Tuesday, November 24, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 6
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο έκτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατίας στις ΗΠΑ αλλά και αλλού. Πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία αποκαλύπτει την αριστοκρατική σκέψη που διακατείχε το Σύνταγμα του νεοσύστατου Αμερικάνικου κράτους και συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι οι αριστοκρατικές αντιλήψεις περί εξουσίας έχουν κυριαρχήσει μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες ελίτ έχουν καταφέρει να επιβάλλουν τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας κυρίως μεθόδους της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων, η οποία έχει αποκαλεστεί από τους ίδιους τους ιδρυτές της ως “βιομηχανία συναίνεσης.”


Ακόμη και αν ο φόβος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ειλικρινής, το σίγουρο είναι ότι δε δόθηκε στο Αμερικάνικο λαό το δικαίωμα να αποφασίσει προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να επενδυθούν τα χρήματα των φορολογικών εισφορών. Εάν είχε ο Αμερικάνικος λαός την ευκαιρία να αποφασίσει μεταξύ των προγραμμάτων του Πενταγώνου – για να φτιαχτούν τα computers και τα iPods που χρησιμοποιούν τώρα τα εγγόνια τους – και μιας σοσιαλοοικονομικής ανάπτυξης που θα έκανε τη ζωή στην Αμερική ευκολότερη δεν το ξέρουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι το δικαίωμα της απόφασης ποτέ δεν δόθηκε στον λαό. Πάντοτε υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της κοινής γνώμης και της πολιτικής που εφαρμόζεται σε διάφορα θέματα τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Κατά την άποψη μου η κοινή γνώμη πάντοτε είναι και πιο λογική και πιο συνεπής όσον αφορά σε τέτοια ζητήματα παρόλο το ότι συχνά περιθωριοποιείτε και παρόλο του ότι οι σύγχρονοι δημοκρατικοί θεσμοί συχνά αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν σωστά. Το ζήτημα της σημερινής μορφής δημοκρατίας δεν είναι καθόλου εύκολο να αναλυθεί. Ο διακεκριμένος συγγραφέας και ακτιβιστής Arundhati Roy διερωτάται χαρακτηριστικά, εάν η εξέλιξη της σημερινής μορφής δημοκρατίας σε χώρες όπως η Ινδία και οι ΗΠΑ θα οδηγήσει στο τέλος του ανθρώπινης φυλής. Το ερώτημα μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι και αυτό διότι η σημερινή μορφή δημοκρατίας κάθε άλλο παρά δημοκρατία είναι.

Πρέπει να θυμηθούμε ξανά ότι η Αμερικάνικη πολιτεία ιδρύθηκε βασισμένη στην αρχή ότι πάντοτε πρέπει να υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα. Ο James Madison, ο βασικός σχεδιαστής της Συνταγματική τάξης υποστήριζε ότι η εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των “πλουσίων του έθνους,” του “πιο ικανού συνόλου ανθρώπων,” οι οποίοι είναι συμπαθούντες απέναντι στους κατέχοντες ιδιωτική περιουσία και στα δικαιώματα τους. Προφανώς έχοντας στο μυαλό του την εξέγερση του Shay (Shay's Rebellion>) υποστήριζε ότι “το καθολικό δικαίωμα ψήφου” είναι πιθανό να μεταβιβάσει τη δύναμη στα χέρια αυτών οι οποίοι αγωνίζονται για αγροτικές μεταρρυθμίσεις και επιτίθενται κατά των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ο Madison επιδίωκε να κατασκευάσει ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο “θα προστατεύει την μειοψηφία των πλουσίων από τις επιθέσεις της πλειοψηφίας.” Γι' αυτό το λόγο το συνταγματικό του πλαίσιο δεν προϋπόθετε ισοτιμία μεταξύ των διαφορετικών εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία επικρατούσε των υπολοίπων συνταγματικών εξουσιών. Τη νομοθετική εξουσία κατείχε κυρίως η Γερουσία, όπου οι πλούσιοι του έθνους κυριαρχούσαν και προστατεύονταν έτσι από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ο οποίος κρατούνταν διαμελισμένος και περιθωριοποιημένος με πολλούς τρόπους. Ο ιστορικός Gordon Wood συνοψίζει τη σκέψη των ιδρυτών της Αμερικής λέγοντας “Το Σύνταγμα ήταν ένα εγγενώς αριστοκρατικό κείμενο το οποίο σχεδιάστηκε προσεκτικά με σκοπό να ελέγξει τις δημοκρατικές τάσεις της περιόδου εκείνης,” παραδίδοντας της εξουσία στο “καλύτερο είδος” ανθρώπων και εξαιρώντας από την εξουσία αυτούς οι οποίοι “δεν ήταν πλούσιοι, ευγενικής καταγωγής ή διακεκριμένοι στην άσκηση της εξουσίας.”

Υπερασπιζόμενος για λίγο τον Madison θα πρέπει να αναφέρω ότι η περίοδος κατά την οποία έζησε ήταν προ-καπιταλιστική. Πίστευε ότι η εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των “πεφωτισμένων Πολιτών” και των “φιλάνθρωπων φιλοσόφων,” άνθρωποι οι οποίοι είναι “αγνοί και ευγενής,” μια “κάστα πολιτών των οποίων η σοφία είναι ικανή να προασπιστεί τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και των οποίων ο πατριωτισμός και η αγάπη για τη δικαιοσύνη είναι απίθανο να θυσιαστεί για προσωπικές φιλοδοξίες,” αυτών που είναι ικανοί να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον από την επιθετικότητα και τα “λάθη” των δημοκρατικών πλειοψηφιών.

Η σύγχρονη περιορισμένη μορφή δημοκρατίας συχνά αποκαλείτε ως “καθοδηγούμενη δημοκρατία” αλλά μόνο στη περίπτωση εχθρών της Αμερικής, όπως για παράδειγμα τον Ιράν. Οι λαϊκοί αγώνες κέρδισαν πολλά δικαιώματα αλλά ο συγκεντρωτισμός εξουσίας και προνομίων συνεχίζει να υπάρχει. Φαίνεται δηλαδή ότι η αντίληψη του Madison συνεχίζει να κυριαρχεί αφού έχει καταφέρει να εξελιχθεί κατά την διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας. Κατά την περίοδο πριν και μετά από το 1ο παγκόσμιο πόλεμο ο επιχειρηματικός κόσμος και μία ελίτ διανοούμενων αναγνώρισαν ότι ο λαός έχει κερδίσει πολλά δικαιώματα και πλέον δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί με τη βία. Έτσι ήταν αναγκαίο να ελεγχθούν οι συμπεριφορές και οι απόψεις. Αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία η βιομηχανία δημοσίων σχέσεων εμφανίστηκε. Η βιομηχανία αυτή ήταν αφιερωμένη σε αυτό το οποίο ο Walter Lippmann επιδοκιμάζοντας την ανέφερε ως τη “νέα τέχνη εφαρμογής της δημοκρατίας,” ή αλλιώς ως “η βιομηχανία της συναίνεσης” ή όπως αναφέρει ο νεότερος Edward Bernays – ένας από τους ιδρυτές της βιομηχανίας δημόσιων σχέσεων – η “μηχανική της συναίνεσης”. Τόσο ο Lippmann όσο και ο Bernays πήραν μέρος στην κρατική προπαγάνδα του Wilson η οποία είχε ως στόχο να δημιουργήσει μίσος και φανατισμό στο φιλειρηνικό αμερικάνικο πληθυσμό απέναντι σε κάθε τι Γερμανικό. Η προπαγάνδα στέφθηκε με επιτυχία. Οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η τεχνική που εφαρμόστηκε στην προπαγάνδα θα εξασφάλιζε το ότι “οι νοήμων μειοψηφίες” θα κυβερνάνε ανενόχλητοι από “το θόρυβο της αγριεμένης αγέλης,” που είναι η κοινή γνώμη και από “την άγνοια και την ενόχληση των παρείσακτων ,” των οποίων ο “ρόλος” είναι να είναι “θεατές” και όχι “συμμετέχοντες.” Αυτό ήταν το κεντρικό θέμα των “προοδευτικών δοκιμίων περί δημοκρατίας” του κυρίου Lippmann, του οποίου η σκέψη αντικατοπτρίζει την αντίληψη της “προοδευτικής” διανόησης των κατεχόντων εξουσία. Για παράδειγμα ο Πρόεδρος Wilson υποστήριζε ότι μια ελίτ από gentlemen με “προχωρημένες ιδέες” πρέπει να κυριαρχεί και να προστατεύει “τη σταθερότητα και την ορθότητα,” σκέψη που είναι στενά συνδεδεμένη με τις αντιλήψεις του Madison. Στη σύγχρονή εποχή το ρόλο των gentlemen έχει αναλάβει μία “ελίτ από τεχνοκράτες,”από “διανοούμενους” ιππότες της Στρογυλής Τραπέζης και από "Straussian" κατασκευάσματα. Με τον ένα ή άλλο τρόπο οι αριστοκρατικές αντιλήψεις του Madison διασώζονται εμποτισμένες μερικές φορές με δόσεις Λενινισμού.

Είναι όμως ελπιδοφόρο ότι οι κοινωνικοί αγώνες συνεχίζονται και ανά περιόδους είναι αποτελεσματικότατοι, όπως για παράδειγμα κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1960 όπου βασικά είχαν ως αποτέλεσμα των εκπολιτισμό της Αμερικάνικης χώρας.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 24/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Tuesday, November 17, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 5
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο πέμπτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην πολιτική διεύρυνσης που ακολούθησε το ΝΑΤΟ μετά την διάλυση την ΕΣΣΔ και στην πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή του Αφγανιστάν – Πακιστάν. Ειδικότερα αναφέρεται στην διπροσωπία που επέδειξαν οι ΗΠΑ στις συμφωνίες του με τον τελευταίο ηγέτη της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Συνεχίζοντας αναδεικνύει τα προβλήματα που δημιουργεί η παρουσία των αμερικάνικων δυνάμεων στο Αφγανιστάν και κλείνοντας επιτίθεται σε κύκλους στο εσωτερικό των ΗΠΑ που προωθούν τον έλεγχο της κοινής γνώμης όσον αφορά στα παραπάνω θέματα.



Η αμυντική πρόφαση ύπαρξης του ΝΑΤΟ είχε τουλάχιστο μία δόση αξιοπιστίας. Μετά την διάλυση όμως της ΕΣΣΔ η αξιοπιστία αυτή χάθηκε παντελώς. Ο Γκορμπατσόφ έκανε μία τεράστια παραχώρηση στην Δύση: επέτρεψε στην ενωμένη Γερμανία να εισχωρήσει σε μία εχθρική στρατιωτική συμμαχία, παρόλο που η Γερμανία μόνη της είχε καταστρέψει δύο φορές τη Ρωσία κατά τη διάρκεια του αιώνα. Τελευταία αποκαλύφθηκε ότι η παραχώρηση αυτή δεν έγινε χωρίς αντάλλαγμα. Η μελέτη των αυθεντικών εγγράφων που υπογράφτηκαν εκείνη την εποχή έγινε από τον Mark Kramer ο οποίος αρχικά επιχείρησε να διαψεύσει την διπροσωπία των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά η ερευνά δείχνει ότι η στάση των ΗΠΑ ήταν όντως διπρόσωπη. Ο Kramer σε ένα άρθρο του στην The Washington Quarterly αναφέρει ότι ο πρόεδρος Μπους και ο υφυπουργός James Baker είχαν υποσχεθεί στον Γκορμπατσόφ ότι “το ΝΑΤΟ δε θα αναπτύξει δυνάμεις στην περιοχή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας....και ότι η δικαιοδοσία ή οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα κινηθούν προς ανατολάς.” Βεβαίωσαν επίσης τον Γκορμπατσόφ ότι “το ΝΑΤΟ θα μετατραπεί σε οργανισμό πολιτικού χαρακτήρα”. Φυσικά δεν υπάρχει λόγος να σχολιάσουμε αυτές τις υποσχέσεις. Η ιστορία που ακολούθησε μιλάει από μόνη της.

Μόλις ο πρόεδρος Κλίντον ανέλαβε καθήκοντα, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή ξεκίνησε. Η διαδικασία επιταχύνθηκε επί προεδρίας Μπους. Η κίνηση αυτή ήταν απειλητική προς τη Ρωσία, η οποία αντέδρασε αναπτύσσοντας το αμυντικό της πρόγραμμα. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Ομπάμα, James Jones, έχει ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο επέκτασης. Προωθεί την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά και νότια, και φιλοδοξεί να το μετατρέψει σε μία παγκοσμίου βεληνεκούς δύναμη επέμβασης η οποία φυσικά θα διοικείτε από τις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Jaap de Hoop Scheffer ανέφερε στην συνδιάσκεψη του ΝΑΤΟ ότι “τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ πρέπει να φυλάνε τα δίκτυα μετακίνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη Δύση ” και γενικότερα πρέπει να ελέγχουν τις θαλάσσιες μετακινήσεις και “άλλες σημαντικές υποδομές” ενέργειας ανά τον κόσμο. Τα σχέδια αυτά είναι η έναρξη της νέας φάσης της Δυτικής ηγεμονίας που πιο ευγενικά χαρακτηρίζεται ως “προσπάθεια σταθερότητας και ειρήνης.”

Το Νοέμβριου του 2007 ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε σχέδια για μακροπρόθεσμη στρατιωτική παραμονή στο Ιράκ και “την προσπάθεια ενθάρρυνσης ξένων επενδύσεων, κυρίως αμερικάνικών στο Ιράκ.” Τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν μετά από την αντίδραση της Ιρακινής κυβέρνησης και των ευρειών αντιδράσεων – διαδηλώσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ που απαιτούσαν την διεξαγωγή εκλογών στο Ιράκ. Στην περιοχή του Αφγανιστάν η κυβέρνηση Ομπάμα συνεχίζει την δημιουργία πρεσβειών στο μοντέλο πόλη – μέσα – στην – πόλη (city-within-a-city) που πρωτοεμφανίστηκε στην Βαγδάτη. Τέτοιου είδους στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν υπάρχουν αλλού στον κόσμο και είναι αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ, πράγμα που αποδεικνύει την παγκόσμια μονοκρατορία των ΗΠΑ.

Καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα επιδιώκει να καθιερώσει μία μεγάλης έκτασης εμπορική παρουσία στην περιοχή, ακολουθεί επίσης και την στρατηγική του στρατηγού Petraeus που επιχειρεί να εξωθήσει τους Ταλιμπάν στην περιοχή του Πακιστάν. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά στην σταθερότητα της περιοχής. Στην περιοχή κοντά στα σύνορα Πακιστάν – Αφγανιστάν κατοικούν κάποιες από τις πιο ακραίες φυλές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η φυλή των Pashtun που καταλαμβάνουν περιοχές και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Επιπλέον τα σύνορα αυτά που επιβλήθηκαν από τους Βρετανούς δεν αναγνωρίστηκαν από το Αφγανιστάν ούτε κατά την περίοδο που ήταν ανεξάρτητο. Στη δημοσίευση του Απρίλη του Κέντρου Διεθνής Πολιτικής (Center for International Policy), αναφέρεται από τον Selig Harrison, έναν από τους σημαντικότερους αναλυτές της περιοχής, ότι το αποτέλεσμα της αμερικάνικης πολιτικής μπορεί να είναι αυτό που ο πρέσβης του Πακιστάν Husain Haqqani ανέφερε ως “Islamic Pashtunistan.” Ο προκάτοχος του Haqqani είχε επίσης αναφερθεί στο πρόβλημα λέγοντας ότι σε περίπτωση που οι Ταλιμπάν ενωθούν με τη φυλή των Pashtun “το παραπάνω ενδεχόμενο – η δημιουργία δηλαδή του Islamic Pashtunistan – θα είναι πολύ πιθανό.”

