Tuesday, September 1, 2009

Η εποχή της παρωδίας : Ελευθερία και Δημοκρατία στα μέσα του 2009
του Νόαμ Τσόμσκι

Ο Ιούνης του 2009 σημαδεύτηκε από ένα αριθμό σημαντικών γεγονότων συμπεριλαμβανομένων και δύο εκλογικών αναμετρήσεων στη Μέση Ανατολή, η μία στο Λίβανο και η άλλη στο Ιράν. Οι αναμετρήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και οι αντιδράσεις σε αυτές ιδιαίτερα διδακτικές.


Εκλογές στο Λίβανο

Οι εκλογές στο Λίβανο χαιρετήθηκαν με περισσή εφορία. Ο αρθρογράφος των New York Times, Thomas Friedman διαχυτικά εκφραζόμενος ισχυρίστηκε ότι «είμαι ένας λάτρης ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» και συνέχισε λέγοντας πως «ευφραίνει τη καρδιά μου» αυτό που συμβαίνει στο Λίβανο. Είναι μια εκλογική αναμέτρηση η οποία «ήταν όντως ελεύθερη και δίκαια και όχι σαν αυτή που θα παρακολουθήσετε στο Ιράν όπου μόνο υποψήφιοι αποδεχόμενοι από τον Ανώτατο Ηγέτη μπορούν να συμμετάσχουν. Όχι, στο Λίβανο οι εκλογές είναι καθαρές και τα αποτελέσματα συναρπαστικά, ο πρόεδρος Barack Obama νίκησε το πρόεδρο του Ιραν Mahmoud Ahmadinejad». Συνεχίζοντας πρόσθεσε «η καθαρή πλειοψηφία των Λιβανέζων -- Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Δρούζοι -- υπερψήφισαν στις 14 Μαρτίου τον σχηματισμό που ηγείται ο Saad Hariri», που υποστηρίχτηκε ανοικτά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και που είναι γιος του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού Rafik Hariri, με τέτοιο τρόπο «ώστε όλοι οι οποίοι πήραν μέρος τις εκλογές να έχουν της ηθική υποχρέωση να παραδεχτούν ότι ο συνασπισμός του Rafik Hariri είναι η κυβέρνηση που ο λαός του Λιβάνου θέλει. Και η κυβέρνηση αυτή υπακούει μόνο στο λαό του Λιβάνου και όχι στο Ιράν ή τη Συρία και δεν εκλέχτηκε για να πολεμήσει ενάντια του Ισραήλ». Και συνεχίζοντας ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει να δώσουμε και τα συγχαρητήρια μας στον Πρόεδρο Μπους για αυτές τις πετυχημένες και ελεύθερες εκλογές: «Χωρίς τον George Bush, που αντιστάθηκε στις Συρία το 2005 και την ανάγκασε να τραβηχτεί έξω από το Λίβανο μετά τη δολοφονία του Hariri, αυτές οι ελεύθερες εκλογές δε θα είχαν συμβεί. Ο κύριος Bush συνέβαλε στο να δημιουργηθεί έφορο έδαφος και στη συνέχεια ο κύριος Obama συνέβαλε στο να διατηρηθεί η ελπίδα».

Δύο μέρες μετά οι απόψεις του Friedman επαναλήφθηκαν από τον αντιπρόσωπο του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και πρώην υψηλά ιστάμενο των κυβερνήσεων Reagan και Bush I, Eliott Abrams. Με τίτλο «Ο Θρίαμβος του Λιβάνου και η Παρωδία του Ιράν» ο Abrams σύγκρινε «τα δίδυμα πειράματα [των ΗΠΑ] να διαδώσουν τη δημοκρατία στο Μουσουλμανικό κόσμο». Το μάθημα είναι ξεκάθαρο, «αυτό που οι ΗΠΑ θα πρέπει να προωθούν δεν είναι απλώς εκλογές, αλλά ελεύθερες εκλογές και το τεστ στο Λίβανο ήταν άκρως πετυχημένο...η πλειοψηφία των Λιβανέζων δεν πίστεψε τις δηλώσεις της Hezbollah που ισχυριζόταν ότι δεν είναι μία τρομοκρατική οργάνωση αλλά ένα εθνικό – απελευθερωτικό κίνημα. Οι Λιβανέζοι ψηφοφόροι είχαν την ευκαιρία και ψήφισαν κατά της Hezbollah».

