργησαν το κράτος πρόνοιας ξεσηκωθούν για να το υπερασπιστούν. Εκτός κι αν η Ευρωπαϊκή Ενωση συνειδητοποιήσει την έκταση της αναπηρίας που είχε ήδη από τη στιγμή της γέννησής της και η οποία σε τελική ανάλυση οφείλεται στην ανυπαρξία ενός συστήματος μακροοικονομικής τόνωσης της οικονομίας της.
Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, η Ενωση θα χρειαζόταν ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα, μια κεντρική τράπεζα ταγμένη στην προάσπιση της οικονομικής ευημερίας και στην τιθάσευση του χρηματοοικονομικού τομέα, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να τη βλάψει. Της λείπει κυρίως ένας αυτόματος δημοσιονομικός μηχανισμός ο οποίος να είναι προσανατολισμένος στην εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, να τιθασεύει την ύφεση και να αντισταθμίζει τις πτώσεις της ζήτησης στις φτωχότερες περιοχές της. Μάλιστα, ένα παρόμοιο σύστημα δεν θα έπρεπε να στηρίζεται μονάχα στις κυβερνήσεις, αλλά και στους πολίτες.
Εναρμόνιση συντάξεων
Από καθαρά τεχνική άποψη, υπάρχουν αρκετά απλά μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Για παράδειγμα, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένωσης των ασφαλιστικών ταμείων θα μπορούσε να εναρμονίσει το επίπεδο των συντάξεων στις χώρες μέλη, έτσι ώστε οι πρώην εργαζόμενοι της Πορτογαλίας, της Ελλάδας ή της Ισπανίας να απολαμβάνουν παροχές που ισχύουν στις πιο προηγμένες χώρες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να φανταστούμε ένα ολοκληρωμένο κι ενοποιημένο σύστημα το οποίο να εγγυάται έναν αξιοπρεπή κατώτατο μισθό σε όλους τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία υπερεθνικών πανεπιστημίων και να εγγυηθεί την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη, από τον Βορρά έως τον Νότο. Για όλα αυτά, υπάρχει μια βασική αρχή: η μόνη ορθή απάντηση στο πρόβλημα της μαζικής ανεργίας και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων συνίσταται στην αύξηση των δημόσιων δαπανών και όχι στη μείωσή τους.
Ορισμένοι θα αντιτάξουν το επιχείρημα ότι, με την υιοθέτηση ενός παρόμοιου σεναρίου, οι Γερμανοί θα φορολογούνταν για να επιδοτηθούν οι Ελληνες. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει κανένα νόημα από οικονομική άποψη. Το ζητούμενο είναι η κινητοποίηση των ανεκμετάλλευτων οικονομικών πόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η ενσωμάτωσή τους στο κύκλωμα της παραγωγής. Ενας τέτοιος προσανατολισμός δεν θα συνεπαγόταν διόλου επιπλέον επιβάρυνση για όσους έχουν δουλειά, καθώς θα αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς η παροχή αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται για όλους. Αντίθετα, ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα θα επέτρεπε να καταπολεμηθεί η μάστιγα της φοροδιαφυγής που αποτελεί πραγματική γάγγραινα για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης. Βέβαια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις προϋποθέτουν βαρείς φόρους, οι οποίοι ωστόσο θα αφορούν τους πλούσιους στις φτωχές χώρες και όχι τους φτωχούς στις πλούσιες χώρες.
Η εμπειρία που αποκομίσαμε κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών μας διδάσκει ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη δύσκολα θα υπάρξει όσο οι αγορές διατηρούν ακέραιη τη δύναμη κρούσης τους. Συνεπώς, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να αφοπλίσουμε τον χρηματοοικονομικό τομέα, έτσι ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο κι αν φαίνεται δύσκολο, δεν πρόκειται για κάτι το αδύνατο. Προϋποθέτει προσπάθειες ρύθμισης, φορολόγησης κι αναδιάρθρωσης του χρέους των μεσογειακών χωρών. Μια επιθετική ρύθμιση θα μπορούσε να συνίσταται στην απαγόρευση σε κάθε ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική οντότητα να κερδοσκοπεί πάνω στο κρατικό χρέος των χωρών μελών της Ενωσης χρησιμοποιώντας τα CDS, αναγκάζοντας τους πιο μανιώδεις κερδοσκόπους να εξοριστούν σε φορολογικούς παραδείσους. Οσο για τις τράπεζες που θα χρεοκοπούσαν εξαιτίας των -ακάλυπτων ή καλυμμένων- στοιχημάτων τους, θα μπορούσαν να επιταχθούν και να εθνικοποιηθούν. Θα μπορούσε δε να θεσπιστεί ένας ευρωπαϊκός φόρος επί των υπεραξιών υπό την αιγίδα των εθνικών κυβερνήσεων. Θα έπρεπε επίσης να καθιερωθεί και ένας φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών(2) -όσο κι αν δεν αποτελεί πανάκεια, η καθιέρωσή του έχει καθυστερήσει εντυπωσιακά. Κι αν χρειαστεί, ας ξανακάνει την εμφάνισή του ο έλεγχος της ροής των κεφαλαίων για να σταματήσει η μετάδοση του κερδοσκοπικού χρηματοοικονομικού πυρετού: αυτή η προοπτική δεν πρέπει να μας ενοχλεί καθόλου. Τα κράτη δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν τη μάχη ενάντια στις χρηματαγορές. Από τη νίκη τους εξαρτάται η επιβίωση ενός στοιχειωδώς πολιτισμένου συστήματος.