Η εξέλιξη της κατάστασης έγινε ακόμη πιο δυσοίωνη καθώς κατά τις επιθέσεις θανατώθηκε μεγάλος αριθμός αμάχων, με αποτέλεσμα η στάση του πληθυσμού να σκληρύνει. Την κατάσταση επίσης δυσχεραίνει η επιλογή του στρατηγού Stanley McChrystal – δολοφόνου των ειδικών δυνάμεων – ως επικεφαλής των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική είναι η στάση ενός από τους συμβούλους του ίδιου του Petraeus, του David Kilcullen, ο οποίος περιγράφει την πολιτική των Obama-Petraeus-McChrystal ως θεμελιώδη “στρατηγικό λάθος”, το οποίο μπορεί να οδηγήσει “στην διάλυση του Πακιστανικού κράτους.”

Είναι επίσης αποθαρρυντικό ότι τόσο το Πακιστάν όσο και η Ινδία επεκτείνουν με γοργούς ρυθμούς τα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Και οι δύο χώρες βοηθήθηκαν στην ανάπτυξη των πυρηνικών τους οπλοστασίων από τις ΗΠΑ. Το Πακιστάν από την κυβέρνηση Ρέιγκαν και η Ινδία μετά την διμερής συμφωνία περί πυρηνικών μεταξύ ΗΠΑ – Ινδίας. Οι Ινδία και το Πακιστάν μάλιστα, έχουν φτάσει στα πρόθυρα πυρηνικής σύγκρουσης μεταξύ τους αφού και οι δύο διεκδικούν την κοιλάδα του Kashmir. Και οι δύο χώρες επίσης έχουν συγκρουστεί πολεμικά στο παρελθόν με το Αφγανιστάν. Η στάση λοιπόν των ΗΠΑ στην περιοχή αποτελεί σημαντικότατη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.

Επιστρέφοντας στο εσωτερικό των ΗΠΑ αξίζει να σημειωθεί η προσπάθεια που γίνεται από κάποιους κύκλους να ελέγχει η κοινή γνώμη. Ο διακριθείς φιλελεύθερος πολιτικός Dean Acheson συμβουλεύει ότι οι ηγέτες πρέπει να μιλάνε με τρόπο που είναι “υπεράνω από την αλήθεια.” Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Samuel Huntington, ο οποίος υποστήριζε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ότι είναι αναγκαίο να παραπλανείς την κοινή γνώμη, προωθεί την άποψη ότι η δύναμη της εξουσίας πρέπει να παραμένει αόρατη. Χαρακτηριστικά αναφέρει: “Οι αρχιτέκτονες της εξουσίας στις ΗΠΑ πρέπει να δημιουργήσουν δύναμη ελέγχου η οποία πρέπει να είναι αισθητή αλλά όχι εμφανής. Η δύναμη της εξουσίας παραμένει ισχυρή μόνο όσο βρίσκεται στο σκοτάδι. Σε περίπτωση που γίνει εμφανής από το κοινό τότε εξατμίζεται.” Όσοι επιθυμούν να αντισταθούν σε απόψεις σαν και αυτές και επιθυμούν να μεταβιβάσουν την εξουσία στο λαό πρέπει να προετοιμαστούν για μία καθημερινή μάχη με κυνικούς ανθρώπους που διατυπώνουν τέτοιες απόψεις.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 17/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 4
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο τέταρτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην προπαγάνδα των ΗΠΑ κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και στο πως η προπαγάνδα αυτή άλλαξε χαρακτήρα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Επίσης παραθέτει στοιχεία της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σχετικά με τα εξοπλιστικά προγράμματα και υποστηρίζει ότι ένας βασικός παράγοντας αποτυχίας του Σοβιετικού οικονομικού μοντέλου ήταν ο συνεχής ανταγωνισμός εξοπλισμών με τις ΗΠΑ, οι οποίας χρησιμοποίησαν τον ανταγωνισμό αυτό στην προσπάθεια τους να αποδυναμώσουν την Σοβιετική οικονομία.


H οικονομική πολιτική κάθε κράτους απαιτεί την αποδοχή της κοινής γνώμης, η οποία όταν δεν μπορεί να ελέγχει με βία ελέγχεται με δόλο. Είναι ανεπίτρεπτο σε οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναφέρει ότι η οικονομία στηρίζεται στο ρίσκο και ότι τελικά τα κέρδη αυτού του ρίσκου καταλήγουν στις τσέπες μιας μικρής μειοψηφίας. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ο αμερικάνικος λαός άκουγε ότι οι φόροι του πηγαίνουν σε προγράμματα προστασίας εναντίον “τεράτων”. Στη δεκαετία του 1980 ο Ρέιγκαν κήρυξε Επείγουσα Εθνική Κατάσταση διότι όπως έλεγε οι ορδές της Νικαράγουας βρίσκονται μόνο δύο μέρες μακρυά από το Τέξας. Δύο δεκαετίες πριν ο πρόεδρος L.B. Johnson προειδοποιούσε ότι “είμαστε μόνο 150 εκατομμύρια και είναι 3 δισεκατομμύρια” και γι' αυτό έπρεπε να τους σταματήσουμε στο Βιετνάμ.

Γι' αυτούς που ενδιαφέρονται για την πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου και πως χρησιμοποιούνταν για να ελέγχει το πλήθος μια στιγμή που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή και βοηθάει στην εξαγωγή συμπερασμάτων είναι η πτώση του τείχους του Βερολίνου είκοσι χρόνια πριν και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Οι εκδηλώσεις εορτασμού για την πτώση του τείχους έχουν ήδη αρχίσει και θα συνεχιστούν για αρκετές μέρες. Αλλά για ακόμη μία φορά οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την πτώση θα παραμείνουν στο παρασκήνιο.

Με την κατάρρευση του τείχους κατέρρευσε επίσης και το πλαίσιο δημαγωγίας των αμερικάνικων κυβερνήσεων. Η “μονολιθική και αδίστακτη συνωμοσία” του Κένεντι και η “αυτοκρατορία του κακού” του Ρέιγκαν δεν υπήρχαν πια. Ένα καινούργιο πλαίσιο δημαγωγίας ήταν απαραίτητο. Η κυβέρνηση Μπους έδρασε αστραπιαία με την δημιουργία της λεγόμενης Νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας. Η Ουάσιγκτον χρειαζόταν μια καινούργια πρόφαση για να συντηρήσει τον έλεγχο. Η πρόφαση ήταν η “τεχνολογική ανάπτυξη” του Τρίτου Κόσμου. Η αμυντική βιομηχανία έπρεπε να συντηρηθεί καθώς επίσης και ο έλεγχος των πηγών ενέργειας στη Μέση Ανατολή. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι πραγματικοί στόχοι αναγνωρίστηκαν από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής. Μία τέτοια περίπτωση είναι η κατάθεση του Robert Komer, αρχιτέκτονα επί προέδρου Κάρτερ του κέντρου Δυνάμεων Ταχείας Ανάπτυξης (Rapid Deployment Force), στο Κογκρέσο. Ο Komer αναγνώρισε ότι στις πλειοψηφία των περιπτώσεων ο σκοπός των αμερικάνικων δυνάμεων δεν ήταν η αντίσταση σε Σοβιετικές επιθέσεις αλλά η αντιμετώπιση απελευθερωτικών κινημάτων τα οποία χαρακτηρίζονταν ως κινήματα “ριζοσπαστικού εθνικισμού.”

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης τα πραγματικά αίτια των πολιτικών των ΗΠΑ γίνανε εμφανή τουλάχιστον σε αυτούς που επιλέγουν να δουν. Ο πραγματικός στόχος της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας ήταν πρώτον να συντηρηθεί ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία (χωρίς όμως αυτό να γίνεται εμφανή μιας και την ίδια στιγμή έπρεπε να προωθηθεί ο φιλελευθερισμός) και δεύτερον να προασπιστούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Η ιστορική διαδρομή του ΝΑΤΟ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραπάνω πολιτική των ΗΠΑ. Πριν την εποχή Γκορμπατσόφ το ΝΑΤΟ διαμήνυε ότι βασικός του σκοπός ήταν να αποτρέψει μία ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ευρώπη. Η νομιμότητα του στόχου αυτού είναι αμφισβητήσιμη ακόμα και για την περίοδο αμέσως μετά την λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τον Μάιο του 1945 ο Τσόρτσιλ διέταξε την δημιουργία σχεδίου με την κωδική ονομασία “Operation Unthinkable”, που σκοπό είχε την “εξάλειψη της Ρωσίας”. Το σχέδιο που αποκαλύφθηκε δέκα χρόνια πριν παρουσιάζεται εκτενέστατα στην επιστημονική εργασία του Richard Aldrich “The Hidden Hand” που πραγματοποιήθηκε πάνω στα αρχεία της Βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Aldrich το σχέδιο όριζε την αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Ρωσίας εκατοντάδων χιλιάδων Βρετανικών, Αμερικάνικων και Γερμανικών στρατευμάτων από ξηράς και αέρος, όπως επίσης και τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η επίσημη θέση του ΝΑΤΟ δεν ήταν πειστική ούτε μια δεκαετία αργότερα όταν τα ηνία της Σοβιετικής Ένωσης ανέλαβε ο Χρουστσόφ, ο οποίος πρότεινε την αμοιβαία μείωση εξοπλισμών. Ο Χρουστσόφ είχε αντιληφθεί ότι η αδύναμη σοβιετική οικονομία δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε περίπτωση που οι δαπάνες για εξοπλισμό δεν μειωνόταν. Όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την προσφορά του προχώρησε σε μονομερή μείωση των εξοπλισμών. Ο Κένεντι απάντησε με αύξηση του εξοπλιστικού προγράμματος, την οποία προσπάθησε να ακολουθήσει η Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο της κρίσης στην Κούβα με αποτέλεσμα η οικονομία της να γίνει ακόμη πιο αδύνατη. Η αδυναμία της Σοβιετικής οικονομίας να ακολουθήσει τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό ήταν ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην μετέπειτα διάλυση της.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 17/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Wednesday, November 11, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 3
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο τρίτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι παρουσιάζει το ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη της οικονομίας. Προβάλλει με αυτό τον τρόπο επιχειρήματα κατά αυτών που συνδέουν την οικονομική ανάπτυξη αποκλειστικά με την ελεύθερη αγορά και τον νεοφιλελευθερισμό. Κάνοντας μία μικρή ιστορική αναδρομή παραθέτει παραδείγματα καινοτομιών που οφείλονται σε κρατικές χρηματοδοτήσεις και αποκαλύπτει τη στενή σχέση της αποικιοκρατίας και του εμπορίου σκλάβων με την οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι θεωρεί την αποικιοκρατία και το εμπόριο σκλάβων ως μια αποτρόπαια κρατική παρέμβαση στην οικονομία.


Ο χαρακτηρισμός “χρυσή εποχή” είναι επίσης αμφισβητήσιμος. Η περίοδος μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως περίοδος “κρατικού καπιταλισμού.” Ο κρατικός τομέας ήταν και παραμένει βασικός παράγοντας ανάπτυξης και καινοτομίας μέσω πρακτικών όπως η έρευνα, οι επιδοτούμενες συμβάσεις, οι χρηματοδοτήσεις και οι διασώσεις (bailouts) ιδιωτικών εταιρειών. Στις ΗΠΑ οι πολιτικές αυτές ήταν κυρίως μέριμνα του Πενταγώνου κατά τη διάρκεια όπου η αιχμή της οικονομίας ήταν οι ηλεκτρονικές τεχνολογίες. Κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία μετατόπιση προς το χώρο της υγείας μιας και η αιχμή της έρευνας τα τελευταία χρόνια μετατοπίστηκε προς τη βιολογία. Μερικά παραδείγματα καινοτομιών οι οποίες οφείλονται σε κρατικές χρηματοδοτήσεις είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το Ίντερνετ, οι δορυφόροι, οι τεχνολογίες πληροφορίας, τα επιβατικά αεροσκάφη, φαρμακευτικά προϊόντα, και προϊόντα βιοτεχνολογίας. Ο σημαντικός ρόλος του κράτους στην ανάπτυξη της τεχνολογίας πρέπει να παίρνεται σοβαρά υπόψη από τις οργισμένες φωνές κατά των παρεμβατικών πολιτικών του κράτους στην οικονομία. Την ίδια στιγμή μάλιστα όπου ο ιδιωτικός τομέας προκάλεσε την οικονομική κρίση, η οποία όντας τόσο ισχυρή έβλαψε όχι μόνο τις φτωχές χώρες του Νότου αλλά και τις πλούσιες του Βορρά. Φωνές λοιπόν σαν και αυτή του ιστορικού Niall Ferguson που διαμηνύουν ότι “το μάθημα της οικονομικής ιστορίας είναι ξεκάθαρο. Η οικονομική ανάπτυξη... είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής καινοτομίας και της αύξησης της παραγωγικότητας, πράγματα τα οποία προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και όχι από το κράτος”, ακούγονται ιδιαίτερα ύποπτες. Την ίδια ώρα μάλιστα όπου προφανώς γράφτηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και στάλθηκαν μέσω Ίντερνετ. Δύσκολα λοιπόν το μάθημα ιστορίας του Ferguson μπορεί να γίνει πιστευτό.

Οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία δεν είναι φαινόμενο που παρατηρήθηκε μόνο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Αντίθετα το κράτος πάντοτε ήταν κεντρικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης. Όταν οι αμερικάνικες αποικίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους ήταν ελεύθερες να καταργήσουν οικονομικές πολιτικές που υπαγόρευαν την τήρηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος στις εξαγωγές και ανάγκαζαν τις αποικίες να εισάγουν τεράστιες ποσότητες Βρετανικών βιομηχανικών προϊόντων. Αντίθετα η Χαμιλτόνια οικονομία καθιέρωσε υψηλά τιμολόγια στις εξαγωγές, πράγμα που οδήγησε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Αμερική. Ο ιστορικός πολιτικής οικονομίας Paul Bairoch χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ ως “τη μητέρα χώρα του μοντέρνου κρατικού παρεμβατισμού” με τις μεγαλύτερες τιμολογήσεις εξαγωγών κατά την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης. Οι πολιτικές προστατευτισμού της οικονομίας συνεχίστηκαν μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 20, όπου η ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα από όλων των υπόλοιπων χωρών. Επίσης σε όποια περίπτωση κρίνονταν αναγκαίο οι πολιτικές προστατευτισμού εφαρμοζόταν ξανά. Για παράδειγμα ο Ρέιγκαν μεταξύ άλλων μέτρων διπλασίασε και τον προστατευτισμό την αμερικάνικης οικονομίας για να προστατεύσει τις αμερικάνικες επιχειρήσεις όταν βρέθηκαν ανίκανες να συναγωνιστούν τις αντίστοιχες Ιαπωνικές.