Παρόμοιες αντιδράσεις υπήρχαν σε όλο το φάσμα του πολιτικού κατεστημένου. Παρόλο αυτά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως παρουσιάζονται.

Η μεγαλύτερη φωνή διαφωνίας στις παραπάνω αντιδράσεις δε μπορεί παρά να είναι το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα που αποκρύφτηκε επιδέξια στις ΗΠΑ. Ο συνασπισμός της Hezbollah στις 8 Μαρτίου επικράτησε. Η διαφορά ήταν περίπου ίδια με την οποία ο πρόεδρος Obama επικράτησε του Μακ Κειν το Νοέμβριο του 2008. Σύμφωνα με το υπουργείο εσωτερικών περίπου το 54% των ψηφοφόρων υπερψήφισε το συνασπισμό της Hezbollah. Έτσι σύμφωνα με τα επιχειρήματα των Friedman-Abrams θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Ahmadinejad νίκησε τον πρόεδρο Obama και πως η «ηθική εξουσία» ανήκει στη Hezbollah και ότι «η πλειοψηφία των Λιβανέζων...άρπαξε την ευκαιρία» να αρνηθεί να παρασυρθεί από την προπαγάνδα της Ουάσινγκτον.

Όπως αρκετοί άλλοι οι Friedman και Abrams αναφέρονται στους αντιπροσώπους που εξελέγησαν στο κοινοβούλιο. Οι αριθμοί αυτοί παράγονται απο το εκλογικό σύστημα το οποίο μειώνει δραστικά τις έδρες που αντιστοιχούν σε σέκτες που παραδοσιακά υποστηρίζουν τη Hezbollah και τη συμμαχία Amal, όπως οι Σιίτες. Αλλά όπως ένα σοβαρός πολιτικός αναλυτής παρατήρησε, το πολιτικό σύστημα υπονομεύει τις «ελεύθερες και δίκαιες εκλογές». Ο Assaf Kfoury παρατηρεί ότι το πολιτικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια σε μη-σεχταριστικά κόμματα και θέτει περιορισμούς στο να εδραιωθούν σοσιαλο-οικονομικές πολιτικές. Επιπλέον, χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης ήταν η μαζική εξωτερική παρέμβαση, η χαμηλή συγκέντρωση ψηφοφόρων και η έντονη ψηφοθηρία. Έτσι στη Βυρρητο, στην οποία κατοικεί περισσότερο από το μισό του πληθυσμού -- περισσότεροι από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος -- οι ψηφοφόροι δε μπορούσαν να ψηφίσουν αν δεν επέστρεφαν στις απομακρυσμένες περιοχές καταγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγάλο μέρος των εργατών και των χαμηλότερων τάξεων να αποκλειστεί έμμεσα από την εκλογική διαδικασία.