«Κρατική πτώχευση»
Οσον αφορά την αναδιάρθρωση των χρεών που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την υιοθέτηση από την Ευρώπη μιας διαδικασίας κρατικής πτώχευσης, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρθρο ΙΧ του αμερικανικού νόμου σχετικά με τη χρεοκοπία των δήμων. Το ίδιο προτείνει εδώ και πολύν καιρό ο Κούνιμπερτ Ράφερ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στις κυβερνήσεις να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις στοιχειώδεις υπηρεσίες που οφείλουν να εξασφαλίζουν στον πληθυσμό τους και ταυτόχρονα να απαλλάσσονται από το μέρος των χρεών τους που είναι εντελώς αδύνατον να εξυπηρετηθεί. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις στις τράπεζες και, σε αυτήν την περίπτωση, το καθήκον των κρατών θα ήταν να περιορίσουν την έκταση του προβλήματος εγγυώμενα τις τραπεζικές καταθέσεις. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι έτοιμα να αναλάβουν τη διεύθυνση των τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία ενδεχομένως θα βρεθούν σε δύσκολη θέση από τα προγράμματα αναδιάρθρωσης. Κι ας μη βιαστούμε να λυπηθούμε και να κλάψουμε για τους κινδύνους με τους οποίους θα βρεθούν αντιμέτωπες οι τράπεζες. Η δραστηριότητά τους συνίσταται στο να κερδίζουν χρήματα, αλλά και οι ζημίες είναι κι αυτές μέρος του παιχνιδιού. Εξάλλου, μέσα στο επιτελείο μιας τράπεζας, το ποσοστό όσων δεν έχουν ευθύνες για την κρίση είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό σε οποιαδήποτε χώρα.
Αραγε, παρόμοιες μεταρρυθμίσεις θα στρέψουν την Ευρώπη προς τη δημιουργία ενός «υπερκράτους» το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτώντας τες με ένα βιώσιμο επιτόκιο και το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές των CDS; Προς τη δημιουργία ενός κράτους το οποίο θα προσπαθεί να ελέγξει τις τράπεζές του αντί να ελέγχεται από αυτές; Αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι.
Κοινωνικός ριζοσπαστισμός
Φυσικά, θα πρόκειται για μια ριζοσπαστική εξέλιξη. Ομως, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη της κατάστασης η οποία δεν θα είναι ριζοσπαστική; Υπάρχει, άραγε, κάποιος που αμφιβάλλει ότι αυτή τη στιγμή καταρρέει η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ευρώπης; Υπάρχουν μονάχα δύο εναλλακτικές λύσεις: ο καταστροφικός ριζοσπαστισμός της δημοσιονομικής λιτότητας ή ο εποικοδομητικός ριζοσπαστισμός της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, ή τραπεζικός, ή κοινωνικός ριζοσπαστισμός.
Σε νεαρή ηλικία, όταν εργαζόμουν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τις τραπεζικές υποθέσεις, συμμετείχα, το 1975, στην εκπόνηση ενός σχεδίου διάσωσης για την πόλη της Νέας Υόρκης, η οποία εκείνη την εποχή είχε βυθιστεί σε μια βαθιά χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση. Το πρόγραμμά μας αποσκοπούσε στη σωτηρία του πανεπιστημίου της πόλης και του δικτύου των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς. Συνιστούσε επίσης την αναδιάρθρωση του χρέους του δήμου και πρότεινε να αδιαφορήσουμε απόλυτα για τις ζημίες που θα κατέγραφαν οι κάτοχοι των ομολόγων που ο ίδιος είχε εκδώσει. Ξαφνικά, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Αβερελ Χάριμαν, πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και πρώην πρεσβευτή του Ρούσβελτ στον Στάλιν. Μου ζητούσε να του συνοψίσω το αποτέλεσμα των εργασιών μας.
Ο ηλικιωμένος (ογδοντάρης) Χάριμαν, ο οποίος μόλις είχε συνέλθει από ένα κάταγμα του ισχίου, με δέχθηκε φορώντας τις πιζάμες του, καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού του, στη βίλα του στο Τζόρτζταουν. Στον δεξιό τοίχο του σαλονιού υπήρχε ένα αντίγραφο των «Ηλιοτρόπιων» του Βαν Γκογκ. Απέναντί του, μια μπαλαρίνα του Ντεγκά. Μπροστά σε αυτό το μικρό ιδιωτικό μουσείο, προσπάθησα να εξηγήσω στον πρώην κυβερνήτη τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της επιτροπής προτιμούσαν να ζητήσουν περισσότερες θυσίες από τους πλούσιους απ' ό,τι από τους φτωχούς. Κούνησε το κεφάλι του, στηρίχθηκε στο μπαστούνι του, έσκυψε προς το μέρος μου και είπε με βραχνή, υπόκωφη φωνή: «Καταλαβαίνω. Το κεφάλαιο πρέπει να πληρώσει, όπως και οι εργαζόμενοι».
Ως προς αυτό το σημείο τουλάχιστον, τίποτα δεν έχει αλλάξει.
(1) Ραδιόφωνο Europe 1, 12 Μαΐου 2010.
(2) (ΣτΜ) Πρόκειται για τον γνωστό φόρο Τόμπιν, που συζητείται εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία.
* Κάτοχος της έδρας πολιτικής οικονομίας στο LBJ School of Public Affairs, στο Πανεπιστήμιο του Τέξας (Οστιν). Συγγραφέας του «The Predator State: How Conservatives Abandoned the Free Market and Why Liberals Should Τοο». (ΣτΕ: Είναι γιος του διακεκριμένου οικονομολόγου John Κ. Galbraith).
No comments:
Post a Comment