Η εφαρμογή “ορθόδοξων” οικονομικών πολιτικών που επέβαλλαν οι αποικιοκράτες στις αποικίες εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ιαπωνία κατάφερε να αναπτυχθεί αφού είχε αντισταθεί σθεναρά στην αποικιοκρατία. Άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ αναπτύχθηκαν ραγδαία αφού πρώτα απαγκιστρώθηκαν από την αποικιοκρατία. Οι οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις αποικίες είναι ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στο διαχωρισμό μεταξύ φτωχού Νότου και πλούσιου Βορρά. Όπως πολλοί άλλοι ιστορικοί πολιτικής οικονομίας έτσι και ο Bairoch συμπεραίνουν μετά από ευρεία έρευνα ότι “είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί άλλη περίπτωση στην ιστορία όπου τα γεγονότα βρίσκονται σε τόση μεγάλη αντίθεση με την κυρίαρχη θεωρία” η οποία υποστηρίζει ότι οι ελεύθερες αγορές είναι η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης. Ακόμη και το “παιδί” του φιλελευθερισμού, η Χιλή εξαρτάται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από τη Codelco που είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής χαλκού παγκοσμίως και η οποία εθνικοποιήθηκε από τον πρόεδρο Allende.

Κατά τη διάρκεια την βιομηχανικής επανάστασης η βιομηχανία επεξεργασίας βαμβακιού βασιζόταν κυρίως στο εμπόριο σκλάβων και σε εθνοκαθάρσεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποτρόπαιες μορφές κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Παρόλο που θεωρητικά το φαινόμενο των δούλων τερματίστηκε μετά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, επανεμφανίστηκε αργότερα μετά την περίοδο Ανασυγκρότησης (Reconstruction era) σε διαφορετική μορφή. Η ποινικοποίηση της Αφρο – Αμερικανικης κουλτούρας και η εκτενής χρήσης την καταναγκαστικής εργασίας αποτελούν σύγχρονες μορφές δημιουργίας και εκμετάλλευσης δούλων. Το φαινόμενο αυτό συνεχίστηκε μέχρι το ξέσπασμα του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η βιομηχανική επανάσταση από τα τέλη του 19ου αιώνα βασιζόταν κατά μεγάλο βαθμό σε αυτή τη νέα μορφή δουλείας το μέγεθος της οποίας μόλις τελευταία αποκαλύφθηκε από τον Douglas Blackmon σε μια λεπτομερειακή μελέτη για το Wall Street Journal. Μετά τον τέλος του πολέμου οι Αφρό – Αμερικάνοι για πρώτη φορά απέκτησαν κοινωνικά και οικονομικά προνόμια. Αυτό όμως κράτησε ελάχιστα αφού κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού η χυδαία πρακτική της ποινικοποίησης και της καταναγκαστικής εργασίας επανεμφανίστηκε με αυτό που οι εγκληματολόγοι ονόμασαν “το σύνδρομο της βιομηχανικής φυλακής (the prison-industrial complex)”, ένα αποκλειστικά αμερικάνικο φαινόμενο που συνεχίστηκε μέχρι την δεκαετία του 1980 και υποστηρίχθηκε από την παραγωγική βιομηχανία.

Το Αμερικάνικο σύστημα μαζικής παραγωγής που κατέπληξε ολόκληρο τον κόσμο κατά τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το στρατό. Προβλήματα όπως η δημιουργία σιδηροδρόμων στην τεράστια αμερικάνικη ενδοχώρα ξεπερνούσαν τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα. Έτσι η δοκιμασία πέρασε στα χέρια του κράτους και συγκεκριμένα του στρατού. Έναν αιώνα αργότερα τα μεγαλύτερα προβλήματα της ηλεκτρολογίας και της μηχανολογίας έβρισκαν λύση σε στρατιωτικά εργαστήρια όπου διαπρεπέστατοι επιστήμονες πραγματοποιούσαν έρευνα. Η έρευνα φυσικά χρηματοδοτούταν από το κράτος και τα αποτελέσματα αυτής διοχετεύονταν αργότερα στην αγορά. Πολλοί ιστορικοί παρομοιάζουν τα παραπάνω παραδείγματα με τα διαστημικά προγράμματα σήμερα. Ο “Πόλεμος των Άστρων” του Ρέιγκαν πουλήθηκε στην βιομηχανία ως ένα ακόμη δώρο του κράτους.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 11/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Tuesday, November 10, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας
του Νόαμ Τσόμσκι – Μέρος 2

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι συνδέει την οικονομική κρίση με τη κρίση πείνας και εξηγεί τα αίτια τους. Συγκεκριμένα, αναφέρει τη σχέση των παραπάνω κρίσεων με το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που εφαρμόστηκε διεθνώς μετά την κατάργηση του συστήματος Bretton Woods που έλαβε χώρα την δεκαετία του εβδομήντα. Αναφέρει επίσης τη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στην πραγματική οικονομία (μισθούς και δείκτες ποιότητας ζωής) καθώς και στην λειτουργία της δημοκρατίας.



Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους απεικονίζει ακόμη μια κρίση, αυτή τη φορά πολιτισμική. Μία μορφή αυτής της κρίσης είναι η τάση του σοσιαλοοικονομικών ινστιτούτων να επικεντρώνονται σε βραχυπρόθεσμα κέρδη. Άλλη μία είναι η τάση να ανταμείβονται οι διευθυντές των ινστιτούτων αυτών με τεράστια μπόνους προερχόμενα κυρίως από τα βραχυπρόθεσμα αυτά κέρδη χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις επιπτώσεις που έχει αυτό στον υπόλοιπο πληθυσμό.

Πρακτικές όπως η παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα του συστήματος της αγοράς. Μία τέτοια πρακτική, που σήμερα θεωρείτε η βασική αιτία της κρίσης είναι η υποτίμηση του συστηματικού ρίσκου. Εάν παραδείγματος χάρη εγώ κάνω μια συναλλαγή με κάποιον άλλο υπολογίζουμε το κόστος που μπορεί να έχει αυτή η συναλλαγή σε εμάς αλλά όχι το κόστος που θα έχει συνολικά στο οικονομικό σύστημα. Στην οικονομική βιομηχανία αυτό σημαίνει ότι υπολογίζουμε το πιθανό κόστος μιας συναλλαγής αλλά δεν υπολογίζουμε το συνολικό κόστος της σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα, το οποίο μπορεί να είναι τεράστιο.

Το ελάττωμα αυτό του οικονομικού συστήματος που κληρονομείτε από συναλλαγή σε συναλλαγή είναι από καιρό γνωστό. Δέκα χρόνια πριν, κατά την περίοδο που οι αγορά γνώριζε πρωτόγνωρη ευρωστία δύο σημαντικότατοι οικονομολόγοι, οι John Eatwell και Lance Taylor έκδοσαν το βιβλίο Global Finance at Risk στο οποίο απεικόνιζαν την εξαιρετική σημασία του παραπάνω προβλήματος και μάλιστα πρότειναν λύσεις για να αντιμετωπιστεί. Δυστυχώς γι' αυτούς και όλους εμάς, οι προτάσεις τους ερχόταν σε ρήξη με την πολιτική της κυβέρνησης Κλίντον, η οποία ήταν υπέρμαχος της μη παρεμβατικής πολιτικής στην οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επί Κλίντον δημιούργησαν την κρίση είναι σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι που καλούνται από την κυβέρνηση Ομπάμα να δώσει λύση.

Σε σημαντικό βαθμό η αιτία της κρίσης πείνας στο νότιο ημισφαίριο και της οικονομικής κρίση στο βόρειο είναι κοινή. Η κρίση οφείλετε στη μετατόπιση προς τον νεοφιλελευθερισμό που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 70. Η μετατόπιση ξεκίνησε με την κατάργηση του συστήματος Bretton Woods, το οποίο είχε καθιερωθεί από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι αρχιτέκτονες του συστήματος, John Maynard Keynes και Harry Dexter White προέβλεπαν ότι οι αρχές του συστήματος Bretton Woods – συμπεριλαμβανομένων του ελέγχου των κεφαλαίων και του ρυθμιστικού συναλλάγματος – θα οδηγήσει σε ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και θα βοηθήσει της κυβερνήσεις να ακολουθήσουν σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα, τα οποία έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Το αποτέλεσμα τους δικαίωσε πλήρως αφού τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη δεκαετία του 70 ονομάστηκαν ως “η χρυσή εποχή του καπιταλισμού”.

H “χρυσή εποχή” έδειξε όχι μόνο πρωτόγνωρη αλλά και σχετικά ισότιμη ανάπτυξη και κυρίως επέτρεψε τη χρήση πολιτικών κράτους δικαίου. Όπως οι Keynes και White είχαν υποδείξει η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου θα αναιρούσε την δυνατότητα άσκησης τέτοιων πολιτικών. Συγκεκριμένα στην επίσημη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων δημιουργεί μία “εικονική γερουσία” από δανειστές και επενδυτές οι οποίοι διενεργούν ένα “στιγμιαίο δημοψήφισμα” των κυβερνητικών πολιτικών. Σε περίπτωση που αυτές οι πολιτικές τους φαίνονται μη λογικές – αυτό αφορά σε πολιτικές που σχεδιάζονται για το κοινό καλό και όχι για να επιφέρουν κέρδη στην αγορά – ψηφίζουν κατά αυτών χρησιμοποιώντας φυγή κεφαλαίων, επιθέσεις σε νομίσματα και άλλες οικονομικές τεχνικές. Οι δημοκρατικές λοιπόν κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά “δύο ψηφοφόρους”, το πληθυσμό και την εικονική αυτή γερουσία που συνήθως επικρατεί.

Στη καθιερωμένη στην επιστημονική κοινότητα ιστορία του οικονομικού συστήματος, ο Barry Eichengreen αναφέρει ότι σε προηγούμενες χρονικές περιόδου η αναποτελεσματικότητα αυτή της ελεύθερης αγοράς μπορούσε εύκολα να μεταβιβαστεί στο λαό. Αυτό έγινε πλέον αδύνατο με την κατάκτηση της καθολικής ψηφοφορίας, την εμφάνιση του συνδικαλισμού και αργότερα με την έντονη πολιτικοποίηση του λαού κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης και του αντιφασιστικού πολέμου. Σύμφωνα με το σύστημα Bretton Woods “ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων ενίσχυε την δημοκρατία μην αφήνοντας να ασκούνται πιέσεις σε αυτή μέσω του οικονομικού συστήματος.” Το συμπέρασμα είναι ότι η κατάργηση του συστήματος Bretton Woods κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού επανέφερε την δυνατότητα να περιορίζεται η δημοκρατία μέσω πιέσεων της αγοράς.

Το νεοφιλελεύθερο πισωγύρισμα της δημοκρατίας ενεργοποίησε τρόπους ελέγχου και περιθωριοποίησης του κοινού. Μία τέτοια μορφή ελέγχου είναι η φαντασμαγορική διαχείριση των εκλογών από τη βιομηχανία του μάρκετινγκ, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ομπάμα ο οποίος κέρδισε το βραβείο του “διαφημιζόμενου του 2008.” Τα στελέχη της βιομηχανίας αυτής διέδωσαν στον τύπο ότι ο Ομπάμα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία αυτών που “πακετάρουν και προωθούν υποψηφίους σαν να ήταν φίρμες προϊόντων”. Τέτοια επιτυχία είχε να γνωρίσει ο χώρος από την εκλογή του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν. Οι Financial Times παραφράζοντας ένα στέλεχος του μάρκετινγκ ανέφεραν ότι ο θρίαμβος του Ομπάμα πρέπει “να έχει μεγαλύτερη επίδραση στα meeting rooms των διαφημιστικών εταιριών όση και ο θρίαμβος του Ρέιγκαν ο οποίος επαναπροσδιόρισε τον όρο CEO”. Ο Ρέιγκαν είχε προτρέψει τότε τα μεγαλοστελέχη των εταιριών λέγοντας ότι “πρέπει να δώσετε στην εταιρία σας ένα όραμα” οδηγώντας έτσι στον όρο η “βασιλεία του αυτοκρατορικού CEO” στις δεκαετίες του 80 και του 90. Η χρήση πρακτικών διοίκησης επιχειρήσεων στον έλεγχο της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του μάρκετινγκ των υποψηφίων, δίνει τεράστιες ικανότητες σε μελλοντικές προσπάθειες ελέγχου της δημοκρατίας.

Για τους ανθρώπους της εργασίας, του αγρότες και γενικά της κατώτερες τάξεις, τόσο στις ΗΠΑ αλλά και στο εξωτερικό, τα παραπάνω έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Ένας από τους λόγους της μεγάλης διαφοράς ανάπτυξης μεταξύ της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας κατά το τελευταίο μισό του προηγούμενου αιώνα είναι το ότι η Λατινική Αμερική δεν έλεγχε τη ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έφτανε στα επίπεδα χρέους κατάρρευσης και χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο εναντίον της δημοκρατίας και των κοινωνικών αλλαγών. Σε αντίθεση κατά τη διάρκεια της αξιοσημείωτης ανάπτυξης την Νότιας Κορέας η ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό δεν είχε απλώς απαγορευτεί αλλά επέφερε και την θανατική ποινή.

Οι νεοφιλελεύθεροι κανονισμοί, όπου και αν ακολουθήθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά οδήγησαν σε μείωση της απόδοσης του οικονομικού συστήματος και στο μούδιασμα σοσιαλδημοκρατικών προγραμμάτων. Στις ΗΠΑ – όπου αξίζει να σημειωθεί οι πολιτικές αυτές δεν ακολουθήθηκαν με αυστηρότητα – το αποτέλεσμα ήταν το συντριπτικό ποσοστό των μισθών να παραμείνει σταθερό τα τελευταία 30 χρόνια, παρόλο του ότι ο ρυθμός της παραγωγικότητα παρέμεινε ο ίδιος και μέσος χρόνος εργασίας αυξήθηκε και σήμερα ξεπερνά και τα στάνταρτ της Ευρώπης. Τα οικονομικά κίνητρα προς υπαλλήλους ελαχιστοποιήθηκαν και κοινωνικοί δείκτης όπως αυτός της υγείας των πολιτών μειώθηκαν. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 οι δείκτες υγείας ήταν ανοδικοί κατέληξαν στο τέλος της χιλιετίας να είναι στα επίπεδα του 1960. Η οικονομική ανάπτυξη βρήκε το δρόμο προς τις τσέπες κάποιων, κυρίως στελεχών της οικονομικής βιομηχανίας. Η βιομηχανία αυτή αποτελούσε ελάχιστο ποσοστό του GDP το 1970 και από τότε το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευτεί στο 1/3 του GDP. Την ίδια στιγμή η παραγωγική βιομηχανία μειώθηκε και παρασύροντας μαζί της και την ποιότητα ζωής του εργατικού δυναμικού. Η οικονομία σημαδεύτηκε από φούσκες, οικονομικές κρίσεις και δημόσιες δαπάνες οι οποίες τελευταία έφτασαν σε τραγικά υψηλά επίπεδα. Μερικοί εξαιρετικοί διεθνής οικονομολόγοι εξήγησαν και προέβλεψαν τα αποτελέσματα αυτά από την αρχή. Αλλά η μυθολογία περί “αποδοτικών αγορών” και “ορθολογικών επιλογών” υπερίσχυσαν. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού ήταν εξαιρετικά κερδοφόρο για τους προνομιούχους και τα κέντρα εξουσίας οι οποίοι ήταν και οι “κύριοι αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής.”

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 10/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Sunday, November 8, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας
του Νόαμ Τσόμσκι – Μέρος 1

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην κρίση φτώχειας που είναι συνεχή φαινόμενο σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου. Η κρίση φτώχειας διερευνάται σε βάθος και αντιδιαμετρικά με την οικονομική κρίση που ταλανίζει τις αναπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Σαν βασικά παραδείγματα χρησιμοποιεί τις περιπτώσεις του Μπαγκλαντές και της Αϊτής. Και οι δύο χώρες, ενώ πριν την εισβολή των ευρωπαίων ευημερούσαν έχουν φτάσει σήμερα να είναι παγκόσμια σύμβολα φτώχειας και δυστυχίας.


Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια για τον τίτλο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να κάνεις διαχωρισμούς όπως “εμείς και οι άλλοι” ή “δικό τους και δικό μας”. Και ενώ πιστεύω πως κανένας δε είναι απολύτως ικανός να μιλάει για “εμάς”, θα προσποιηθώ ότι είναι δυνατό και θα το επιχειρήσω.

Υπάρχει επίσης ένα πρόβλημα με τον όρο κρίση. Για ποια από όλες μιλάμε? Υπάρχουν πολλαπλές κρίσεις άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους πράγμα του κάνει το διαχωρισμός τους σχεδόν αδύνατο. Αλλά όπως και παραπάνω θα προσποιηθώ ότι μπορούν να διαχωριστούν για λόγους απλότητας.

Ένας τρόπος να ξεκινήσουμε είναι το άρθρο του New York Review of Books της 11ης Ιουνίου. Η τίτλος στο εξώφυλλο γράφει “Πως να αντιμετωπίσουμε την Κρίση”. Το τεύχος φιλοξενεί σειρά από άρθρα ειδικών οι οποίοι καλούνται να δώσουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Για την Δύση ο όρος “κρίση” είναι ξεκάθαρος. Είναι η οικονομική κρίση που ξέσπασε τελευταία και επηρέασε σε μεγάλο ποσοστό όλες τις πλούσιες χώρες του πλανήτη. Γι' αυτό το λόγο θεωρείτε από τους πάντες ότι είναι εξαιρετικής σημασίας. Αλλά ακόμη και για τις πλουσιότερες χώρες αυτή δεν είναι η μόνη κρίση αλλά ούτε και η πιο ισχυρή. Για παράδειγμα στις 26 Οκτωβρίου του 2008 η εφημερίδα του Μπαγκλαντές The New Nation έγραφε:

“Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ τρισεκατομμύρια έχουν ξοδευτεί για να χρηματοδοτηθούν τα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα το ποσό που αρχικά είχε υπολογιστεί για να δοθεί για την κρίση πείνας μειώθηκε τραγικά. Αρχικά είχε αποφασιστεί στη συνδιάσκεψη της Ρώμης να δοθούν 12.3 δισεκατομμύρια. Τελικά το ποσό που έχει δοθεί είναι μόλις 1 δισεκατομμύριο. Η ελπίδα ότι τουλάχιστον οι συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας θα αντιμετωπιστούν μέχρι το 2015 που ήταν στόχος του UN's Millennium Development Goals φαίνεται μη πραγματοποιήσιμη σήμερα εξαιτίας όχι της έλλειψης χρημάτων αλλά της έλλειψης θέλησης.”

Το άρθρο συνεχίζει προβλέποντας ότι η Παγκόσμια Ημέρα Σίτισης τον Οκτώβρη του 2009 “θα φέρει... καταστροφικά νέα για την κατάσταση των φτωχών του κόσμου...τα οποία το πιθανότερο είναι να μείνουν απλώς νέα χωρίς καμία ουσιαστική ανταπόκριση.” Οι ηγέτες της Δύσης φαίνονται αποφασισμένοι να εκπληρώσουν την παραπάνω πρόβλεψη. Στις 11 Ιουνίου οι Financial Times ανέφεραν ότι “το πρόγραμμα για της παγκόσμια πείνα των Ηνωμένων Εθνών μειώνει το μέγεθος της ανθρωπιστικής βοήθειας και διακόπτει επιχειρήσεις σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα”. Θύματα αυτής της απόφασης είναι χώρες όπως οι Αιθιοπία, η Ρουάντα, η Ουγκάντα και άλλες. Η μεγάλη μείωση της βοήθειας έρχεται την ώρα που ο αριθμός των φτωχών ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο, με αύξηση της τάξης των 100 εκατομμυρίων τους τελευταίους έξι μήνες.

Όπως η The New Nation προέβλεψε η ανακοίνωση του Παγκόσμιου Προγράμματος Σίτισης δεν έλαβε τη προσοχή που της άξιζε από τον παγκόσμιο τύπο. Ενδεικτικό είναι ότι οι New York Times κάλυψαν το γεγονός μόνο σε ένα άρθρο 150 λέξεων στην δέκατη σελίδα. Τέτοιες πρακτικές φυσικά δεν είναι ασυνήθιστες. Τα Ηνωμένα Έθνη δημοσίευσαν επίσης μία έρευνα που αναφέρει ότι η απερήμωση περιοχών φέρνει σε κίνδυνο τις ζωές περίπου ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Με αφορμή την παραπάνω έρευνα καθιέρωσαν την Παγκόσμια Μέρα κατά της Απερήμωσης. Ο στόχος είναι να καταπολεμηθεί η απερήμωση προκαλώντας την ευαισθητοποίηση του κοινού στις χώρες μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Η προσπάθεια επίσης πέρασε απαρατήρητη από των αμερικάνικο τύπο.

Είναι διδακτικό να θυμηθούμε ότι όταν οι Βρετανοί κατακτητές έφτασαν στο Μπαγκλαντές έμειναν θαμπωμένοι από τον φυσικό πλούτο της χώρας. Σύντομα η ίδια αυτή χώρα θα γινόταν σύμβολο φτώχειας και δυστυχίας.

Όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του Μπαγκλαντές η κρίση φτώχειας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης ενδιαφέροντος των πλούσιων χωρών. Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε συγκεκριμένες επιλογές των διαχειριστών της παγκόσμιας οικονομίας προς όφελός τους. Είναι επίσης διδακτικό να έχουμε στο μυαλό μας την διαπίστωση του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην Αγγλική πολιτική. Παρατήρησε λοιπόν ότι οι αρχιτέκτονες της πολιτικής – στις μέρες του αυτοί ήταν οι έμποροι και οι βιομήχανοι – έκαναν σίγουρο ότι τα δικά τους συμφέροντα “θα προασπίζονται” όσο “καταστροφικά” και αν είναι τα αποτελέσματα σε άλλους ανθρώπους συμπεριλαμβανομένου πολίτες της Αγγλίας και περισσότερο σε αυτούς που ήταν τα αντικείμενα “της βάρβαρης αδικίας των Ευρωπαίων”. Το τελευταίο αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Ινδίας που ήταν και το βασικό αντικείμενο έρευνας του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην επέκταση της Ευρώπης.

Η κρίση πείνας ξεκίνησε αρχικά και πιο έντονα στην Αϊτή στις αρχές του 2008. Όπως και το Μπαγκλαντές, η Αϊτή είναι παράδειγμα φτώχειας και δυστυχίας. Επίσης όταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές πρωτοεμφανίστηκαν το νησί ήταν αξιοθαύμαστα πλούσιο και ο πληθυσμός ευημερούσε. Αργότερα έγινε μια από τις βασικές πηγές πλούτου της Γαλλίας. Η σημερινή κρίση πείνας ανιχνεύεται πίσω στο 1915 όταν ο Woodrow Wilson κατέλαβε το νησί. Η κατάληψη του νησιού συνοδευτική από ακραίες βαρβαρότητες. Μεταξύ των εγκλημάτων του Wilson ήταν και η διάλυση του κοινοβουλίου της Αϊτής όταν αυτό αρνήθηκε να επικυρώσει συνθήκη που επέτρεπε στις αμερικάνικες επιχειρήσεις να καταλάβουνε την γη της Αϊτής. Ο Wilson τότε έκανε εκλογές με τις οποίες η συνθήκη επικυρώθηκε με 99,9%. Μόνο στο 5% του πληθυσμού επιτράπηκε να ψηφίσει. Όλα τα παραπάνω θα μείνουν στην ιστορία ως “Ο Ιδεαλισμός του Wilson”.

Αργότερα το USAID (United States Agency for International Development) ενεργοποίησε πρόγραμμα με σκοπό να μετατρέψει την Αϊτή στην “Ταϊβάν της Καραϊβικής” χρησιμοποιώντας τη γνωστή τακτική του συγκριτικού πλεονεκτήματος: Η Αϊτή έπρεπε να εισάγει τρόφιμα και προϊόντα από τις ΗΠΑ και συγχρόνως φτηνό εργατικό δυναμικό (κυρίως γυναίκες) θα χρησιμοποιούνταν σε εργοστάσια συναρμολόγησης που ανήκαν στις ΗΠΑ. Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Αϊτή το 1990 απείλησαν την παραπάνω οικονομική πολιτική. Η φτωχή πλειοψηφία πήρε μέρος στις εκλογές και κατάφερε να εκλέξει τον δικό του υποψήφιο, τον λαϊκιστή ιερέα Jean-Bertrand Aristide. Η Ουάσινγκτον κινήθηκε ταχύτατα με τις γνωστές πρακτικές με σκοπό να υπονομεύσει το νέο καθεστώς. Μερικούς μήνες αργότερα στρατιωτικό πραξικόπημα έλαβε χώρα και η χούντα που εγκαθιδρύθηκε εφάρμοσε πολιτικές τρομοκρατίας οι οποίες υποστηρίχθηκαν από τις κυβερνήσεις των Μπους και Κλίντον. Το 1994 ο Κλίντον αποφάσισε ότι ο πληθυσμός της Αϊτής συμμορφώθηκε και έστειλε αμερικάνικες δυνάμεις που επανέφεραν τον εκλεγμένο πρόεδρο με την προϋπόθεση να ακολουθήσει αυστηρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Συγκεκριμένα δεν επιτρεπόταν καμία προστατευτική πολιτική του κράτους στην οικονομία της Αϊτής. Το αποτέλεσμα ήταν οι αγρότες ρυζιού της Αϊτής να μην μπορούν να ανταγωνιστούν την αμερικάνικη αγροτική βιομηχανία η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από των “Ιερέα της Ελεύθερης Αγοράς” Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Αυτό που ακολούθησε δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο. Το 1995 μια έκθεση του USAID ανέφερε ότι “οι εξαγωγές και η πολιτική επενδύσεων” – την οποία επέβαλλε η Ουάσινγκτον – θα “πιέσει αδυσώπητα την εγχώρια παραγωγή ρυζιού.” Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές διέλυσαν στην κυριολεξία ότι είχε απόμεινε από την οικονομία της Αϊτής και οδήγησαν τη χώρα στο χάος, το οποίο επιταχύνθηκε από τον τερματισμό της βοήθειας από την κυβέρνηση Μπους. Το Φεβρουάριο του 2004 οι δυο παραδοσιακοί βασανιστές της Αϊτής, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, υποστήριξαν ακόμη ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και εξόρισαν για ακόμη μία φορά τον πρόεδρο Aristide. Η Αϊτή είχε χάσει πλέον την ικανότητα να ταΐσει τον εαυτό της κάτι που άφηνε την χώρα εξαιρετικά ευάλωτη στον πληθωρισμό των τιμών και είχε ως αποτέλεσμα της κρίση πείνας του 2008.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ η ίδια σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Με μια στενή λογική θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η κρίση πείνας είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ενδιαφέροντος του δυτικού κόσμου. Η αλήθεια όμως είναι ότι οφείλεται κυρίως στην προσκόλληση του κράτους σε εταιρικές πολιτικές, το οποίο είναι μια λανθασμένη γενίκευση των θεωριών του Άνταμ Σμιθ. Αυτά είναι θέματα που εύκολα διαφεύγουν της προσοχής όπως επίσης είναι και το γεγονός ότι η χρηματοδότηση τραπεζών δεν είναι σε καμία περίπτωση το μέλημα των ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων οι οποίοι αναγκάζονται να ζούνε σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας, συμπεριλαμβανομένων και των δεκάδων εκατομμυρίων φτωχών οι οποίοι ζούνε σε αναπτυγμένες χώρες.

Στο περιθώριο της παραπάνω συζήτησης θα μπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε ένα επιπλέον γεγονός σχετικό με την οικονομική κρίση και την κρίση πείνας. Στην τελευταία ετήσια αναφορά του SIPRI, του σουηδικού ινστιτούτο της έρευνας για την ειρήνη, αναφέρεται ότι οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι υπέρογκες και συνεχίζουν να αυξάνονται. Οι ΗΠΑ σπαταλάει σε τέτοιες δαπάνες όσο όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί και είναι εφτά φορές μεγαλύτερες από τον δεύτερο στη σειρά που είναι η Κίνα.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 8/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Friday, October 2, 2009

Στρατιωτικοποιώντας την Λατινική Αμερική την Λατινική Αμερική
του Νόαμ Τσόμσκι

Σύμφωνα με τα λόγια του George Washington οι ΗΠΑ ιδρύθηκαν σαν μια «μικρή αυτοκρατορία». Η κατάκτηση της εθνικής κυριαρχίας ήταν μια αυτοκρατορική υπόθεση, παρόμοια με τη εξάπλωση του Μεγάλου Δούκα της Μόσχας. Από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης των ΗΠΑ, ο έλεγχος του δυτικού ημισφαιρίου ήταν πρωταρχικός στόχος. Οι φιλοδοξίες των ΗΠΑ μεγάλωσαν κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καθώς η Μεγάλη Βρετανία και οι άλλες μικρότερες ευρωπαϊκές αυτοκρατορικές δυνάμεις των προηγούμενων περιόδων είχαν αρχίσει να χάνουν τον έλεγχο. Οι σχεδιαστές της πολιτικής των ΗΠΑ συμπέραναν ότι η Αμερική θα έπρεπε να αποκτήσει «αδιαμφισβήτητη δύναμη» στο παγκόσμιο σύστημα συμπεριλαμβανομένου όχι μόνο του δυτικού ημισφαιρίου αλλά και της πρώην Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Άπω Ανατολής και αργότερα όσο μεγαλύτερου μέρους της Ευρασίας. Πρωταρχικός στόχος του ΝΑΤΟ ήταν να μπλοκάρει τυχόν κινήσεις ανεξαρτητοποίησης της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό έγινε ακόμη πιο εμφανή μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Το ΝΑΤΟ όχι μόνο δεν διαλύθηκε αλλά επεκτάθηκε σε αντίθεση με τις υποσχέσεις των ΗΠΑ στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ούτε μέχρι την Ανατολική Γερμανία και ότι «το ΝΑΤΟ θα μεταλλαχθεί από στρατιωτικό σε ένα περισσότερο πολιτικό οργανισμό». Φτάνοντας στο σήμερα θα λέγαμε ότι το ΝΑΤΟ είναι ένας παγκόσμιος οργανισμός παρέμβασης κάτω από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των ΗΠΑ. Είναι στη δικαιοδοσία του - που μόνο του δίνει στον εαυτό του - ο έλεγχος των πηγών ενέργειας, των μετακινήσεων ενεργείας και των θαλάσσιων διαδρομών. Η Ευρώπη είναι απλώς ένα πιστός ακόλουθος – συνεργάτης.