Εκλογές στο Ιράν

Από την άλλη στο Ιράν τα εκλογικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο εσωτερικών στερούνται αξιοπιστίας αρχικά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ανακοινώθηκαν και σε δεύτερο βαθμό από τα ίδια τα αποτελέσματα. Μια μαζικότατη λαϊκή διαμαρτυρία ακολούθησε η οποία καταστάλθηκε με βίαιο τρόπο από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις που ελέγχονται κατά κόρο από τους κληρικούς. Είναι πιθανόν ο Ahmadinejad να είχε κερδίσει την πλειοψηφία αν γινόταν διαφανής καταμέτρηση των ψήφων. Φαίνεται όμως πως η θρησκευτική ηγεσία του Ιράν δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει αυτό το ρίσκο. Ο απεσταλμένος Reese Erlich ο οποίος έχει μεγάλη πείρα στις λαϊκές εξεγέρσεις αναφέρει πως «είναι ένα αυθόρμητο ιρανικό πλήθος που αποτελείτε από φοιτητές, εργάτες, γυναίκες και μεσοαστούς» -- και πιθανόν από μεγάλη μερίδα του αγροτικού πληθυσμού. Ο Eric Hooglund, ένας σεβαστός ακαδημαϊκός και μελετητής του αγροτικού πληθυσμού του Ιράν υποστηρίζει ότι η άποψη που θέλει τον αγροτικό πληθυσμό του Ιράν να υποστηρίζει μαζικά τον Ahmadinejad είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με μελέτες του υπάρχουν περιοχές όπου οι υποστηρικτές του Mousavi υπερτερουν αριθμητικά αυτούς του Ahmadinejad.
Είναι αρκετά απίθανο οι διαδηλώσεις να βλάψουν το θρησκευτικο-στρατιωτικό καθεστώς του Ιραν αλλά όπως ο Erlich παρατηρεί «θα βάλουν τον σπόρο για επερχόμενους αγώνες.»

Όπως ακριβώς και στο Λίβανο έτσι και στο Ιράν το εκλογικό σύστημα παραβιάζει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Οι υποψήφιοι πρέπει να εγκριθούν από τη θρησκευτική ηγεσία οι οποία μπορεί και ακολουθεί αποτρεπτικές πολιτικές σε όσους δεν εγκρίνονται. Παρόλο που η καταπίεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν είναι τόσο εμφανής όσο σε δικτατορίες της περιοχής της Μέσης Ανατολής υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογική διαδικασία του Ιουνίου του 2009.

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η «καθοδηγούμενη δημοκρατία» του Ιράν παρουσιάζει δομικές αναλογίες με αυτήν στις ΗΠΑ, όπου η εκλογική διαδικασία εξαγοράζεται και υποψήφιοι και προγράμματα καθοδηγούνται από συγκεντρώσεις οικονομικού κεφαλαίου. Ένα παράδειγμα αυτής της διαδικασίας εξαγοράς πολιτικού προγράμματος εμφανίζεται στην αμερικάνικη πραγματικότητα σήμερα. Το γεγονός ότι το σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι πρωτεύουσας σημασίας για τη λαϊκή μάζα και την ίδια στιγμή κρατείται μακρυά από την πολιτική ατζέντα με την υποστήριξη ιδιωτικών συμφερόντων είναι απόλυτα αντιφατικό. Μετά από μία φιλολαϊκή στροφή της πολίτικης, το Κογκρέσο ξεκίνησε συζητήσεις για τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα υγείας, πρόταση που είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στη λαϊκή μάζα. Η αντιπολίτευση που θεωρεί το εαυτό της υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να συναγωνιστούν τον δημόσιο τομέα. Παρόλο που το επιχείρημα αυτό είναι λίγο παράξενο φαίνεται λογικό. Ο οικονομολόγος Dean Baker αναφέρει σχετικά πως «γνωρίζουμε πως οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό διότι έχουμε το υπαρκτό παράδειγμα του προγράμματος Medicare. Όταν σε εκείνη την περίπτωση οι ιδιωτικές εταιρίες ήρθαν σε ανταγωνισμό με το πλάνο της κυβέρνησης οδηγήθηκαν σχεδόν σε ανυπαρξία από την αγορά». Οι εξοικονόμηση πόρων από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αν, όπως σε άλλες χώρες, επιτρεπόταν στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τις τιμές των φαρμάκων με τις φαρμακευτικές εταιρίες. Κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό από το 85% του πληθυσμού αλλά επίσης απουσιάζει από την πολιτική ατζέντα. Ο Baker γράφει πως «εκτός αν το Κογκρέσο δημιουργήσει ένα πλάνου δημοσίου ασφαλιστικού φορέα ο αμερικάνικος λαός θα χτυπηθεί από τη μεγαλύτερη στο κόσμο φορολογική αύξηση τα κέρδη από την οποία θα καταλήξουν στις ασφαλιστικές εταιρίες». Το τελευταίο είναι ακόμα ένα παράδειγμα «καθοδηγούμενης δημοκρατίας» αμερικάνικου τύπου και δυστυχώς δεν είναι το μόνο.