Καθ' όλη την παραπάνω ιστορική περίοδο, η Λατινική Αμερική κατείχε την πρώτη θέση στα σχέδια των ΗΠΑ για παγκόσμιο έλεγχο. Όταν η Ουάσινγκτον έκανε σχέδια για την ανατροπή της κυβέρνησης του Αλλιέντε στη Χιλη το 1971, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΠΑ της κυβέρνησης Nixon διατύπωνε την άποψη αν οι ΗΠΑ δεν καταφέρουν να ελέγξουν την Λατινική Αμερική «δεν μπορούν να έχουν την απαίτηση να επιτύχουν τον θεμιτό έλεγχο στον υπόλοιπο κόσμο». Το πολιτικό αυτό πρόβλημα έγινε εντονότερο τα τελευταία χρόνια κατά τα οποία έγινα επιτυχείς προσπάθειες ενοποίησης της Λατινικής Αμερικής πράγμα που ήταν απαραίτητο για την επιτυχή ανεξαρτητοποίηση των χωρών της. Επίσης οι παραδοσιακές, ευρωπαϊκής κυρίως καταγωγής ολιγαρχίες,. άρχισαν να χάνουν τον έλεγχο που διατηρούσαν για αιώνες.

Το πρόβλημα έφτασε στο έπακρο πριν ένα χρόνο όταν η Βολιβία, η φτωχότερη χώρα την Νότιας Αμερικής κατάφερε να εκλέξει πρόεδρο τον Έβο Μοράλες ο οποιος προέρχεται από τον αυτόχθονο πληθυσμό που αποτελεί και την πλειοψηφία του συνολικού πληθυσμού της Βολιβίας. Μετά την νίκη του Μοράλες στο δημοψήφισμα του 2008, στο οποίο συγκέντρωσε ποσοστό μεγαλύτερο αυτού του 2005, οι παραδοσιακές ολιγαρχίες της περιοχής υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ στράφηκαν στη βία. Το αποτέλεσμα ήταν η δολοφονία πολλών αγροτών υποστηρικτών του Μοράλες. Σε απάντηση στη σφαγή πραγματοποιήθηκε συνάντηση της UNASUR (Ένωση Δημοκρατιών της Νότιας Αμερικής). Τα μέλη του συμβουλίου - όλες οι χώρες της Νότιας Αμερικής - δήλωσαν «την υποστήριξή τους στη νόμιμη συνταγματική κυβέρνηση του Έβο Μοράλες που η εκλογή της έγινε από την μεγάλη πλειοψηφία της χώρας». Ο Μοραλες ευχαρίστησε την UNASUR δηλώνοντας «ότι για πρώτη φορά στην ιστορία της Νότιας Αμερικής, οι χώρες της περιοχής αποφάσισαν να επιλύσουν τα προβλήματά του χωρίς την παρουσία των ΗΠΑ».

Το παραπάνω γεγονός είναι ιστορικής σημασίας.

Επιπρόσθετες ενέργειες κάναν το πρόβλημα των σχεδιαστών εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ακόμα πιο έντονο. Μία από αυτές ήταν η απόφαση του προέδρου του Εκουαδόρ, Ραφαέλ Κορέα να τερματίσει την χρήση της Μάντα, μιας από τις τελευταίες αμερικάνικες βάσεις στην Λατινική Αμερική.

Τον Ιούλη του 2009 οι ΗΠΑ και η Κολομβία σύναψαν μυστική συμφωνία που επέτρεπε τη χρήση από τις ΗΠΑ εφτά στρατιωτικών βάσεων στην Κολομβία. Ο επίσημος λόγος ήταν να καταπολεμηθεί το εμπόριο ναρκωτικών και η τρομοκρατία. Αλλά όπως ανώτερα στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη της Κολομβίας δήλωσαν στο Associated Press (AP) ο πραγματικός λόγος της χρήσης των βάσεων είναι να γίνει η Κολομβία επίκεντρο για τις επιχειρήσεις των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή της Λατινικής Αμερικής. Από πλευράς της οι ΗΠΑ θα πρόσφεραν στην Κολομβία στρατιωτικό υλικό. Η Κολομβία έχει ήδη γίνει ο βασικός αποδέκτης στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ, την ίδια στιγμή που κατέχει μία από τις χειρότερες θέσεις όσον αφορά στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κεντρική Αμερική. Η ιδιαίτερη σχέση μεταξύ της στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ και της καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορες χώρες έχει από καιρού επισημανθεί και μελετηθεί από την επιστημονική κοινότητα.

Το AP επίσης έκανε αναφορά σε ένα έντυπο του Αμερικάνικου επιτελείου εναέριων επιχειρήσεων (Air Mobility Command) του 1999 το οποίο κατέγραφε ότι η βάση στο Palanquero στην Κολομβία μπορεί να γίνει το κέντρο από όπου εναέριες επιχειρήσεις μπορούν να πραγματοποιηθούν προς οποιαδήποτε μέρος της Λατινικής Αμερικής. Συγκεκριμένα το έγγραφό ανέφερε ότι ένα C-17 (στρατιωτικό μεταφορικό αεροπλάνο) που βρίσκεται στο Palanquero μπορεί να διασχίσει τη μισή Αμερικάνικη ήπειρο χωρίς να χρειαστεί ανεφοδιασμό.

Στης 28 Αυγούστου η UNASUR συναντήθηκε στο Bariloche της Αργεντινής. Το κύριο θέμα της συνάντησης ήταν οι στρατιωτικές βάσεις στην Νότια Αμερική. Μετά από έντονες εσωτερικές διαμάχες η τελική δήλωση ήταν ότι η Νότια Αμερική πρέπει να γίνει η «χώρα της ειρήνης» και καμία εξωτερική παρέμβαση δεν μπορεί να απειλεί την ειρήνη στην περιοχή. Επίσης αποφασίστηκε να μελετηθεί εκτενέστερα η αναφορά του Αμερικάνικου επιτελείου εναέριων επιχειρήσεων (Air Mobility Command). Δυστυχώς οι λεπτομέρειες της υλοποίησης αφέθηκαν για επόμενη συνάντηση.

Ο επίσημος λόγος της ύπαρξης των βάσεων που υποστηρίζουν οι ΗΠΑ κατακρίθηκε έντονα από τον πρόεδρο Μοράλες, που με το συνδικαλιστικό του παρελθόν στα συνδικάτα παραγωγών κόκας ήξερε καλά το θέμα. Ο Μοράλες ανάφερε ότι Αμερικάνοι στρατιώτες είχαν ανοίξει πολλές φορές πυρ εναντίον των μελών των συνδικάτων. Συγκεκριμένα είπε «τώρα που δεν μπορούν πλέον να μας αποκαλέσουν κομμουνιστές, μας αποκαλούν έμπορους ναρκωτικών και τρομοκράτες...η ιστορία της Λατινικής Αμερικής επαναλαμβάνεται».
Ο Μοράλες επίσης υποστήριξε ότι ο βασικός υπεύθυνος για τη βία στην Λατινική Αμερική είναι η κατανάλωση ναρκωτικών στις ΗΠΑ. Και αναρωτήθηκε αν θα γινόταν ποτέ αποδεκτό από τις ΗΠΑ η αποστολή στρατευμάτων της UNASUR με σκοπό να ελεγχθεί η κατανάλωση ναρκωτικών.

Η ρητορική ερώτηση του Μοράλες μπορεί να επεκταθεί. Φανταστείτε τι θα γινόταν αν η UNASUR, η Κίνα ή άλλες χώρες αποφάσιζαν να δημιουργήσουν στρατιωτικές βάσεις στο Μεξικό με την δικαιολογία να εξαλείψουν τους ρύπους που προέρχονται από την Νότια Καρολίνα και το Κεντάκι χρησιμοποιώντας θαλάσσιες και εναέριες δυνάμεις οι οποίες θα βοηθούσαν το οικολογικό αυτό εγχείρημα.

Η ιδέα και μόνο ότι εξωτερικές δυνάμεις θα ανακατευθούν με το ζήτημα των ρύπων στις ΗΠΑ ακούγεται γελοία και σίγουρα δεν περνάει από το μυαλό κανενός. Το γεγονός ότι οι δικαιολογίες των ΗΠΑ για τις επιχειρήσεις κατά του εμπορίου ναρκωτικών γίνεται αποδεκτές και πολλές φορές υποστηρίζονται και από άλλες χώρες αποδεικνύει ξεκάθαρα της αυτοκρατορική νοοτροπία των ΗΠΑ.

Ακόμα και αν αποδεχτούμε τα λεγόμενα των ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο να πάρουμε σοβαρά τους στόχους που θέτουν για το λεγόμενο «πόλεμο κατά των ναρκωτικών». Και αυτό γιατί πρώτον είναι αποδεδειγμένο ότι άλλες μέθοδοι όπως η πρόληψη και η θεραπεία είναι και αποτελεσματικότερες και φτηνότερες. Και δεύτερον διότι πολιτικές όπως η εγκληματικοποίηση της χρήσης, η καταστολή και ο πόλεμος έχουν αποτύχει εντελώς στο να λύσουν το πρόβλημα.

Το περασμένο Φεβρουάριο, η Επιτροπή Λατινικής Αμερικής για τα Ναρκωτικά και τη Δημοκρατία δημοσίευσε μία ανάλυση σχετικά με τον πόλεμο των ΗΠΑ κατά των ναρκωτικών. Η επιτροπή που αποτελείτε εκτός άλλων από τους πρώην προέδρους χωρών της Βραζιλίας (Fernando Cardoso), του Μεξικού (Ernesto Zedillo) και της Κολομβίας (César Gavíria) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» έχει αποτύχει εντελώς και πρότεινε αλλαγή πολιτικής και χρήση ειρηνικών μεθόδων. Η ανάλυση είχε την ίδια τύχη όπως και πολλές προηγούμενες επιστημονικές αναλύσεις. Κατέληξε στο καλάθι των αχρήστων. Το γεγονός ότι σημαντικές αναλύσεις δεν παίρνονται υπόψη αποδεικνύει περίτρανα ότι ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» όπως και ο πόλεμος κατά του εγκλήματος και της τρομοκρατίας αποτελούν απλώς μία φτηνή δικαιολογία που επιλέχτηκε περίτεχνα για να αποκρύψει τους πραγματικούς λόγους των παραπάνω πολέμων.

Η εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων στη Κολομβία αποτελεί μόνο ένα σκέλος της προσπάθειας των ΗΠΑ να επανακτήσουν την ικανότητα παρέμβασης στην Λατινική Αμερική. Συγχρόνως η αμερικάνικη στρατιωτική βοήθεια προς την Κολομβία έχει πολλαπλασιαστεί και τα στρατιωτικά γυμνάσια επικεντρώνονται περισσότερο στην εκπαίδευση πεζικού το οποίο μπορεί να δράσει κατά του λεγόμενου «επαναστατικού λαϊκισμού». Επίσης στο εσωτερικό των ΗΠΑ οι αποφάσεις περί στρατιωτικών εκπαιδεύσεων γίνεται πλέον από το Πεντάγωνο και όχι από το State Department πράγμα που δεν επιτρέπει καμία δημοκρατική αντίδραση στις αποφάσεις που λαμβάνονται.

Η στρατικοποίηση της Νότια Αμερικής είναι απλώς ένα κομμάτι του παγκόσμιου σχεδιασμού των ΗΠΑ. Στο Ιράκ υπάρχουν διάφορες στρατιωτικές βάσεις για τις οποίες δεν υπάρχει σχεδόν καμία πληροφορία για το ποιος είναι ο ρόλος τους. Στην Βαγδάτη η λεγόμενη πόλη – μέσα – στην – πόλη αμερικάνικη πρεσβεία όχι μόνο παραμένει αλλά η επιχορήγηση της αυξάνεται στα $1.8 δις το χρόνο. Η κυβέρνηση Ομπάμα συνεχίζει την κατασκευή γιγαντιαίων πρεσβειών στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν. Επίσης οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία απαιτούν η στρατιωτική βάση στο Diego Garcia, η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέως στους τελευταίους πολέμους των ΗΠΑ, να εξαιρεθεί από τη συμφωνία δημιουργίας ουδέτερης ζώνης πυρηνικών όπλων (nuclear-free-weapons zone, NFWZ) στην Αφρική. Το ίδιο συμβαίνει και για διάφορες αμερικάνικες βάσεις στον ειρηνικό. Φυσικά κανένας λόγος δεν γίνεται για δημιουργία τέτοιας ζώνης στην Μέση Ανατολή, πράγμα που θα μπορούσε να αποτελέσει λύση στα διπλωματικά προβλήματα με τον Ιράν. Η σημαντικότατη παγκόσμια υποστήριξη (μεγάλη υποστήριξη υπάρχει επίσης και στο εσωτερικό των ΗΠΑ) στη δημιουργία τέτοιας ζώνης στη Μέση Ανατολή ως συνήθως δεν παίρνετε υπόψη.

Παραφράζοντας τα λόγια του προέδρου Ομπάμα θα λέγαμε ότι «η παγκόσμια ειρήνη» δεν είναι μέσα «στις αλλαγές που θα μπορούσατε να πιστεύετε ότι είναι εφικτές».


Noam Chomsky
chomsky.info, August 30, 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 2/10/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Thursday, September 3, 2009

Μεταξύ θρησκευτικής και δημοκρατικής νομιμότητας - Οι κλεμμένες εκλογές στο Ιράν
του Ahmad Salamatian

Η αντίδραση σε μια δεύτερη εκλογική νίκη του προέδρου Ahmadinejad και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εκλογική διαδικασία έφερε στην επιφάνεια πολλές πτυχές της Ιρανικής κοινωνίας. Παρόλα τη δύναμη του Ανωτέρου Ηγέτη του Ιράν, η δυναμικότητα της αντίδρασης από την αντιπολίτευση προκάλεσε σεισμικό σοκ στην καρδιά του καθεστώτος.


Ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιραν, Ayatollah Ali Khamenei, απευθύνθηκε στα μέλη της κυβέρνησης εννιά μήνες πριν της εκλογές της 12ης Ιουνίου λέγοντας τα εξής: «Μην συμπεριφέρεστε σαν η διακυβέρνηση σας θα διαρκέσει για μερικούς ακόμη μήνες. Προετοιμάστε τους εαυτούς σας για μια ακόμη πενταετία διακυβέρνησης».

Ο Khamenei έδειξε χωρίς δισταγμό με την παραπάνω δήλωση ότι ο προστατευόμενος του Mohammed Ahmadinejad, πρέπει να κυβερνήσει για ακόμα μια πενταετία. Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα την ευθύνη που φέρει για την κρίση στο Ιράν. Αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό από την απόφασή του να εκμεταλλευτεί την εξουσία του, να εκδιώξει του αντιπάλους του – ακόμη και αυτούς που κατείχαν θέσεις εξουσίας – και να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις.

Οι εκλογές του 2005 ήταν το σημείο εκκίνησης. Με το τελείωμα της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του μεταρρυθμιστή Mohammed Khatami’s, ο λαός του Ιράν είχε αρχίσει να αποκόπτεται από την επιρροή του Ανώτατου Ηγέτη. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Khatami είχαν γίνει βήματα προς την φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας αλλά η κυβέρνηση είχε επιδείξει αδυναμία στο να επιλύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας.

Οχτώ υποψήφιοι πρόεδροι εξουσιοδοτήθηκαν να λάβουν μέρος στις εκλογές του 2005 και παρόλο το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής (62.8%) κανένας δεν κατάφερε να συγκέντρωση απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο. Αυτό σήμαινε ένα δεύτερο γύρο εκλογών, πράγμα πρωτόγνωρο στις Ιρανικές εκλογικές αναμετρήσεις. Ο Ahmadinejad, τότε δήμαρχος της Τεχεράνης είχε συγκεντρώσει μόνο 5.7 εκατομμύρια ψήφους σε συνολικό αριθμό 29.4 εκατομμυρίων που καταμετρήθηκαν στον πρώτο γύρο. Αλλά στο δεύτερο γύρο κατάφερε να νικήσει τόσο τους μεταρρυθμιστές, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, όσο και τον πρώην πρόεδρο Ali Akbar Hashemi Rafsanjani.