Επιστρέφοντας στις εκλογές δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα πρόσφατο παράδειγμα «ελεύθερων και δίκαιων» εκλογών στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στη Παλαιστίνη τον Ιανουάριο του 2006. Τότε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους ανταποκρίθηκαν με έντονη σκληρότητα στον Παλαιστινιακό λαό διότι «ψήφισε λανθασμένα». Τα προσχήματα που παρουσιάστηκαν ήταν γελοία και οι αντιδράσεις στις «ευγενείς διαθέσεις της Ουάσιγκτον να διαδώσει τη δημοκρατία στο μουσουλμανικό κόσμο» ήταν ελάχιστες, πράγμα που φανερώνει μία εντυπωσιακή υποτέλεια στην εξουσία.

Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η προθυμία να συμφωνήσουμε πως το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να επιβάλλει σκληρές κυρώσεις, να πολιορκεί τη Γάζα και να επιτίθεται με εξαιρετική βία χρησιμοποιώντας αμερικάνικους εξοπλισμούς και έχοντας τη διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ, όπως έκανε το προηγούμενο χειμώνα. Υπάρχει φυσικά το επιχείρημα την «αυτοάμυνας». Το επιχείρημα αυτό έχει γίνει συνολικά αποδεκτό στη Δύση παρόλο που μερικές φορές οι πολιτικές του Ισραήλ χαρακτηρίζονται μη δικαιολογημένες. Η αντίδραση αυτή της Δύσης είναι αξιοσημείωτη διότι το προαναφερθέν επιχείρημα ανατρέπεται ακόμα και με μια γρήγορη ανάλυση. Το κύριο θέμα είναι το δικαίωμα να χρησιμοποιείς ένοπλη αντίδραση σε συνθήκες αυτοάμυνας. Ένα κράτος έχει αυτό το δικαίωμα μόνο εφόσον εξαντλήσει όλα τα ειρηνικά μέσα. Σε αυτή την περίπτωση το Ισραήλ απλώς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ειρηνικό μέσο παρόλο που στη διάθεση του υπήρχαν αρκετά. Τα παραπάνω έχουν συζητηθεί εκτενέστερα σε άλλα άρθρα και δεν είναι αναγκαίο να εισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες.

Πειρατεία του πλεούμενου «Spirit of Humanity» από το Ισραήλ

Το Ιούνη του 2009 το Ισραήλ εκμεταλλευόμενο για ακόμη μια φορά την ανοχή που λαμβάνει ως βασικός πελάτης των ΗΠΑ επέβαλλε την πολιορκία της Γάζας αυτή τη φορά με μια πράξη πειρατείας. Στις 30 Ιουνίου το ναυτικό του Ισραήλ επιτέθηκε και κατέλαβε το πλεούμενο «Spirit of Humanity» της κίνησης Ελεύθερη Γάζα. Σύμφωνα με τους επιβαίνοντες η πειρατεία εκδηλώθηκε σε διεθνή ύδατα και το πλεούμενο αναγκάστηκε να πλεύσει προς το ισραηλινό λιμάνι Ashdod. Το πλεούμενο είχε ξεκινήσει από την Κύπρο όπου μετά από έλεγχο αποδείχτηκε πως μετέφερε φαρμακευτικό και κατασκευαστικό υλικό, καθώς και παιχνίδια. Το πλήρωμα του πλοίου αποτελούνταν από ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Mairead Maguire και το πρώην μέλος του κογκρέσου Cynthia McKinney η οποία στάλθηκε στις φυλακές της Ramleh στο Ισραήλ – όλα τα παραπάνω συνέβησαν χωρίς την παραμικρή αντίδραση της κυβέρνησης Obama. Το έγκλημα δεν προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όπως άλλωστε και παρόμοιες κινήσεις του Ισραήλ στο παρελθόν. Είναι γνωστό ότι τέτοιες πρακτικές ακολουθούνται από τον Ισραήλ τις τελευταίες δεκαετίες και υπάρχουν πολλά παραδείγματα πειρατείας πλεούμενων που ξεκινάνε από τη Κύπρο με κύριο προορισμό το Λίβανο. Οι απαγωγές όπως επίσης και οι δολοφονίες των επιβαινόντων δε είναι σπάνιο φαινόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα των απαγωγών μεταφέρονται σε φυλακές του Ισραήλ όπου κρατούνται -- σε πολλές περιπτώσεις πολλά χρόνια -- πριν την απελευθέρωση τους. Δε προκαλεί λοιπόν καμιά έκπληξη που καμία αναφορά στο γεγονός δεν έλαβε ούτε από το αδίστακτο κράτος του Ισραήλ αλλά ούτε και από τα αφεντικά τους στις ΗΠΑ.

Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ αποτελούν πολύ μεγαλύτερο έγκλημα από τις πειρατείες των Σομαλών πειρατών, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε τέτοιες πρακτικές από τη φτώχεια, την απόγνωση και από την καταστροφή των ψαρότοπων τους με χημικά απόβλητα. Για να μην μιλήσουμε για την καταστροφή που προκλήθηκε στη Σομαλία από την εισβολή των στρατευμάτων της Αιθιοπίας που υποστηρίζονταν ανοικτά από την κυβέρνηση Bush κατά τη διάρκεια του πόλεμου κατά της τρομοκρατίας. Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ είναι επίσης παράνομες σύμφωνα με τη διεθνή Σύμβαση για την ασφάλεια των ναυτικών μετακινήσεων του Μαρτίου του 1988 την οποία οι ΗΠΑ υπέγραψαν. Σύμφωνα με τη Σύμβαση το κάθε μέλος (και οι ΗΠΑ) υποχρεούται να υπακούει και να βοηθάει στη διατήρηση των κανόνων της Σύμβασης. Το Ισραήλ από την άλλη δεν είναι μέλος της Σύμβασης πράγμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν του επιτρέπει να παραβιάζει τις συνθήκες της Σύμβασης. Η άρνηση του Ισραήλ να συμμετέχει στην Σύμβαση είναι πολύ σημαντική διότι η Σύμβαση είναι μερικώς εμπνευσμένη από την πειρατεία του Achille Lauro το 1985. Το έγκλημα αυτό βρίσκεται σε υψηλές θέσεις μεταξύ των εγκλημάτων τρομοκρατίας τόσο για το Ισραήλ όσο και την υπόλοιπη Δύση – σε αντίθεση με τις επιθέσεις του Ισραήλ κατά της Tunis μια βδομάδα πριν, η οποία οδήγησε στο θάνατο 75 ανθρώπων και ήταν ως συνήθως ανεκτή από τις ΗΠΑ και τους πελάτες της.

Πιθανότατα το Ισραήλ επέλεξε να μην είναι μέλος της Σύμβασης εξαιτίας των τακτικών πρακτικών πειρατείας σε διεθνή ύδατα που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί σε σύνδεση με τα παραπάνω γεγονότα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αεριού στη περιοχή της Γάζας από τη British Gas. Από το 2000 και μετά το Ισραήλ σε σταθερή βάση επιχειρεί να εκδιώξει συχνά με βίαιο τρόπο τις αλιευτικές βάρκες των κατοίκων της Γάζας. Συγχρόνως το Ισραήλ διαπραγματεύεται με την British Gas την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, στερώντας με αυτό το τρόπο ζωτικής σημασίας πόρους από τον πληθυσμό της Γάζας.


Το πραξικόπημα στην Ονδούρα

Ο δυτικός κόσμος υπήρξε μάρτυρας ενός ακόμη, εκλογικού αυτή τη φορά, εγκλήματος αυτό το μήνα. Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ονδούρα είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του προέδρου Manuel Zelaya και την εξόριση του στην Κόστα Ρίκα. Όπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Mark Weisbrot, ενας έμπειρος αναλυτής της πολιτικής στην Λατινική Αμερική, το πραξικόπημα αποτελεί μέρος «της επαναλαμβανόμενης ιστορίας της Λατινικής Αμερικής», με χαρακτηριστικά όπως η απομάκρυνση «ενός μεταρρυθμιστή προέδρου ο οποίος υποστηρίζεται από τα εργατικά σωματεία και κοινωνικές οργανώσεις προς χάρη μιας μαφιόζικης, διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ που συνηθίζει να επιλέγει όχι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κογκρέσο αλλά και τον ίδιο τον Πρόεδρο».

Διάφορες παραδοσιακές αναλύσεις περιγράφουν τα γεγονότα στην Ονδούρα ως μία λυπηρή επιστροφή σε προηγούμενες δεκαετίες. Οι αναλύσεις αυτές δεν είναι ακριβής μιας και δεν παίρνουν υπόψη τους πως αυτό είναι το τρίτο πολιτικό πραξικόπημα στην Λατινική Αμερική την τελευταία δεκαετία. Το πρώτο ήταν αυτό στη Βενεζουέλας το 2002 το οποίο υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση Bush και το οποίο βέβαια απέτυχε μετά από μια μαζική καταδίκη από ολόκληρη την Λατινική Αμερική και οδήγησε στην αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης μετά από μία κοινωνική εξέγερση. Το δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό την Αϊτής το 2004. Το πραξικόπημα έλαβε χώρα από τους παραδοσιακούς βασανιστές της Αϊτής, με την υποστήριξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Ο εκλεγμένος πρόεδρος Jean-Bertrand Aristide απομακρύνθηκε από την Αϊτή και κρατήθηκε σε απόσταση από τους ισχυρούς του Δυτικού ημισφαιρίου.

Αυτό που ήταν πρωτόγνωρο στη περίπτωση της Ονδούρας ήταν πως το πραξικόπημα δεν έλαχε την υποστήριξη των ΗΠΑ. Σε αντίθεση οι ΗΠΑ ενώθηκαν με τον Οργανισμό Αμερικανικών Χωρών και καταδίκασαν το πραξικόπημα -- παρόλα που ή αντίδραση τους ήταν λιγότερο έντονη από αυτή άλλων χωρών και χωρίς καμία συγκεκριμένη δράση σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό είναι πως οι ΗΠΑ δεν απέσυραν τους πρεσβευτές τους όπως έκανε η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Είχε αναφερθεί ότι η Ουάσιγκτον είχε πληροφορίες για ένα πιθανό πραξικόπημα και προσπάθησε να το αποτρέψει. Ξεπερνάει κάθε φαντασία να υποστηρίξουμε πως η Ουάσιγκτον δεν είχε γνώση του τι προετοιμαζόταν να πραγματοποιηθεί στη Ονδούρα, η οποία ως χώρα είναι άκρως εξαρτημένη από τη βοήθεια των ΗΠΑ και οι στρατιωτικές της δυνάμεις εκπαιδεύονται και συμβουλεύονται από την Ουάσιγκτον. Οι στρατιωτικές σχέσεις της Ονδούρας με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα στενές από το 1980 όπου η Ονδούρα έπαιξε ρόλο βάσης για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στη Νικαράγουα επί θητείας Reagan.

Κατά πόσο τα γεγονότα στην Ονδούρα θα είναι το επόμενο κεφάλαιο στην «επαναλαμβανόμενη ιστορία» της Λατινικής Αμερικής το μέλλον θα δείξει και αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ.



Noam Chomsky
chomsky.info, July 9, 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 8/8/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

No comments:

Post a Comment