Ο Ahmadinejad υποσχέθηκε μια καινούργια αρχή στο εκλογικό σώμα. Αυτό δεν ήταν ποτέ πολύ πιθανό αν πάρεις υπόψη σου την υποστήριξη που είχε από τις στρατιωτικές δυνάμεις, τις δυνάμεις ασφαλείας του Ιράν, την μηχανή προπαγάνδας και από την υποστήριξη του Ανώτατου Ηγέτη καθώς και τον φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της θρησκευτικής εξουσίας. Αλλά η λαϊκίστικη ρητορική του, που επικεντρώθηκε σε ρητορείες περί δικαιοσύνης, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Επίσης η επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράκ το 2003 είχε ενεργοποιήσει εθνικιστικά και ξενοφοβικά αισθήματα στο λαό του Ιράν, τα οποία ωφέλησαν τον Ahmadinejad.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η στρατηγική του Ahmadinejad ήταν ξεκάθαρη. Προσπαθούσε να μπλοκάρει την ανάπτυξη του πρώην συμμαχου του Ανώτατου Ηγέτη, Rafsanjani, ο οποίος είχε γίνει ενοχλητικός για το καθεστώς. Αλλά η επιθετική ρητορική και η λανθασμένη οικονομική πολίτικη του Ahmadinejad είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια τεράστια συμμαχία εναντίον του που ήταν ικανή να κερδίσει της επερχόμενες εκλογές. Τα μέλη της συμμαχίας προερχόταν από όλα τα επίπεδα της Ιρανικής κοινωνίας – από τις ανώτερες τάξεις μέχρι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Και όταν ο Khatami επανήλθε στην επιφάνεια της πολιτικής σκηνής, καλωσορίστηκε με ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του Μαρτίου στις Ιρανικές επαρχίες του νότου. Αλλά ο κρατικός τύπος ξεκίνησε μια ανεπανάληπτη καμπάνια εναντίον του : o εκδότης του Kayhan, που είναι προσωπικός αντιπρόσωπος του Μεγάλου Ηγέτη προέβλεπε ότι ο Khatami θα έχει την ίδια μοίρα με αυτή της Benazir Bhutto η οποία δολοφονήθηκε στο Ιράν πριν τις εκλογές. Αντιμέτωπος με αυτές τις απειλές, τις οποίες ο Μεγάλος Ηγέτης αρνήθηκε να καταδικάσει ο Khatami αποσύρθηκε.

Στο μεταξύ, όταν οι δύο συντηρητικοί και φιλικοί προς τον Khamenei – ο Mohammad Ghalibaf δήμαρχος της Τεχεράνης και Ali Larijani, ομιλητής του κοινοβουλίου, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στις εκλογές του 2005 – έδειξαν σημάδια ανόδου για τις επερχόμενες εκλογές ήρθαν σε απευθείας κόντρα με τον Μεγάλο Ηγέτη.


Επιστροφή από το παρασκήνιο

Ο δρόμος ήταν τώρα ανοικτός για τον Mir-Hossein Mousavi για να επανεμφανιστεί στο πολιτικό σκηνικό. Ο Mousavi ο οποίος ήταν πρωθυπουργός από το 1981 έως το 1989 παρουσίασε τον εαυτό του ως μετριοπαθή υποψήφιο «ένας μεταρρυθμιστής με σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες» της Ισλαμικής επανάστασης. Επιδίωξη του ήταν να ενώσει όχι μόνο τους μεταρρυθμιστές αλλά και τους οπαδούς της Osoulgarayan οι οποίοι ήταν αντίθετοι σε μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Ahmadinejad.

Έχοντας κυβερνήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράκ και έχοντας ενεργή ανάμιξη στις αποφάσεις στις αρχές της Ισλαμικής επανάστασης, κανένας δε μπορούσε να τον κατηγορήσει ως φιλοδυτικό φιλελεύθερο. Οι ΗΠΑ τον είχαν κατηγορήσει ότι χρηματοδότησε της επίθεση κατά της αμερικανικής βάσης στη Βυρρητό το 2003, η οποία είχε καταλήξει σε 240 θανάτους. Παρόλα αυτά ο Mousavi έχει ωριμάσει και – όπως πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Ισλαμικής επανάστασης του 1978-79 – πιστεύει ότι το καθεστώς πρέπει να δείξει ανοχή σε αλλαγές.

Ο Ανώτατος Ηγέτης από την άλλη είχε αντίθετη στάση. Οχτώ μέλη από το δωδεκαμελής Συμβούλιο των Φρουρών το οποίο είναι υπεύθυνο για την επιλογή «αποδεκτών» υποψηφίων για τις προεδρικές εκλογές υποστήριξαν τον Ahmadinejad και έντεχνα καθυστέρησαν την εκλογή των υπόλοιπων υποψηφίων. Το αποτέλεσμα αυτής της καθυστέρησης ήταν να περιορίσουν σημαντικά το χρόνο για προεκλογική καμπάνια των αντιπάλων του Ahmadinejad.

Στο μεταξύ ο Ahmadinejad περιόδευε σε όλη τη χώρα για μήνες, έχοντας ξεκάθαρη υποστήριξη από τον τύπο όπως επίσης και από τον Ανώτατος Ηγέτη και επίσης έχοντας και κρατική χρηματοδότηση. Το Συμβούλιο των Φρουρών ανακοίνωσε τους υπόλοιπους υποψηφίους μόλις μία μέρα πριν την λήξη της νόμιμης προθεσμίας. Τέσσερις υποψήφιοι επιλέχτηκαν, όλοι τους άντρες, σε σύνολο 475, 42 από τους οποίους ήταν γυναίκες.

Οι αρχιτέκτονες του παραπάνω σχεδίου πίστευαν ότι τα είχαν κανονίσει όλα. Άφησαν δύο μεταρρυθμιστές υποψηφίους – το Mousavi και τον Mehdi Karroubi – πιστεύοντας ότι θα αναιρέσει ο ένας τον άλλο. Επίσης στην εκλογική αναμέτρηση συμμετείχε και ο συντηρητικός Mohsen Rezai, πρώην ηγέτης της Επαναστατικής Φρουράς ο οποίος συμμετείχε στις εκλογές ως ανεξάρτητος.

Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε επίσημα στο Ιράν η προεκλογική περίοδος η οποία κράτησε 22 μέρες, η οποία θα αναποδογύριζε τελικά τα σχέδια των οργανωτών της και θα προκαλούσε σεισμικό σοκ στη καρδιά του καθεστώτος. Πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου τα κρατικά μέσα ενημέρωσης – τηλεόραση και ραδιόφωνο – δεν είχαν δώσει καθόλου χρόνο ομιλίας στους μεταρρυθμιστές υποψηφίους. Αυτό φυσικά δεν απέτρεψε τα κανάλια από το να κατηγορούν τους μεταρρυθμιστές σε κάθε ευκαιρία. Φυσικά δικαίωμα απάντησης από πλευράς των μεταρρυθμιστών δεν υπήρχε μιας και ήταν αποκλεισμένοι από τα κανάλια. Στην προσπάθεια των μέσων να επηρεάσουν την προεκλογική καμπάνια τα μέσα επέτρεψαν την διεξαγωγή πολιτικού debate. Οι παραγωγοί του προγράμματος έδωσαν στους υποψηφίους ξεχωριστά λογότυπα το χρώμα των οποίων επιλέχτηκε τυχαία. Ο Mousavi είχε το πράσινο χρώμα.

Κατά τη διάρκεια των τηλεοπτικών προγραμμάτων η όλη διαδικασία ξέφυγε από τον έλεγχο των οργανωτών της. Ο Ahmadinejad επέλεξε της επίθεση ώς τη καλύτερη μορφή άμυνας. Δέκα εκατομμύρια Ιρανών παρακολούθησαν τα debates, τα οποία ήταν οι πιο έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις που είχαν παρακολουθήσει. Κατηγορίες για διαπλοκή και διαφθορά εξαπολύθηκαν κατά των ανώτατων ηγετών και ο πρόεδρος κατηγορήθηκε ως ψεύτης. Ο Ahmadinejad κατηγόρησε ανοιχτά τον Rafsanjani, προτρέποντας τον να γράψει γράμμα διαμαρτυρίας προς τον Ανώτατο Ηγέτη.

Τα debates φανέρωσαν το βαθμό στον οποίο οι Ιρανική κοινωνία διψάει για ελευθερία. Φάνηκε σαν να υπάρχει μία επερχόμενη δημοκρατική αλλαγή στην Ιρανική κοινωνία. Η επιθετική ρητορική και οι σύνηθες επίσημες ανακοινώσεις ξαφνικά ακούστηκαν σαν κραυγές για αλλαγή. Ο Ahmadinejad παρουσίασε οικονομικές αναλύσεις τις οποίες οι αντίπαλοι του χαρακτήρισαν ως κατασκευασμένες.

Οι αντίπαλοι του Ahmadinejad κατάφεραν να αναφερθούν σε ζητήματα όπως ο πληθωρισμός, η ανεργία και η κατεστραμμένη Ιρανική οικονομία. Η ένταση των debates δημιούργησε επιδιώξεις για εκπλήξεις στις επερχόμενες εκλογές. Αυτό προκάλεσε απειλή προς το Ανώτατο Ηγέτη και επίσης έκανε εμφανή μια βασική αντίφαση του Ισλαμικού καθεστώτος – την αντιθετική φύση της θρησκευτικής και δημοκρατικής νομιμότητας. Αυτό παρουσιάστηκε με επιτυχία σε μια γελοιογραφία της International Herald Tribune στης 24 Ιουνίου. Κάτω από την επικεφαλίδα «Η εξήγηση της Θεοκρατίας» έδειχνε τον Ayatollah Khamenei να λέει στους ψηφοφόρους: «Εσείς ψηφίζετε, ο Θεός αποφασίζει».


Η απεριόριστη εξουσία της θρησκευτικής ηγεσίας

Το 1979 το αρχικό σχέδιο του συντάγματος το οποίο γράφτηκε από την συνταγματική επιτροπή προέβλεπε ότι η προεδρική εξουσία θα προέρχεται από λαϊκή πλειοψηφία (άρθρο 6). Αλλά στο όνομα της θεϊκής κυριαρχίας η επιτροπή, της οποίας τα μέλη ήταν κυρίως κληρικοί – επέβαλε έναν ελεγκτικό ρόλο προερχόμενο από τη θρησκευτική ηγεσία (velayat-e faqih ή Φρούρηση της Ισλαμικής Νομοτέλειας) (άρθρο 5). Τα στοιχεία του προεδρικού ρόλου τα οποία θα επέτρεπαν της αυθεντική άσκηση εξουσίας από τον πρόεδρο εκτοπίστηκαν από το ρόλο του Ανώτατου Ηγέτη, μιας θρησκευτικής φιγούρας που κατέχει απόλυτο έλεγχο πάνω στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία (άρθρο 57).

Ο Ανώτατος Ηγέτης είναι αυτός ο οποίος ορίζει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό του Ιράν. Είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Έχει την εξουσία να κηρύξει πόλεμο και να διατάξει γενική κατάταξη. Αποφασίζει πότε να διεξάγει δημοψηφίσματα και αποφασίζει για το πια θα είναι τα μέλη του Συμβουλίου των Φρουρών. Είναι υπεύθυνος για τη δικαστική εξουσία και διευθυντής του οργανισμού που διοικεί τα κρατικό μονοπώλιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Είναι ο διοικητής της Επαναστατικής Φρουράς και των σωμάτων ασφαλείας. Καθοδηγεί τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) και αποφασίζει σε περίπτωση που υπάρχουν αντιδικίες μεταξύ τους. Σε ειδικές περιπτώσεις η εξουσία του μπορεί να υπερβεί και το ίδιο το Σύνταγμα. Ως εκπρόσωπος του Θεού στη γη η εξουσία του Ανώτατου Ηγέτη είναι απεριόριστη.

Ο πρόεδρος του Ιράν αν και είναι το δεύτερο πιο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο περιορίζεται μόνο σε θέματα καθημερινής ζωής και είναι υπεύθυνος για τις οικονομικές και κοινωνικές υποθέσεις του κράτους. Και ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις του ελέγχονται από το Ανώτατο Ηγέτη και από τα μη-εκλέξιμες επιτροπές οι οποίες είναι και αυτές υπό τον έλεγχο του Ανώτατου Ηγέτη.

Παρόλο αυτά η εκλογική πλειοψηφία δίνει στο πρόεδρο τη δημοκρατική νομιμότητα. Σαν αποτέλεσμα η σημασία των προεδρικών εκλογών που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια είναι μεγαλύτερη και δεν περιορίζεται μόνο στην εκλογή προέδρου. Επιτρέπουν την έκφραση της λαϊκής βούλησης παρόλο που μπορεί να είναι περιορισμένες και καθοδηγούμενες. Η αντίφαση της νομιμότητας μεταξύ δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας και των πολιτικό-θρησκευτικών θεσμών του κράτους είναι η πηγή του δράματος που ξετυλίγεται αυτή τη στιγμή στο Ιράν.

Το Φεβρουάριο του 1979, στην αρχή της επανάστασης, ο Abolhassan Bani-Sadr εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της Ιρανικής δημοκρατίας. Υπήρχαν 95 υποψήφιοι. Μια αντιπαράθεση με τον Ayatollah Ruhollah Khomeini οδήγησε στην καθαίρεσή του τον Ιούνιο του 1981 σε συγκυρίες παρόμοιες με τις σημερινές. Για τις δύο επόμενες προεδρικές θητείες (1981-1989), πρόεδρος εξετέλεσε ο σημερινός ανώτατος ηγέτης Ali Khamenei. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατά την οποία είχαμε και το πόλεμο μεταξύ Ιράν – Ιρακ ο Khomeini επέβαλλε αποτελεσματικά τον ρόλο του πρωθυπουργού στον Mousavi και καθιέρωσε τον Khamenei στο ρόλο του προέδρου.

Ο Khomeini του οποίου η θρησκευτική εξουσία ήταν αναμφισβήτητη πέθανε το 1989. Η επιλογή του νέου Ανώτατου Ηγέτη αποτελούσε πρόβλημα. Ο Ali Khamenei, που ήταν hodjatoleslam, προάχθηκε σε Αγιατολαχ μέσα σε μία νύχτα. Κάτι τέτοιο μπορεί να παρομοιαστεί με την προαγωγή ενός καθολικού ιερέα σε πάπα μέσα σε 24 ώρες. Η εξέλιξη αυτή του Khamenei οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Rafsanjani, ο οποίος πήρε το ρόλο του προέδρου.

Οι επόμενες δύο προεδρικές θητείες (1989-97) όπου πρόεδρος ήταν ο Rafsanjani δεν ήταν χωρίς διαμάχες για την εξουσία οι οποίες όμως δεν οδήγησαν σε σοβαρές κρίσεις. Ο περιορισμός του αριθμού των επιλεγμένων υποψηφίων και το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς επιλέχθηκαν μόνο για να εμφανιστούν στα ψηφοδέλτια είχε ως αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής να μειωθεί δραστικά.

Το 1997 όμως το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε στο 79,9%. Ο Mohammad Khatami που κατέβηκε στις εκλογές ως μεταρρυθμιστής νίκησε τον υποψήφιο που υποστήριζε ο Ανώτατος Ηγέτης. Ήταν μια νίκη που κανένας στη Μέση Ανατολή, όπου μόνο ο επίσημος υποψήφιος κερδίζει, δε μπορούσε να φανταστεί. Στο Ιράν το αποτέλεσμα των εκλογών έφερε στην επιφάνεια τη διαμάχη μεταξύ θρησκευτικής και δημοκρατικής εξουσίας.

Κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του Khatami, οι προσπάθειές του για μεταρρυθμίσεις συνάντησαν εμπόδια από τον Μεγάλο Ηγέτη, ο οποίος έβλεπε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ως απειλή στη δικιά του προσωπική εξουσία. Έτσι το 2005 η λύση ήταν να προωθηθεί ο υποστηριζόμενος από τον Khamenei υποψήφιος, Ahmadinejad. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιρανικής δημοκρατίας χρειάστηκε δεύτερος γύρος εκλογών. Αποτέλεσμα της διάσπασης των μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων και της λαϊκής απόρριψης προς τον Rafsanjani, ο υποστηριζόμενος από τον Ανώτατο Ηγέτη Ahmadinejad βγήκε στην κορυφή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, παρά τις αντιρρήσεις κάποιων από τους συμβούλους του ο Khamenei αποφάσισε να υποστηρίξει για ακόμη μία φορά τον Ahmadinejad.


Απίθανα εκλογικά αποτελέσματα

Στης 12 Ιουνίου, τα εκλογικά κέντρα ήταν γεμάτα κόσμο και όλα έδειχναν ότι η εκλογική διαδικασία θα πραγματοποιηθεί ειρηνικά. Στις 5μ.μ όμως και πριν τα εκλογικά κέντρα κλείσουν ο επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας της Τεχεράνης ανακοίνωσε στην τηλεόραση ότι δυνάμεις των σωμάτων ασφαλείας θα αναπτυχθούν. Αμέσως οι εκπρόσωποι των υπολοίπων υποψηφίων απομακρύνθηκαν από τα εκλογικά κέντρα και από τις τοποθεσίες όπου η καταμέτρηση των ψήφων θα λάβαινε χώρα. Οι συντονισμένες πορείες διαμαρτυρίας των τριών υποψηφίων (εκτός του Ahmadinejad) δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Σιγή κυρίευσε το υπουργείο εσωτερικών από όπου αναμενόταν να ανακοινωθούν τα εκλογικά αποτελέσματα. Στο μεταξυ τα πρακτορεία τύπου που υποστήριζαν τον Ahmadinejad, όπως το Fars άρχισαν να ανακοινώνουν απίθανα αποτελέσματα. Λίγο αργότερα όταν το υπουργείο εσωτερικών επιβεβαίωσε τα παραπάνω αποτελέσματα όλοι έμειναν άφωνοι. Τα αποτελέσματα τότε άρχισαν να ανακοινώνονται σε μπλοκ των 2 εκατομμυρίων ψήφων, χωρίς καμία αναφορά στις περιοχές του Ιράν από τις οποίες προέρχονταν τα αποτελέσματα αυτά. Νωρίς το επόμενο πρωί της 13 του Ιούνη, μετά από πολλές ώρες σιωπής, τα αποτελέσματα άρχισαν να ανακοινώνονται σε μπλοκ των 5 εκατομμυρίων. Όλα τα αποτελέσματα ανακοινωνόταν αρχικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστήριζαν τον Ahmadinejad πριν ανακοινωθούν επίσημα από το υπουργείο εσωτερικών.

Καθώς ο συνολικός αριθμός των καταμετρημένων ψήφων αυξήθηκε στα 39 εκατομμύρια (ποσοστό 85%), τα ποσοστά που αντιστοιχούσαν στους υποψηφίους δεν άλλαξαν καθόλου τη διάρκεια μίας νύχτας. Με άλλα λόγια, σε όλη τη επικράτεια του Ιράν, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, τα ποσοστά του κάθε υποψηφίου δεν μεταλλάχτηκαν καθόλου. Για τις επόμενες 10 ημέρες δεν ανακοινώθηκαν καθόλου ποσοστά ανά γεωγραφική επαρχία του Ιράν.

Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, ο Ahmadinejad συγκέντρωσε 24,527,516 ψήφους (62,63%). Με άλλα λόγια, μετά από τέσσερα χρόνια κυβερνητικής θητείας και έχοντας ακολουθήσει μια εντελώς αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, κατάφερε να αυξήσει το εκλογικό ποσοστό του κατά 5.75 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με αυτό που είχε συγκεντρώσει στο πρώτο γύρο των εκλογών του 2005. Αντίθετα ο εκλογικός του αντίπαλος Mehdi Karroubi συγκέντρωσε μόλις 333,635 ψήφους, 15 φορές λιγότερους από αυτούς που είχε συγκεντρώσει το 2005. Ακόμα και οι Ιρανικές αρχές ανάφερα «παρατυπίες» ως αναφορά σε 3 εκατομμύρια ψήφους.


Εκλογές θαύμα

Αυτοί οι οποίοι υποψιαζόντουσαν ότι μαζική νοθεία είχε λάβει χώρα στις εκλογές του Ιούνη δεν διαψεύσθηκαν. Σύμφωνα με έρευνα του Chatham House του Λονδίνου, σε δύο επαρχίες του Ιράν ο αριθμός των ψήφων που ανακοινώθηκαν ξεπερνούσε τον συνολικό αριθμό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Για να επιτύχει νίκη σε τέτοιο βαθμό ο Ahmadinejad θα έπρεπε να συγκεντρώσει όχι μόνο τους ψήφους των συντηρητικών και των κεντρώων ψηφοφόρων αλλά και περίπου τους μισούς ψήφους των μεταρρυθμιστών στο ένα τρίτο των επαρχιών του Ιράν. Επίσης σε αντίθεση με την γνώμη που διατυπώθηκε από πλευράς Ahmadinejad, οι συντηρητικοί υποψήφιοι λάμβανε λιγότερους ψήφους στις αγροτικές περιοχές σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών (1997, 2001, 2005).

Η μελέτη του Chatham House έδειξε επίσης ότι οι συντηρητικοί συνηθίζουν να έχουν χειρότερα αποτελέσματα σε περιοχές της χώρας όπου υπάρχουν μειονότητες, οι οποίες συνήθως δεν εμπιστεύονται την κεντρική εξουσία. Αυτό επιπρόσθετα με τα παραπάνω κάνει τη πλειοψηφία που έλαβε ο Ahmadinejad να φαίνεται ως θαύμα. Γενικότερα η εργατική τάξη του Ιράν υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη τάξη από την οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο Ahmadinejad, η οποία οδήγησε σε πληθωρισμό 20% και μαζική ανεργία, η οποία έπληξε σε μεγαλύτερο βαθμό τις νεότερες γενιές.

Την επομένη των εορτασμών της νίκης του Ahmadinejad και των συγχαρητηρίων από τον Ανώτατο Ηγέτη, εκατομμύρια διαδηλωτών στη Τεχεράνη όπως και στην υπόλοιπη χώρα βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν για αυτό που πίστευαν ως κλεμμένες εκλογές. Αυτές οι διαδηλώσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κυρίως από κόσμο των μεσαίων τάξεων του Ιράν θα ήταν ίσως πιο προβληματικές αν στην εξουσία των ΗΠΑ ήταν ακόμη η κυβέρνηση Bush της οποίας η επιθετική ρητορική και η άνευ όρων υποστήριξη της προς το Ισραήλ θα έκανε την κατάσταση εντονότερη. Από την άλλη η επιθυμία του Barack Obama για διάλογο με το Ιράν απελευθέρωσε τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις του Ιράν που σε άλλη περίπτωση θα φοβούνταν τις αντιδράσεις των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ηγέτες ο Barack Obama κατάφερε να κρατήσει ισορροπία μεταξύ ανάμειξης στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας και καταγγελίας της κρατικής καταστολής που ακολούθησε.

Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης θα επηρεάσει όχι μόνο το καθεστώς της Τεχεράνης αλλά και το μέλλον της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η σκλήρυνση της πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας είναι πιθανό να οδηγήσει σε πιο σκληρή αντιμετώπιση ολόκληρης της Δύσης και να καταστήσει ένα πιθανό διάλογο μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης ακόμη πιο δύσκολο.

Ahmad Salamatian

Tuesday, September 1, 2009

Η εποχή της παρωδίας : Ελευθερία και Δημοκρατία στα μέσα του 2009
του Νόαμ Τσόμσκι

Ο Ιούνης του 2009 σημαδεύτηκε από ένα αριθμό σημαντικών γεγονότων συμπεριλαμβανομένων και δύο εκλογικών αναμετρήσεων στη Μέση Ανατολή, η μία στο Λίβανο και η άλλη στο Ιράν. Οι αναμετρήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και οι αντιδράσεις σε αυτές ιδιαίτερα διδακτικές.


Εκλογές στο Λίβανο

Οι εκλογές στο Λίβανο χαιρετήθηκαν με περισσή εφορία. Ο αρθρογράφος των New York Times, Thomas Friedman διαχυτικά εκφραζόμενος ισχυρίστηκε ότι «είμαι ένας λάτρης ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» και συνέχισε λέγοντας πως «ευφραίνει τη καρδιά μου» αυτό που συμβαίνει στο Λίβανο. Είναι μια εκλογική αναμέτρηση η οποία «ήταν όντως ελεύθερη και δίκαια και όχι σαν αυτή που θα παρακολουθήσετε στο Ιράν όπου μόνο υποψήφιοι αποδεχόμενοι από τον Ανώτατο Ηγέτη μπορούν να συμμετάσχουν. Όχι, στο Λίβανο οι εκλογές είναι καθαρές και τα αποτελέσματα συναρπαστικά, ο πρόεδρος Barack Obama νίκησε το πρόεδρο του Ιραν Mahmoud Ahmadinejad». Συνεχίζοντας πρόσθεσε «η καθαρή πλειοψηφία των Λιβανέζων -- Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Δρούζοι -- υπερψήφισαν στις 14 Μαρτίου τον σχηματισμό που ηγείται ο Saad Hariri», που υποστηρίχτηκε ανοικτά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και που είναι γιος του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού Rafik Hariri, με τέτοιο τρόπο «ώστε όλοι οι οποίοι πήραν μέρος τις εκλογές να έχουν της ηθική υποχρέωση να παραδεχτούν ότι ο συνασπισμός του Rafik Hariri είναι η κυβέρνηση που ο λαός του Λιβάνου θέλει. Και η κυβέρνηση αυτή υπακούει μόνο στο λαό του Λιβάνου και όχι στο Ιράν ή τη Συρία και δεν εκλέχτηκε για να πολεμήσει ενάντια του Ισραήλ». Και συνεχίζοντας ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει να δώσουμε και τα συγχαρητήρια μας στον Πρόεδρο Μπους για αυτές τις πετυχημένες και ελεύθερες εκλογές: «Χωρίς τον George Bush, που αντιστάθηκε στις Συρία το 2005 και την ανάγκασε να τραβηχτεί έξω από το Λίβανο μετά τη δολοφονία του Hariri, αυτές οι ελεύθερες εκλογές δε θα είχαν συμβεί. Ο κύριος Bush συνέβαλε στο να δημιουργηθεί έφορο έδαφος και στη συνέχεια ο κύριος Obama συνέβαλε στο να διατηρηθεί η ελπίδα».

Δύο μέρες μετά οι απόψεις του Friedman επαναλήφθηκαν από τον αντιπρόσωπο του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και πρώην υψηλά ιστάμενο των κυβερνήσεων Reagan και Bush I, Eliott Abrams. Με τίτλο «Ο Θρίαμβος του Λιβάνου και η Παρωδία του Ιράν» ο Abrams σύγκρινε «τα δίδυμα πειράματα [των ΗΠΑ] να διαδώσουν τη δημοκρατία στο Μουσουλμανικό κόσμο». Το μάθημα είναι ξεκάθαρο, «αυτό που οι ΗΠΑ θα πρέπει να προωθούν δεν είναι απλώς εκλογές, αλλά ελεύθερες εκλογές και το τεστ στο Λίβανο ήταν άκρως πετυχημένο...η πλειοψηφία των Λιβανέζων δεν πίστεψε τις δηλώσεις της Hezbollah που ισχυριζόταν ότι δεν είναι μία τρομοκρατική οργάνωση αλλά ένα εθνικό – απελευθερωτικό κίνημα. Οι Λιβανέζοι ψηφοφόροι είχαν την ευκαιρία και ψήφισαν κατά της Hezbollah».

Παρόμοιες αντιδράσεις υπήρχαν σε όλο το φάσμα του πολιτικού κατεστημένου. Παρόλο αυτά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως παρουσιάζονται.

Η μεγαλύτερη φωνή διαφωνίας στις παραπάνω αντιδράσεις δε μπορεί παρά να είναι το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα που αποκρύφτηκε επιδέξια στις ΗΠΑ. Ο συνασπισμός της Hezbollah στις 8 Μαρτίου επικράτησε. Η διαφορά ήταν περίπου ίδια με την οποία ο πρόεδρος Obama επικράτησε του Μακ Κειν το Νοέμβριο του 2008. Σύμφωνα με το υπουργείο εσωτερικών περίπου το 54% των ψηφοφόρων υπερψήφισε το συνασπισμό της Hezbollah. Έτσι σύμφωνα με τα επιχειρήματα των Friedman-Abrams θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Ahmadinejad νίκησε τον πρόεδρο Obama και πως η «ηθική εξουσία» ανήκει στη Hezbollah και ότι «η πλειοψηφία των Λιβανέζων...άρπαξε την ευκαιρία» να αρνηθεί να παρασυρθεί από την προπαγάνδα της Ουάσινγκτον.

Όπως αρκετοί άλλοι οι Friedman και Abrams αναφέρονται στους αντιπροσώπους που εξελέγησαν στο κοινοβούλιο. Οι αριθμοί αυτοί παράγονται απο το εκλογικό σύστημα το οποίο μειώνει δραστικά τις έδρες που αντιστοιχούν σε σέκτες που παραδοσιακά υποστηρίζουν τη Hezbollah και τη συμμαχία Amal, όπως οι Σιίτες. Αλλά όπως ένα σοβαρός πολιτικός αναλυτής παρατήρησε, το πολιτικό σύστημα υπονομεύει τις «ελεύθερες και δίκαιες εκλογές». Ο Assaf Kfoury παρατηρεί ότι το πολιτικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια σε μη-σεχταριστικά κόμματα και θέτει περιορισμούς στο να εδραιωθούν σοσιαλο-οικονομικές πολιτικές. Επιπλέον, χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης ήταν η μαζική εξωτερική παρέμβαση, η χαμηλή συγκέντρωση ψηφοφόρων και η έντονη ψηφοθηρία. Έτσι στη Βυρρητο, στην οποία κατοικεί περισσότερο από το μισό του πληθυσμού -- περισσότεροι από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος -- οι ψηφοφόροι δε μπορούσαν να ψηφίσουν αν δεν επέστρεφαν στις απομακρυσμένες περιοχές καταγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγάλο μέρος των εργατών και των χαμηλότερων τάξεων να αποκλειστεί έμμεσα από την εκλογική διαδικασία.


Εκλογές στο Ιράν

Από την άλλη στο Ιράν τα εκλογικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο εσωτερικών στερούνται αξιοπιστίας αρχικά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ανακοινώθηκαν και σε δεύτερο βαθμό από τα ίδια τα αποτελέσματα. Μια μαζικότατη λαϊκή διαμαρτυρία ακολούθησε η οποία καταστάλθηκε με βίαιο τρόπο από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις που ελέγχονται κατά κόρο από τους κληρικούς. Είναι πιθανόν ο Ahmadinejad να είχε κερδίσει την πλειοψηφία αν γινόταν διαφανής καταμέτρηση των ψήφων. Φαίνεται όμως πως η θρησκευτική ηγεσία του Ιράν δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει αυτό το ρίσκο. Ο απεσταλμένος Reese Erlich ο οποίος έχει μεγάλη πείρα στις λαϊκές εξεγέρσεις αναφέρει πως «είναι ένα αυθόρμητο ιρανικό πλήθος που αποτελείτε από φοιτητές, εργάτες, γυναίκες και μεσοαστούς» -- και πιθανόν από μεγάλη μερίδα του αγροτικού πληθυσμού. Ο Eric Hooglund, ένας σεβαστός ακαδημαϊκός και μελετητής του αγροτικού πληθυσμού του Ιράν υποστηρίζει ότι η άποψη που θέλει τον αγροτικό πληθυσμό του Ιράν να υποστηρίζει μαζικά τον Ahmadinejad είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με μελέτες του υπάρχουν περιοχές όπου οι υποστηρικτές του Mousavi υπερτερουν αριθμητικά αυτούς του Ahmadinejad.
Είναι αρκετά απίθανο οι διαδηλώσεις να βλάψουν το θρησκευτικο-στρατιωτικό καθεστώς του Ιραν αλλά όπως ο Erlich παρατηρεί «θα βάλουν τον σπόρο για επερχόμενους αγώνες.»

Όπως ακριβώς και στο Λίβανο έτσι και στο Ιράν το εκλογικό σύστημα παραβιάζει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Οι υποψήφιοι πρέπει να εγκριθούν από τη θρησκευτική ηγεσία οι οποία μπορεί και ακολουθεί αποτρεπτικές πολιτικές σε όσους δεν εγκρίνονται. Παρόλο που η καταπίεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν είναι τόσο εμφανής όσο σε δικτατορίες της περιοχής της Μέσης Ανατολής υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογική διαδικασία του Ιουνίου του 2009.

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η «καθοδηγούμενη δημοκρατία» του Ιράν παρουσιάζει δομικές αναλογίες με αυτήν στις ΗΠΑ, όπου η εκλογική διαδικασία εξαγοράζεται και υποψήφιοι και προγράμματα καθοδηγούνται από συγκεντρώσεις οικονομικού κεφαλαίου. Ένα παράδειγμα αυτής της διαδικασίας εξαγοράς πολιτικού προγράμματος εμφανίζεται στην αμερικάνικη πραγματικότητα σήμερα. Το γεγονός ότι το σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι πρωτεύουσας σημασίας για τη λαϊκή μάζα και την ίδια στιγμή κρατείται μακρυά από την πολιτική ατζέντα με την υποστήριξη ιδιωτικών συμφερόντων είναι απόλυτα αντιφατικό. Μετά από μία φιλολαϊκή στροφή της πολίτικης, το Κογκρέσο ξεκίνησε συζητήσεις για τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα υγείας, πρόταση που είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στη λαϊκή μάζα. Η αντιπολίτευση που θεωρεί το εαυτό της υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να συναγωνιστούν τον δημόσιο τομέα. Παρόλο που το επιχείρημα αυτό είναι λίγο παράξενο φαίνεται λογικό. Ο οικονομολόγος Dean Baker αναφέρει σχετικά πως «γνωρίζουμε πως οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό διότι έχουμε το υπαρκτό παράδειγμα του προγράμματος Medicare. Όταν σε εκείνη την περίπτωση οι ιδιωτικές εταιρίες ήρθαν σε ανταγωνισμό με το πλάνο της κυβέρνησης οδηγήθηκαν σχεδόν σε ανυπαρξία από την αγορά». Οι εξοικονόμηση πόρων από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αν, όπως σε άλλες χώρες, επιτρεπόταν στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τις τιμές των φαρμάκων με τις φαρμακευτικές εταιρίες. Κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό από το 85% του πληθυσμού αλλά επίσης απουσιάζει από την πολιτική ατζέντα. Ο Baker γράφει πως «εκτός αν το Κογκρέσο δημιουργήσει ένα πλάνου δημοσίου ασφαλιστικού φορέα ο αμερικάνικος λαός θα χτυπηθεί από τη μεγαλύτερη στο κόσμο φορολογική αύξηση τα κέρδη από την οποία θα καταλήξουν στις ασφαλιστικές εταιρίες». Το τελευταίο είναι ακόμα ένα παράδειγμα «καθοδηγούμενης δημοκρατίας» αμερικάνικου τύπου και δυστυχώς δεν είναι το μόνο.

Επιστρέφοντας στις εκλογές δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα πρόσφατο παράδειγμα «ελεύθερων και δίκαιων» εκλογών στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στη Παλαιστίνη τον Ιανουάριο του 2006. Τότε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους ανταποκρίθηκαν με έντονη σκληρότητα στον Παλαιστινιακό λαό διότι «ψήφισε λανθασμένα». Τα προσχήματα που παρουσιάστηκαν ήταν γελοία και οι αντιδράσεις στις «ευγενείς διαθέσεις της Ουάσιγκτον να διαδώσει τη δημοκρατία στο μουσουλμανικό κόσμο» ήταν ελάχιστες, πράγμα που φανερώνει μία εντυπωσιακή υποτέλεια στην εξουσία.

Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η προθυμία να συμφωνήσουμε πως το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να επιβάλλει σκληρές κυρώσεις, να πολιορκεί τη Γάζα και να επιτίθεται με εξαιρετική βία χρησιμοποιώντας αμερικάνικους εξοπλισμούς και έχοντας τη διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ, όπως έκανε το προηγούμενο χειμώνα. Υπάρχει φυσικά το επιχείρημα την «αυτοάμυνας». Το επιχείρημα αυτό έχει γίνει συνολικά αποδεκτό στη Δύση παρόλο που μερικές φορές οι πολιτικές του Ισραήλ χαρακτηρίζονται μη δικαιολογημένες. Η αντίδραση αυτή της Δύσης είναι αξιοσημείωτη διότι το προαναφερθέν επιχείρημα ανατρέπεται ακόμα και με μια γρήγορη ανάλυση. Το κύριο θέμα είναι το δικαίωμα να χρησιμοποιείς ένοπλη αντίδραση σε συνθήκες αυτοάμυνας. Ένα κράτος έχει αυτό το δικαίωμα μόνο εφόσον εξαντλήσει όλα τα ειρηνικά μέσα. Σε αυτή την περίπτωση το Ισραήλ απλώς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ειρηνικό μέσο παρόλο που στη διάθεση του υπήρχαν αρκετά. Τα παραπάνω έχουν συζητηθεί εκτενέστερα σε άλλα άρθρα και δεν είναι αναγκαίο να εισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες.

Πειρατεία του πλεούμενου «Spirit of Humanity» από το Ισραήλ

Το Ιούνη του 2009 το Ισραήλ εκμεταλλευόμενο για ακόμη μια φορά την ανοχή που λαμβάνει ως βασικός πελάτης των ΗΠΑ επέβαλλε την πολιορκία της Γάζας αυτή τη φορά με μια πράξη πειρατείας. Στις 30 Ιουνίου το ναυτικό του Ισραήλ επιτέθηκε και κατέλαβε το πλεούμενο «Spirit of Humanity» της κίνησης Ελεύθερη Γάζα. Σύμφωνα με τους επιβαίνοντες η πειρατεία εκδηλώθηκε σε διεθνή ύδατα και το πλεούμενο αναγκάστηκε να πλεύσει προς το ισραηλινό λιμάνι Ashdod. Το πλεούμενο είχε ξεκινήσει από την Κύπρο όπου μετά από έλεγχο αποδείχτηκε πως μετέφερε φαρμακευτικό και κατασκευαστικό υλικό, καθώς και παιχνίδια. Το πλήρωμα του πλοίου αποτελούνταν από ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Mairead Maguire και το πρώην μέλος του κογκρέσου Cynthia McKinney η οποία στάλθηκε στις φυλακές της Ramleh στο Ισραήλ – όλα τα παραπάνω συνέβησαν χωρίς την παραμικρή αντίδραση της κυβέρνησης Obama. Το έγκλημα δεν προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όπως άλλωστε και παρόμοιες κινήσεις του Ισραήλ στο παρελθόν. Είναι γνωστό ότι τέτοιες πρακτικές ακολουθούνται από τον Ισραήλ τις τελευταίες δεκαετίες και υπάρχουν πολλά παραδείγματα πειρατείας πλεούμενων που ξεκινάνε από τη Κύπρο με κύριο προορισμό το Λίβανο. Οι απαγωγές όπως επίσης και οι δολοφονίες των επιβαινόντων δε είναι σπάνιο φαινόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα των απαγωγών μεταφέρονται σε φυλακές του Ισραήλ όπου κρατούνται -- σε πολλές περιπτώσεις πολλά χρόνια -- πριν την απελευθέρωση τους. Δε προκαλεί λοιπόν καμιά έκπληξη που καμία αναφορά στο γεγονός δεν έλαβε ούτε από το αδίστακτο κράτος του Ισραήλ αλλά ούτε και από τα αφεντικά τους στις ΗΠΑ.

Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ αποτελούν πολύ μεγαλύτερο έγκλημα από τις πειρατείες των Σομαλών πειρατών, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε τέτοιες πρακτικές από τη φτώχεια, την απόγνωση και από την καταστροφή των ψαρότοπων τους με χημικά απόβλητα. Για να μην μιλήσουμε για την καταστροφή που προκλήθηκε στη Σομαλία από την εισβολή των στρατευμάτων της Αιθιοπίας που υποστηρίζονταν ανοικτά από την κυβέρνηση Bush κατά τη διάρκεια του πόλεμου κατά της τρομοκρατίας. Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ είναι επίσης παράνομες σύμφωνα με τη διεθνή Σύμβαση για την ασφάλεια των ναυτικών μετακινήσεων του Μαρτίου του 1988 την οποία οι ΗΠΑ υπέγραψαν. Σύμφωνα με τη Σύμβαση το κάθε μέλος (και οι ΗΠΑ) υποχρεούται να υπακούει και να βοηθάει στη διατήρηση των κανόνων της Σύμβασης. Το Ισραήλ από την άλλη δεν είναι μέλος της Σύμβασης πράγμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν του επιτρέπει να παραβιάζει τις συνθήκες της Σύμβασης. Η άρνηση του Ισραήλ να συμμετέχει στην Σύμβαση είναι πολύ σημαντική διότι η Σύμβαση είναι μερικώς εμπνευσμένη από την πειρατεία του Achille Lauro το 1985. Το έγκλημα αυτό βρίσκεται σε υψηλές θέσεις μεταξύ των εγκλημάτων τρομοκρατίας τόσο για το Ισραήλ όσο και την υπόλοιπη Δύση – σε αντίθεση με τις επιθέσεις του Ισραήλ κατά της Tunis μια βδομάδα πριν, η οποία οδήγησε στο θάνατο 75 ανθρώπων και ήταν ως συνήθως ανεκτή από τις ΗΠΑ και τους πελάτες της.

Πιθανότατα το Ισραήλ επέλεξε να μην είναι μέλος της Σύμβασης εξαιτίας των τακτικών πρακτικών πειρατείας σε διεθνή ύδατα που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί σε σύνδεση με τα παραπάνω γεγονότα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αεριού στη περιοχή της Γάζας από τη British Gas. Από το 2000 και μετά το Ισραήλ σε σταθερή βάση επιχειρεί να εκδιώξει συχνά με βίαιο τρόπο τις αλιευτικές βάρκες των κατοίκων της Γάζας. Συγχρόνως το Ισραήλ διαπραγματεύεται με την British Gas την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, στερώντας με αυτό το τρόπο ζωτικής σημασίας πόρους από τον πληθυσμό της Γάζας.


Το πραξικόπημα στην Ονδούρα

Ο δυτικός κόσμος υπήρξε μάρτυρας ενός ακόμη, εκλογικού αυτή τη φορά, εγκλήματος αυτό το μήνα. Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ονδούρα είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του προέδρου Manuel Zelaya και την εξόριση του στην Κόστα Ρίκα. Όπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Mark Weisbrot, ενας έμπειρος αναλυτής της πολιτικής στην Λατινική Αμερική, το πραξικόπημα αποτελεί μέρος «της επαναλαμβανόμενης ιστορίας της Λατινικής Αμερικής», με χαρακτηριστικά όπως η απομάκρυνση «ενός μεταρρυθμιστή προέδρου ο οποίος υποστηρίζεται από τα εργατικά σωματεία και κοινωνικές οργανώσεις προς χάρη μιας μαφιόζικης, διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ που συνηθίζει να επιλέγει όχι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κογκρέσο αλλά και τον ίδιο τον Πρόεδρο».

Διάφορες παραδοσιακές αναλύσεις περιγράφουν τα γεγονότα στην Ονδούρα ως μία λυπηρή επιστροφή σε προηγούμενες δεκαετίες. Οι αναλύσεις αυτές δεν είναι ακριβής μιας και δεν παίρνουν υπόψη τους πως αυτό είναι το τρίτο πολιτικό πραξικόπημα στην Λατινική Αμερική την τελευταία δεκαετία. Το πρώτο ήταν αυτό στη Βενεζουέλας το 2002 το οποίο υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση Bush και το οποίο βέβαια απέτυχε μετά από μια μαζική καταδίκη από ολόκληρη την Λατινική Αμερική και οδήγησε στην αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης μετά από μία κοινωνική εξέγερση. Το δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό την Αϊτής το 2004. Το πραξικόπημα έλαβε χώρα από τους παραδοσιακούς βασανιστές της Αϊτής, με την υποστήριξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Ο εκλεγμένος πρόεδρος Jean-Bertrand Aristide απομακρύνθηκε από την Αϊτή και κρατήθηκε σε απόσταση από τους ισχυρούς του Δυτικού ημισφαιρίου.

Αυτό που ήταν πρωτόγνωρο στη περίπτωση της Ονδούρας ήταν πως το πραξικόπημα δεν έλαχε την υποστήριξη των ΗΠΑ. Σε αντίθεση οι ΗΠΑ ενώθηκαν με τον Οργανισμό Αμερικανικών Χωρών και καταδίκασαν το πραξικόπημα -- παρόλα που ή αντίδραση τους ήταν λιγότερο έντονη από αυτή άλλων χωρών και χωρίς καμία συγκεκριμένη δράση σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό είναι πως οι ΗΠΑ δεν απέσυραν τους πρεσβευτές τους όπως έκανε η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Είχε αναφερθεί ότι η Ουάσιγκτον είχε πληροφορίες για ένα πιθανό πραξικόπημα και προσπάθησε να το αποτρέψει. Ξεπερνάει κάθε φαντασία να υποστηρίξουμε πως η Ουάσιγκτον δεν είχε γνώση του τι προετοιμαζόταν να πραγματοποιηθεί στη Ονδούρα, η οποία ως χώρα είναι άκρως εξαρτημένη από τη βοήθεια των ΗΠΑ και οι στρατιωτικές της δυνάμεις εκπαιδεύονται και συμβουλεύονται από την Ουάσιγκτον. Οι στρατιωτικές σχέσεις της Ονδούρας με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα στενές από το 1980 όπου η Ονδούρα έπαιξε ρόλο βάσης για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στη Νικαράγουα επί θητείας Reagan.

Κατά πόσο τα γεγονότα στην Ονδούρα θα είναι το επόμενο κεφάλαιο στην «επαναλαμβανόμενη ιστορία» της Λατινικής Αμερικής το μέλλον θα δείξει και αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ.



Noam Chomsky
chomsky.info, July 9, 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 8/8/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά