Sunday, December 26, 2010

Το ελληνικό ηφαίστειο
του Κώστα Δουζίνα
Αναδημοσίευση από
http://omadeon.wordpress.com

Το καλοκαίρι του 1918, ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης συνάντησε το μεγάλο Άγγλο συγγραφέα Ε. Μ. Φόρστερ στην Αλεξάνδρεια και έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία. “Εσείς οι Άγγλοι δεν μπορείτε να καταλάβετε τους Έλληνες”, του λέει ο Καβάφης. “Εμείς χρεοκοπήσαμε εδώ και καιρό. Να προσεύχεστε εσείς οι Άγγλοι, με την τάση σας για περιπέτειες, να μην χάσετε το κεφάλαιό σας γιατί τότε θα γίνετε σαν κι εμάς, ανήσυχοι, ανήμποροι και ψεύτες”. Σχολιάζοντας αυτό το μυστηριώδες κείμενο, ο Giorgio Agamben γράφει το 1993: “το μόνο σίγουρο είναι ότι από τότε όλοι οι λαοί της Ευρώπης και πιθανόν όλου του κόσμου έχουν πτωχεύσει”. Εμείς οι Έλληνες και πιθανόν όλοι οι Ευρωπαίοι έχουμε χρεοκοπήσει: πολιτικά, πολιτισμικά και ψυχικά. Πολιτικά πρώτα.


H Ελλάδα προσφέρει σήμερα την καλύτερη εικόνα του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Ότι η Ελλάδα επιλέχθηκε ως πειραματόζωο για το νέο τρόπο οικονομικής διακυβέρνησης, θεωρείται γενικά γνωστό. Αυτό που έχει αναλυθεί λιγότερο, είναι το είδος πολιτικής που εισάγεται χωρίς καμία συζήτηση. Οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση, οι δημοσκοπήσεις και οι κομματικές αντιδικίες δίνουν την εντύπωση ότι η πολιτική ζωή συνεχίζεται όπως πάντα. Τα μέτρα όμως που παίρνονται εισάγουν την πλέον επιθετική παραλλαγή της γεωπολιτικής (που ορίζεται ως άσκηση εξουσίας στο ατομικό και κοινωνικό σώμα, εξουσίας που στοχοποιεί τη ζωή) στην Ευρώπη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόσφατη ηφαιστειακή έκρηξη στην Ισλανδία, μια χώρα που έχει υποφέρει τα πάνδεινα από την παράλογη απληστία και ανηθικότητα των τραπεζιτών, είναι η πιο αρμόζουσα αλληγορία για την εξελισσόμενη ελληνική τραγωδία. Αλλά η κρίση έχει συζητηθεί κυρίως με υλικούς και οικονομικούς όρους και δευτερευόντως μόνο σε σχέση με τον πολιτικό χαρακτήρα και τις επιπτώσεις της. Η κυβέρνηση, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και οι αυτάρεσκοι «ειδικοί» παρουσιάζουν τα γεγονότα και το μνημόνιο σαν θεϊκή πράξη, μια φυσική καταστροφή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποφευχθεί. Αν η Ελλάδα είναι σαν τον Τιτανικό, οι «αγορές» είναι το ανελέητο παγόβουνο και οι απαιτήσεις της Ευρωπαïκής Ένωσης και του ΔΝΤ μια ξαφνική ηφαιστειακή έκρηξη. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την «ηθοποίηση» (naturalization) της οικονομίας, «φετιχισμό των καταστροφών», κάτι σαν τον φετιχισμό του εμπορεύματος κατά Μαρξ. Πολιτικές αποφάσεις που παίρνονται στις Βρυξέλλες και τη Νέα Υόρκη και εφαρμόζονται πιστά στην Αθήνα, στρατηγικές επιλογές των χρηματιστών, πρωτόγνωρες επιβολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες, αναπόδραστες, σχεδόν μη ανθρώπινες παρεμβάσεις. Η μόνη απάντηση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ μπροστά σε τέτοια «ανωτέρα βία» είναι να εφαρμόσουν διαδικασίες πολιτικής άμυνας έτσι ώστε να περιορίσουν τις απώλειες και τις ζημιές.

Αν η οικονομική κρίση είναι μια φυσική καταστροφή, τότε η πολιτική δεν πρέπει να ανακατεύεται στην αντιμετώπιση της, με τον ίδιο τρόπο που δεν πρέπει να αναμειγνύεται στην ανθρωπιστική βοήθεια σε περιπτώσεις σεισμού. Ένας υπουργός μας είπε ότι «χρειαζόμαστε στρατιωτική πειθαρχία» στην αποδοχή των μέτρων. Τα τηλεοπτικά νέα, με επικεφαλής έναν από τους γνωστότερους τηλεοπτικούς σταθμούς, επαναλαμβάνουν ανιαρά: «Η οικονομία φταίει, βρε βλάκα»! Σχεδιαγράμματα με την άνοδο των «σπρέντς» κυριαρχούσαν στις οθόνες με τον ίδιο τρόπο που θα παρουσιαζόταν η εξάπλωση της ηφαιστειακής στάχτης η την αύξηση της θερμοκρασίας σε περίοδο ξηρασίας. «Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση;» ρωτούν ρητορικά οι παντογνώστες δημοσιογράφοι και οι υπόλογοι πολιτικοί, θέτοντας έτσι τέλος στην πολιτική συζήτηση και παρέμβαση για να επιστρέψoυν στην «επιστημονική» ανατομή της φυσικής οικονομικής καταστροφής. Ας δούμε όμως την πολιτική πλευρά της κρίσης.

Μια μικρή παρένθεση πολιτικής φιλοσοφίας

Η πολιτική λειτουργεί πάνω σε δύο άξονες και μορφές εξουσίας: από τη μία πλευρά η autoritas, η νομιμοποιημένη εξουσία, εκφράζει το “κοινό συμφέρον” ή τη βούληση του λαού να συμβιώνει· από την άλλη πλευρά η potestas είναι η δύναμη που διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας μέσω της κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Η λειτουργία της πολιτικής εκφράζει, συμπυκνώνει και διαμεσολαβεί πρόσκαιρα στην κοινωνική και οικονομική σύγκρουση και οικοδομεί νομιμοποιημένη εξουσία πάνω σ’ ένα μόνιμο υπόβαθρο αναπόδραστου ανταγωνισμού. Αυτή η βασική πολιτική πραγματικότητα συσκοτίστηκε από τη νεοφιλελεύθερη σύγκλιση των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους αποκλειστικά ως άπληστοι σφετεριστές και χωρίς όριο καταναλωτές και μηχανές επιθυμίας. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική μετατρέπεται αποκλειστικά σε διαχείριση της οικονομίας, απαρνούμενη τον βασική της λειτουργία, την προσωρινή ειρήνευση των κοινωνικών συγκρούσεων (προσωρινή, γιατί η κοινωνική σύγκρουση είναι μόνιμο συστατικό του κοινωνικού δεσμού και η potestas είναι η συνεχής του έκφραση) και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την autoritas και τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.

Η πολιτική που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός λαμβάνει οικονομικές και ηθικίστικες μορφές. Μιμούμενη τα νεοκλασικά οικονομικά, η πολιτική μετατρέπεται σε μια δραστηριότητα που μοιάζει με την αγορά. Άτομα, συμφέροντα και τάξεις αποδέχονται τη συνολική κοινωνικο-οικονομική ισορροπία και χρησιμοποιούν την πολιτική για να επιδιώξουν οριακές βελτιώσεις συμφέροντος και κέρδους. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική παρουσιάζεται ως διαδικασία ηθικής επιχειρηματολογίας, με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ορθολογική συναίνεση σχετικά με τα δημόσια αγαθά.

Η πολιτική που ασκείται ψευδεπίγραφα, είτε ως τέλεια αγορά, είτε ως σωκρατικός διάλογος, προδιαγράφει τη σύγκρουση ως τελειωμένη, παρωχημένη, αδύνατη και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποκηρύξει και να αποκλείσει την εμφάνισή της. Η αντικατάσταση της σύγκρουσης από μια συνεργασία οικονομολόγων “που λένε την αλήθεια”, από εκσυγχρονιστές γραφειοκράτες και πατριωτικά ΜΜΕ, μετατρέπει το κράτος σε «προστάτη» της αγοράς εσωτερικά (παράδειγμα η αγριότητα της αστυνομικής καταστολής) και σε δηθεν φιλελευθερο φορέα του ανθρωπισμού εξωτερικά (κάτι που φάνηκε στους “ανθρωπιστικούς” πολέμους της περασμένης δεκαετίας). Η σύγκρουση όμως δεν εξαφανίζεται: οι νεοφιλελεύθερες συνταγές αυξάνουν την ανισότητα, τροφοδοτούν τον ανταγωνισμό και στρέφουν την οργή εναντίον των μεταναστών, των φτωχών και όσων ανθίστανται στην εξαθλίωση.

Αυτή ακριβώς τη στάση έναντι της πολιτικής εισήγαγαν τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα. Κανένα από τα πρωτοφανή μέτρα που πάρθηκαν δεν συζητήθηκε, ούτε εγκρίθηκε, έξω από τον κύκλο ελάχιστων μυημένων κυβερνητικών στελεχών. Η επιβολή τους παρουσιάστηκε ως αναπόδραστο αποτέλεσμα των άπληστων αγορών και της δόλιας ευρωπαϊκής αδράνειας που υποτίθεται ότι βρίσκεται πίσω από την απληστία των αγορών, κάτι σαν ανθρωπιστική εκστρατεία για να σωθούν τα θύματα μιας φυσικής καταστροφής. Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, οι ειδικοί και τα κυρίαρχα ΜΜΕ αρχικά ανήγγειλαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και στη συνέχεια εξαπέλυσαν μια συστηματική εκστρατεία για να πείσουν το κοινό.

Η αυστηρή οικονομία και η εντιμότητα, οι περικοπές μισθών και η ηθική αρετή αποτελούν την καθολική νεοφιλελεύθερη συνταγή. Όλα αυτά στην Ελλάδα παίρνουν μια πιο σκληρή μορφή απ’ ό,τι στην Ιρλανδία ή την Ισλανδία, διότι η (οικονομική) τιμωρία πρέπει να είναι πιο σκληρή, αντίστοιχη με την υπερβολική μας ηθική χαλαρότητα. Η ποινή αντιστοιχεί με την αμαρτία – μόνο που εδώ θα την πληρώσουν οι αναμάρτητοι. Πρόκειται για ένα δηλητηριώδη τύπο μεταμοντέρνου κυνισμού.

Για την αληθινή πολιτική, από την άλλη, η ιδέα ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική λύση” δεν υφίσταται. Η δημοκρατία, που είναι συνώνυμη με την πολιτική, είναι ακριβώς η έκφραση της διαφωνίας και της σύγκρουσης, είναι ένας τρόπος ζωής μέσω του οποίου τα πιο αστάθμητα προβλήματα μπορούν να τεθούν προς συζήτηση και δοκιμασία, μπορούν να βρεθούν λύσεις και να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα, σχολιαστές και ειδικοί έσπευσαν να προκαταλάβουν την κοινή γνώμη αναγγέλλοντας ότι το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα των καιρών μας, δηλαδή το μνημονιο, δεν υπάγεται στην πολιτική κρίση και στην κανονιστική αξιολόγηση, αλλά στις αληθοφανείς συνομιλίες των ορθοφρονούντων ειδικών.

Οι εναλλακτικές προτάσεις για πολιτική κινητοποίηση κατά των μέτρων, οι ιδέες για παύση πληρωμών ή για ριζική αναδιάρθρωση του χρέους, η πρόταση για δημοψήφισμα, όλα αυτά απορρίπτονται γιατί δεν ‘κατανοουν’ τον επείγοντα και μονόδρομο χαρακτήρα της οικονομικής λύσης. Αν η «φυσικοποιημένη» οικονομία κινείται με τρόπους θεόσταλτους και απρόβλεπτους, η πολιτική γίνεται μια υποκατηγορία της οικονομίας που πρέπει να μένει σιωπηλή και περιθωριοποιημένη. Μ’αυτό τον τρόπο, βαθύτατα πολιτικές αποφάσεις εμφανίζονται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα αδήριτων νόμων και ταξικά συμφέροντα περιβάλλονται την αίγλη της επιστημονικής αλήθειας.

Ο πολιτικός χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης

Και όμως, η πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο. Κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε πράξη από αυτές που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο, ήταν βαθιά πολιτικές επιλογές. Η οικονομική κατάρρευση του 2008 που επιδείνωσε την οικονομική κρίση, αποκάλυψε τη θεμελιώδη υποκρισία και ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ενώ οι απλοί άνθρωποι υποβάλλονται καθημερινά στην «πειθαρχία» της αγοράς χάνοντας σπίτια, δουλειές και ελπίδες, το κράτος αναλαμβάνει να καλύψει τις τεράστιες απώλειες των τραπεζών. Αυτή το ειδος πολιτικής ονομαστηκε «σοσιαλισμος του λεμονιού»: σοσιαλισμός για τους πλούσιους – καπιταλισμός για τους υπόλοιπους. Η, για να παραφράσουμε τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, πας φυλακή για μικρά οικονομικά παραπτώματα, ενώ αν οδηγήσεις μια τράπεζα στην πτώχευση παίρνεις τεράστια μπόνους.

Το ίδιο ισχύει και για το χρέος. To χρέος συσσωρεύτηκε τα τελευταία 30 χρόνια με αποφάσεις των εναλλασσόμενων πολιτικών ελίτ που χρησιμοποιούσαν τα δάνεια για να υλοποιήσουν πελατειακές πολιτικές και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Σημίτη, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τους διάφορους υπουργούς και πρώην υπουργούς που παρελαύνουν στις τηλεοπτικές οθόνες ζητώντας «στρατιωτική πειθαρχία». Όπως πρόσφατα είπε ο κ. Πάγκαλος, ‘τα φάγαμε όλοι μαζί’ – αλλά δεν προσέθεσε ότι οι ‘όλοι’ δεν περιλαμβάνουν την πλειοψηφία του χαμηλόμισθου λαού, που τώρα καλείται να πληρώσει αυτά που άλλοι ‘έφαγαν’. Όλες οι πρόσφατες εκλογικές εκστρατείες έγιναν με το κόμμα της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υπόσχεται «ηθική στην πολιτική», «εκλογίκευση των δημοσιονομικών», «επαναθεμελίωση του κράτους», εγκατάλειψη της «αλαζονείας της εξουσίας». Μόλις τελειώνουν οι εκλογές, η νέα κυβέρνηση επιστρέφει στις παλιές μεθόδους, αυξάνοντας το χρέος με δάνεια, δωροδοκώντας και μοιράζοντας προνόμια στους ημέτερους.

Σήμερα, τo ένα κυβερνητικό κόμμα επιτίθεται στο άλλο για το ποιος φταίει για το χρέος, ωσάν να υπάρχει κάποιος που ανήκει στην πολιτική ελίτ των τελευταίων 30 χρόνων και δεν φταίει. Με αυτή την έννοια, τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ότι η οικονομική και η ηθική έκπτωση είναι στην πραγματικότητα συνοδοιπόροι. Στην Βρετανία, στη διάρκεια των τηλεοπτικών αναμετρήσεων της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας, και οι τρεις ηγέτες απολογήθηκαν στο κοινό για τα «σκάνδαλα των εξόδων» (οι βουλευτές χρέωναν στο δημόσιο κονδύλια που δεν δικαιούνταν) που στοίχισαν στο δημόσιο λιγότερο από δύο εκατομμύρια λίρες και ασφαλώς ωχριούν σε σύγκριση με τα ποσά που σπαταλήθηκαν από τις δικές μας ελίτ. Περιμένουμε ακόμα την πολιτική ελίτ να απολογηθεί στον ελληνικό λαό, αν και μια μεταμέλεια ιαπωνικού τύπου και ακόμα περισσότερο ένα δημόσιο χαρακίρι, θα ταίριαζαν περισσότερο στην κατάσταση αν αναλογιστούμε το μέγεθος της ευθύνης. Η πολιτική κάστα όμως δεν διαθέτει το βασικό ηθικό ανάστημα: η αξίωση να αλλάξουν οι πολίτες στάση, να υπακούν στο νόμο και να δρουν υπεύθυνα προς την κοινωνία θα ήταν πολύ πιο αξιόπιστη αν οι στυλοβάτες της ηθικής έδειχναν ένα ίχνος ταπεινοφροσύνης και κατανόησης των ευθυνών τους.

Η πολιτική φύση της κρίσης διαφαίνεται και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Το όριο του 3% στο έλλειμμα (που το έχουν ξεπεράσει όλα τα κράτη της ευρωζώνης), το σύμφωνο σταθερότητας, η κερδοσκοπία των «αγορών», όλα υπακούουν σε πολιτικά κίνητρα και σχέδια. Ο στενός δεσμός μεταξύ των μέτρων της Ευρωπαïκής Ένωσης και του ΔΝΤ με τη γερμανική πολιτική είναι πασίγνωστος. Όλοι σχεδόν αποδέχονται πλέον ότι η γερμανική πολιτική περιορισμού μισθών και ισχυρού ευρω έχει βοηθήσει τη γερμανική οικονομία αλλά έχει δημιουργήσει προβλήματα στο Νότο της Ευρώπης.

Αυτό που έχει σχολιαστεί λιγότερο είναι η φύση της κερδοσκοπίας των αγορών. Αυτή δεν βασίζεται στις επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας (η Ελλάδα είναι ακόμη γύρω στην 25η θέση του ΟΟΣΑ, αλλά τα μέτρα και η ύφεση που δημιουργούν την οδηγούν συνεχώς προς τα κάτω), αλλά στα αισθήματα «εμπιστοσύνης» και «ρίσκου» που διακατέχουν τους χρηματιστές. Οι χρηματαγορές δεν λειτουργούν σε πραγματικό επίπεδο, αλλά σε εικονικό. Οι φήμες για την αξιοπιστία ενός κράτους ή για τον κίνδυνο να μην πληρώσει προσδιορίζονται από φανταστικούς σχεδιασμούς και ιδεολογικές κατασκευές, αποτελούν μια αυτοεκπληρουμενη προφητεία που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, στην οποία όμως έχουν την δύναμη να παρεμβαίνουν καταστροφικά.

Οι επιθέσεις των «αγορών» κατά της Ελλάδας είναι η εκδίκηση του νεοφιλελευθερισμού για την μεγάλη ήττα του 2008. Η εκδίκηση αυτή όμως αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι των ευρύτερων ρυθμίσεων της μεταβιομηχανικής και μεταφορδιστικης παγκοσμιοποιημενης κοινωνίας των υπηρεσιών. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν βασίζεται πλέον στην δημιουργία υπεραξίας στον πρωτογενή τομέα, αλλά στην άντληση προσόδων, με κύρια μορφή τον τόκο και το μίσθωμα; για πνευματική ιδιοκτησία. Αυτό ισχύει τόσο σε ατομικό επίπεδο (ο νεοφιλελευθερισμός μας μεταχειρίζεται όχι σαν φυσικά πρόσωπα ή πολίτες, αλλά σαν καταναλωτές που πρέπει να δανείζονται για να ξοδεύουν) όσο και σε κρατικό. Η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω προσόδων όμως πρέπει να αστυνομεύεται αυστηρά, αφού το δανειστικό συμβόλαιο δεν δημιουργεί αυτόματα τις συνθήκες της αναπαραγωγής του όπως συμβαίνει με το συμβόλαιο εργασίας. Η άντληση προσόδου και τόκου απαιτεί εκφοβισμό καθώς δεν υπάρχει κάποιο “φυσικό” επίπεδο μίσθωματος;. Η πίεση των αγορών είναι ένας τρόπος να ασκηθεί πίεση στους οφειλέτες, ώστε είτε να αποδεχτούν την πιο ακραία καταστροφή των δημοσίων δαπανών είτε να χρεοκοπήσουν. Οφειλέτες προσέχετε, λένε στα κράτη, ή καταστρέφετε το κράτος πρόνοιας, ή γίνεστε η επόμενη Ελλάδα. Τακτική που δεν διαφέρει και πολύ από την μαφιόζικη “προστασία”: αν ο οφειλέτης αμφισβητήσει τους όρους η την αμοιβή, τον δέρνουν οι μπράβοι! Και οι απειλές έπιασαν: στην Μεγάλη Βρετανία, η νέα κυβέρνηση χρησιμοποίησε συστηματικά το ελληνικό παράδειγμα για να επιβάλλει πρωτοφανείς στα μεταπολεμικά χρονικά περικοπές δαπανών· το ίδιο γίνεται στην Ισπανία, Προτογαλία, Αγγλια και Ιρλανδία. Όπως ξέρουμε, η Ελλάδα, της οποίας το ΑΕΠ είναι μόλις 3% του ευρωπαϊκού, δεν έχει μεγάλη οικονομική σημασία για την Ερωπαϊκή Ένωση, αλλά η συμβολική σημασία της επίθεσης που της έγινε ήταν κυριολεκτικά καταλυτική.

Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού από τον Ρέιγκαν και την Θάτσερ συνοδεύτηκε από επιθέσεις σ’όλους τους ενδιάμεσους κοινωνικους θεσμούς, οπως τα κόμματα, τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, ακόμα και την εκκλησία. Οι θεσμοί αυτοί όμως είναι απαραίτητοι για την διαμεσολάβηση μεταξύ εξουσίας και πολιτών. Η απουσία τους εξασθενεί την κοινωνική ευπρέπεια (civility), την αποδοχή και την ενσωμάτωση που είναι αναγκαίες στον καπιταλισμό για να κατευνάζει τον ανταγωνισμό και να περιορίζει την σύγκρουση. O άνθρωπος που αντιμετωπίστηκε από την εξουσία ως καταναλωτής σε περιόδους ευημερίας, σε εποχή ανέχειας γίνεται αντικείμενο αστυνόμευσης. Έτσι εξηγείται η μεγάλη αύξηση των μηχανισμών καταστολής που εμφανίστηκαν μεν ως συνέπεια του περίφημου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα είχαν άλλο κύριο στόχο. Οι αλλαγές που παρατηρούνται είναι τρομακτικές: τείχη σηκώνονται στο Μεξικό και στην Παλαιστίνη, γκέτο φτωχών εμφανίζονται στο κέντρο των πόλεων, οχυρωμένες κοινότητες πλουσίων στα προάστια, αυξάνονται οι φυλακές και οι δυνάμεις καταστολής. Ο κόσμος που είχε αποπλανηθεί από την τεχνητή χρηματοπιστωτική ανάπτυξη εγκαταλείπει αναγκαστικά την κατανάλωση ως μέθοδο ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων και επιθυμιών και βλέπει την ζωή του να ανατρέπεται. Δεν είναι πια μόνο το 1/3 της κοινωνίας που μένει απέξω, όπως γινόταν κατά τη δεκαετία του ’80. Αυτή τη στιγμή, μεγάλα σύνολα πληθυσμού μετατρέπονται από «βολεμένα» σε αποκλεισμένα.

Εδώ φαίνεται η πραγματική διάσταση του τέλους της πολιτικής και η ριζική επαναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού δεσμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση, που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ως καταναλωτές χωρίς όρια, ως μηχανές επιθυμίας. Αλλά καθώς καταρρέει το οικονομικό μοντέλο που τον στήριξε, μπαίνουμε σε μία εποχή νέας κοινωνικής οντολογίας. Ο εκτεθειμένος σε δάνεια και χρέη άνθρωπος υφίσταται τεράστια ψυχολογική κρίση, κρίση ταυτότητας. Για να επαναπροσδιοριστεί συνολικά η ζωή του υποκειμένου και η σχέση του με τους άλλους και με τον κοινωνικό δεσμό, χρειάζεται μια άγρια και απότομη βιοπολιτική στρατηγική. Τα μέτρα αποτελούν την πιο προωθημένη βιοπολιτική επέμβαση, ένα νέο τρόπο συνολικής αναδιοργάνωσης της ζωής μας από την εξουσία. Ο κοινωνικός έλεγχος και η πειθάρχηση, η ριζική αλλαγή συμπεριφορών και σχέσεων που επιβάλλεται αυτή τη στιγμή, δεν έχει προηγούμενο πουθενά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα γίνεται το μεγάλο εργαστήρι όπου φτιάχνεται ο άνθρωπος του μέλλοντος.

Η βιοεξουσία (biopower) αποτελεί άσκηση εξουσίας επί της ζωης, πειθάρχηση του κοινωνικού σώματος μέσω του ελέγχου των διαδικασιών της ζωής. Εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα του πληθυσμού και στην στοχοποιηση κοινωνικών ομάδων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα. Τεχνολογίες της εξουσίας που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύνολο συμπληρώνονται με τεχνολογίες ‘επιμελείας εαυτού’. Οι άνθρωποι καλούνται να ‘αλλάξουν’ εαυτούς μέσω πρακτικών προσωπικής ‘βελτίωσης’ στο όνομα της ατομικής η συλλογικής υγείας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα του μνημονίου διαχωρίζουν τον πληθυσμό με οικονομικά κριτήρια και απαιτούν από τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους να αλλάξουν συνολικά τις συμπεριφορές τους στο όνομα της εθνικής ‘σωτηρίας’. Από την κατανάλωση των απολύτως αναγκαίων μέχρι την εκπαίδευση, εργασία και ψυχαγωγία, οι Έλληνες καλούνται να τροποποιήσουν ριζικά την συμπεριφορά τους και να υποβληθούν σε εκτεταμένους ελέγχους που αποσκοπούν να αποκαταστήσουν την κοινωνική υγεία και την ατομική ευτυχλια.

Η βιοπολιτική στοχοποιεί κυρίως συμπεριφορές, όχι ιδέες· τροποποιεί συνήθειες και πρακτικές, όχι ιδεολογίες. Η επιβολή των αλλαγών ακλουθεί τη στρατηγική του ‘δόγματος του σοκ’ (shock doctrine) υπολογίζοντας ότι η βίαιη και ταχεία εισαγωγή τους θα εξουδετερώσει την αντίσταση στην άδικη και καταστροφική τους φύση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βιοπολιτική στρατηγική δεν κινητοποιεί μόνο τον φόβο για το μέλλον και την δήθεν επιστημονική αλήθεια, αλλά φροντίζει να καλλιεργήσει και ένα όσο γίνεται βαθύτερο αίσθημα ενοχής. Μια χαμηλόφωνη υπόδειξη λέει στον πολίτη «για δεκαπέντε χρόνια είχες βελτίωση του βιοτικού σου επιπέδου μέσα από μη παραγωγικές δραστηριότητες και τώρα πρέπει να πληρώσεις». Ένας μέσος άνθρωπος που είχε αποδεχτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μπορεί να πιστέψει ότι δικαιολογούνται οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, γιατί είχε αυξανόμενες απολαβές κατά την προηγούμενη περίοδο.

Χωρίς να αρνιόμαστε ότι υπήρξε φοροδιαφυγή και διαφθορά, πρέπει να εξετάσουμε τη δημιουργία ενοχικού συνδρόμου ως τακτική βιοπολιτικής πειθάρχησης. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η ψυχανάλυση: το υπερεγώ μας εγκαλεί τις παράνομες απολύσεις που το πρόστυχο μέρος του μας είχε επιβάλλει. Το ηθικιστικό υπερεγώ παίρνει τώρα το πάνω χέρι λέγοντας ότι όποιος αμάρτησε πρέπει να υποφέρει. Οι Γερμανοί και οι Άγγλοι βλέπουν τους Έλληνες ως τεμπέληδες, άχρηστους καλοπερασάκηδες. Η ζωή τους, δήθεν γεμάτη απολαύσεις και αργίες, κλέβει από τους βόρειους αυτό το κάτι που θα τους έκανε ολοκληρωμένους, ευτυχείς. Αλλά το ίδιο κάνουν και οι ελληνικές ελίτ. Αποδέξου την τιμωρία, λένε στον κόσμο, γιατί αμάρτησες και το αξίζεις. Η ηθικολογία είναι απαραίτητος συνοδοιπόρος της βιοπολιτικής.

Δεν υπάρχει επομένως μεγαλύτερο ψέμα από τον ισχυρισμό ότι η κρίση είναι κυρίως οικονομική. Την κρίση που χρησιμοποιείται σήμερα με κυνικό τρόπο για να καταστραφεί το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης, την δημιούργησαν η πολιτική λογική και οι ανάγκες του ύστερου καπιταλισμού. Μόλις συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πολιτικής κρίσης, που οδηγεί στην ολική διάλυση και επανασύσταση του κοινωνικού δεσμού, ίσως εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια καθολικής αντίδρασης.

Που βρίσκεται ο ελληνικός πολιτισμός;

Ποια είναι η απάντηση της κοινωνίας αυτή την ριζική αλλαγή; Έχουμε δυο ειδών αντιδρασεις. Μια πρωτη είναι το acting out. Η απόγνωση δεν μπορει να απορροφηθεί από τους εξασθενημενους ενδιάμεσους θεσμους. Ετσι ο πάντα εύθραυστος ψυχικός δεσμός με την κοινωνία ραγίζει και οδηγεί σε εκδηλώσεις προσωπικής άρνησης, που μπορεί να παίρνουν μορφή βίας, αυτοδικίας, εγκληματικότητας κοκ. Αυτό οδηγει τον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό σε τεράστιο αδιέξοδο.

Αυτά που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα ως Έλληνες του εξωτερικού ήταν πρωτοφανή. Ο ανθελληνικός και αντιμεσογειακός ρατσισμός και οριενταλισμός που πρέπει να υπήρχε υφέρπων, εγινε εκκωφαντικός. Οι λαϊκές εφημεριδες επιχαίρουν με την ελληνική τραγωδία γιατί οι διακοπές στην Κρήτη και την Ζάκυνθο θα ειναι πιο φτηνές. Διανοούμενοι από την άλλη πλευρά δεν μπορούν να πιστέψουν πως οι νεοέλληνες, που ‘δήθεν κατάγονται από τους δημιουργούς της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της επιστήμης, έγιναν τέτοιοι ψεύτες, κλέφτες και τεμπέληδες’. Αντίστροφα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων βλέπει την Αγγλία ως μέρος για ψώνια στο Harrods και σπουδές σε υποβαθμισμένα Πανεπιστήμια, πολλά τμήματα των οποίων συντηρούνται απο τους Έλληνες φοιτητές. Αν δημοκρατία ειναι η εξουσία (κράτος) του δήμου, δυστυχως η Ευρώπη εχει αποκτήσει κράτος αλλά δεν έχει (ούτε φαινεται να δημιουργεί) δήμο.

Η ψυχανάλυση διακρίνει μεταξύ του ideal ego (ιδεώδους εγώ) και του ego ideal (του ιδεατού εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα από την προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Αλλά το ego ideal είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου από την σκοπιά του άλλου και προσπαθώ να γίνω η να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε οτι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι. Και τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι ευρωπαικές ελίτ μας βλέπουν σαν τις δικές μας, όπως έλεγε ο Καβάφης το 1918: ανήσυχους, ανήμπορους, ψεύτες.

Αυτό αποτελεί χρεοκοπία του εκσυγχρονιστικού μοντέλου πολιτιστικής ταυτότητας. Στο ψυχικό επίπεδο αποτελεί πρόβλημα αυτων που βιωνουν την σχεση αναμεσα στον φαντασιακο τους ευρωπαϊσμό και τον υποτιμητικο τροπο που τους αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαιοι. Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Παπανδρέου προσπαθεί να προβάλει την τραγική φιγούρα κάποιου που κάνει αυτό που πρέπει, ακυρώνοντας ταυτόχρονα την ταυτότητά του. Σαν τραγωδία ή σαν φάρσα, πάντως, η αναδιάρθρωση του κοινωνικού δεσμού περνάει μέσα από την επανεξέταση της κυρίαρχης, πολιτισμικής ταυτότητας.

Μερικές ιδέες για την επάνοδο της πολιτικής

Είναι πιθανόν ότι χρειαζόμαστε μια νέα θεωρητική σύλληψη για τον πολιτισμό και την πολιτική. Ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει και προάγει τα επιτεύγματα του κράτους πρόνοιας. Έχοντας όμως μετατραπεί σε υποχείριο των πολιτικών μηχανισμών και σε πεδίο πελατειακών σχέσεων, έχει χάσει μεγάλο μέρος του κύρους του και της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η κατάσταση αυτή βολεύει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που χρησιμοποιεί την ιδιωτικοποίηση και την απορρύθμιση προκειμένου να μεταφέρει κεφάλαιο και εξουσία από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Συνειδητοποιώντας την αντίφαση ανάμεσα στην επιφαση δημόσιας αρετής που χρησιμοποιείται για ιδιωτική εξαχρείωση, οφείλουμε να αποτρέψουμε την διαίρεση της κοινωνίας σε δύο αντιμαχόμενους χώρους, δημόσιο και ιδιωτικό. Οι αλληλοκατηγορίες για τεμπέληδες και διεφθαρμένους δημόσιους υπάλληλους ή για φοροφυγάδες και διεφθαρμένους ελεύθερους επαγγελματίες υπηρετεί μόνο τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του διαίρει και βασίλευε.

Πέρα από τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, υπάρχει ένας τρίτος όρος: το κοινό καλό, res publica. Το κοινό καλό αντιπροσωπεύει την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου, την ενέργεια που εμψυχώνει την κοινωνία και δημιουργεί την αίσθηση της αλληλεγγύης. Ο δημόσιος τομέας εκπροσωπούσε παραδοσιακά αυτό το κοινό καλό, που όμως σήμερα δεν εκφράζεται πια αποκλειστικά από το κράτος. Αυτό το κοινό συμφέρον, ή κοινοπολιτεία (commonwealth), οριοθετειται αναμφισβήτητα από τον βαθύ ανταγωνισμό και την συγκρουση ανάμεσα στο λαό και τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Ωστόσο, σε αυτό τον καιρό της επικείμενης καταστροφής, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να απευθυνθούν στην δεξαμενή του κοινού αισθήματος για να σώσουν το ανθρώπινο πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας.

Η κοινωνική αποστροφή για τις πολιτικές ελίτ πρέπει να μετατραπεί από απαθή αποστασιοποίηση σε ενεργή δύναμη. Διάφορες ιδέες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Θα μπορούσε ίσως να δημιουργηθεί μια εξεταστική επιτροπή, πέρα από τα δύο μεγάλα κόμματα, από Έλληνες και ξένους οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες για να εξετάσει γιατί εκτινάχτηκε το χρέος και πως ξοδεύτηκαν τα κονδύλια. Οι Έλληνες πρέπει να προετοιμαστούν πολιτικά και οικονομικά για μεγάλη μείωση του χρέους η και έξοδο από το ευρω. Αυτές οι λύσεις θεωρούνταν ακραίες μέχρι πρόσφατα, τώρα όμως προτείνονται τόσο από συστημικούς αναλυτές όσο και από τις αγορές. Το αν η αναδιάρθρωση του χρέους (haircut) ή η στάση πληρωμών θα γίνει προς όφελος του λαού η των χρηματιστών, θα εξαρτηθεί από την πολιτική κινητοποίηση της επόμενης περιόδου.

Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ πρέπει να λογοδοτήσουν για την καταστροφή της χώρας. Θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα δικαστήριο τύπου Bertrand Russell για να διερευνήσει την ηθική και νομική ευθύνη τους. Η κυβέρνηση δεν έχει την παραμικρή νομιμοποίηση για τα μέτρα και η συμπεριφορά των ελεγκτών του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θυμίζει αποικιοκράτες σε περιοχές υπό διεθνή κηδεμονία. Επομένως η συνταγματικότητα των μέτρων πρέπει να ελεγχθεί δικαστικά, κάτι που ήδη γίνεται από σημαντικούς φορείς της κοινωνίας, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.

Γενικότερα, η Ελλάδα χρειάζεται ένα μεγάλο, πατριωτικό μέτωπο αντίστασης, πέρα από κομματικές εντάξεις. Μια ηγεμονική πολιτική αναγνωρίζει την πολυδιάσπαση των κοινωνικών δυνάμεων και προσπαθεί να αναγάγει μια βασική αντίφαση που συμπυκνώνει τις αντιθέσεις σε γραμμή αντιπαράθεσης των λαϊκών δυνάμεων. Το κοινό καλό και η δημοκρατία είναι οι καλύτεροι υποψήφιοι για ηγεμονική πολιτική. Ένα τέτοιο μέτωπο δημιουργεί την απαραίτητη δυναμική για να μετατρέψει την άμυνα σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.

Οι ευρωπαϊκές ελίτ φοβήθηκαν ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας θα δημιουργήσει προβλήματα για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Τώρα που ξέρουμε ότι η θεραπεία είναι χειρότερη από την ασθένεια, ίσως να καταλάβει η Ευρώπη ότι διάλεξε το λάθος πειραματόζωο. Ο όρος “κρίση νομιμοποίησης” περιγράφει τη μαζική απώλεια εμπιστοσύνης στο εξ ορισμού εύθραυστο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορεί πλέον να συγκεντρώνει τη λαϊκή συγκατάθεση σε μια ισορροπία ισχύος τόσο κατάφωρα και άδικα οργανωμένη κατά των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται όταν το κενό που πάντα υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, γίνεται αγεφύρωτο χάσμα και ο ισχυρισμός των ελίτ ότι εκφράζουν το κοινό συμφέρον δεν πείθει πια κανέναν.

Το τέλος ή ο σκοπός της πολιτικής είναι η προσωρινή ειρήνευση της κοινωνικής σύγκρουσης και η προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν η πολιτική χάνει αυτό το σκοπό, έρχεται το δικό της τέλος. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα: οι Έλληνες πρέπει να παλέψουν για την επιβίωση της πολιτικής. Αν από πειραματόζωα γίνουν η πρωτοπορία της αντεπίθεσης των Ευρωπαίων κατά του καταστροφικού νεοφιλελευθερισμού, θα προσφέρουν στον κόσμο μια υπηρεσία ισάξια με την επινόηση της δημοκρατίας.

*Ο Κώστας Δουζίνας, καθηγητής νομικής, είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Birkbeck College (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου). Τα βιβλία του Το Τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Νόμος και Αισθητική κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαζήση, ενώ Ο Λόγος του Νόμου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Τα τελευταία του βιβλία, στην αγγλική γλώσσα, είναι τα Adieu Derrida, Critical Jurisprudence και Human Rights and Empire.

Saturday, October 23, 2010

«Je lutte des classes»: η ανατομία της σύγκρουσης στη Γαλλία της Martine Bulard
Αναδημοσίευση από τα Ενθέματα

Το κίνημα κατά της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης στη Γαλλία σημείωσε την Τρίτη μια σημαντική επιτυχία, που όχι μόνο μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για την πορεία της γαλλικής κοινωνίας αλλά στέλνει ένα μήνυμα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Σε μια από τις μαζικότερες κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων, εκατομμύρια άνθρωποι αμφισβήτησαν την κυρίαρχη λογική των «αναγκαίων» μεταρρυθμίσεων, εις βάρος του κόσμου της εργασίας. Η δυναμική των κινητοποιήσεων όμως δεν ήταν δεδομένη· χτίστηκε σιγά σιγά πάνω σε ορισμένες θεμελιώδεις προϋποθέσεις: σοβαρή συνδικαλιστική δράση στους χώρους δουλειάς αντί μιας γενικόλογης ρητορείας που θα εξαργυρωθεί πολιτικά σε κάποιες εκλογές, ενότητα δράσης των συνδικάτων και της Αριστεράς αντί της πολυδιάσπασης και του διαρκούς ανταγωνισμού, μακρόπνοος σχεδιασμός των κινητοποιήσεων (οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν στις αρχές Ιουνίου) αντί μιας «συμβολικής» μεγάλης διαμαρτυρίας, χωρίς συνέχεια. Μάλλον χρειαζόμαστε κι εμείς μερικά μαθήματα γαλλικών.



Ήταν πιο νέοι, πιο πολλοί και πιο μαχητικοί. Ο αριθμός των Γάλλων που διαδήλωσαν την περασμένη Τρίτη στις περισσότερες πόλεις της χώρας ξεπέρασε, σύμφωνα με τα συνδικάτα, τα τρία εκατομμύρια (κατά την αστυνομία στους δρόμους βγήκαν 1,2 εκ.). Πέρα όμως από τους αριθμούς, το σημαντικό είναι πως στην κινητοποίηση συμμετείχαν μαθητές και φοιτητές, εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα (μαζί με τους εργάτες στα 11 από τα 12 γαλλικά διυλιστήρια) και υπάλληλοι του δημοσίου. Πρόκειται αναμφισβήτητα για τεράστια επιτυχία, ακριβώς τη στιγμή που η κυβέρνηση υπολόγιζε στην «κούραση» των διαδηλωτών και τον κατακερματισμό του κινήματος, για να μπορέσει να περάσει αβρόχοις ποσί τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.

Τον περασμένο Ιούνιο, όταν έγινε η πρώτη διαδήλωση, την οποία θα διαδέχονταν μια σειρά από ολοένα και μεγαλύτερες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, κυριαρχούσε στον γαλλικό λαό ένα αίσθημα παραίτησης και αποδοχής των «αναγκαίων» μεταρρυθμίσεων. Κι όμως, μερικούς μήνες αργότερα, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός πως ο γαλλικός λαός απορρίπτει τα σχέδια της κυβέρνησης.

Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που εξηγούν αυτή την αντιστροφή του κλίματος. Πρώτον, τα συνδικάτα συγκρότησαν ένα ενιαίο μέτωπο αμφισβήτησης της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης, παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους ή τις άλλες ιδεολογικές τους διαφορές. Αυτό τους επέτρεψε να συσπειρώσουν τους εργαζομένους, πηγαίνοντας από εταιρεία σε εταιρεία, και να δώσουν τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα στα επιχειρήματά τους.

Δεύτερον, οι ίδιοι οι χώροι εργασίας έχουν γίνει ανυπόφοροι, κι αυτό το νιώθουν ολοένα και πιο έντονα οι εργαζόμενοι. Πολλοί διαδηλωτές είπαν, μιλώντας στον Τύπο, πως απλούστατα «δεν αντέχουν να δουλεύουν μέχρι τα 67 ή και παραπάνω» — μάχονται για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να τους καταστρέψει η δουλειά τους. Τέλος, ένα αίσθημα μεγάλης αδικίας έπαιξε ρόλο στη στάση που τηρούν επί του παρόντος οι Γάλλοι εργαζόμενοι. Τη στιγμή που ανακοινώνονταν οι «αναγκαίες» μεταρρυθμίσεις, το κοινό μάθαινε πως μια από τις πλουσιότερες γυναίκες στη Γαλλία, η κληρονόμος της L’Oreal Λιλιάν Μπετανκούρ, πήρε από το υπουργείο Οικονομικών ένα τσεκ με μια τεράστια επιστροφή φόρου, λόγω της μείωσης του ανώτατου φορολογικού συντελεστή, η οποία θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα δώρο στους μεγιστάνες του πλούτου.

Σημαίνουν άραγε όλα αυτά πως βρισκόμαστε στο κατώφλι ενός νέου Μάη, όπως υποστήριξαν κάποιοι; Ορισμένες όψεις της παρούσας σύγκρουσης κατατείνουν πράγματι σε αυτό: υπάρχει μια εμφανής αίσθηση δυσαρέσκειας σε ευρύτατα τμήματα των εργαζομένων, έχουν αναδειχθεί οι οικονομικές ανισότητες που προκαλούν σοκ, και πολλοί αισθάνονται πως βρίσκονται στριμωγμένοι στο πρώτο σκαλί της αγοράς εργασίας, χωρίς καμιά ελπίδα να ανελιχθούν έστω και λίγο — πολλώ δε μάλλον να φτάσουν στην κορυφή. Αυτό το «ώς εδώ» είναι που παράγει τις κοινωνικές εκρήξεις. Στα γεγονότα όμως του Μάη του 1968 πρωταγωνίστησε μια συμπαγής, μαχητική Αριστερά, που προσέβλεπε σε μεγάλο βαθμό στην εξουσία. Η Αριστερά, την εποχή εκείνη, εκπροσωπούσε τη βούληση να σταματήσει επιτέλους η πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς που είχε κρατήσει ήδη πάνω από δύο δεκαετίες και έμοιαζε ακλόνητη. Στον Μάη άλλωστε οι δημόσιοι διανοούμενοι συντάχθηκαν με την προοπτική μιας κοινωνικής ανατροπής.

Η παρούσα πολιτική συγκυρία δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Σήμερα η σοσιαλιστική Αριστερά δεν είναι τόσο πρόθυμη να προχωρήσει σε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ο Ντομινίκ Στρως-Καν, ένας από τους πιθανούς υποψηφίους του Σοσιαλιστικού Κόμματος στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, δήλωσε τον περασμένο Μάιο δημόσια πως «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να παίρνουμε σύνταξη στα 60». Τα κόμματα της «άκρας» Αριστεράς παραμένουν διαιρεμένα και διαφωνούν σε κομβικά ζητήματα, παρόλο που κατόρθωσαν να συγκροτήσουν ένα κοινό μέτωπο ενόψει της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος. Όσο για τους διανοούμενους, πέρα από μια συλλογικότητα με την επωνυμία Les Economistes Atterrés (Τρομοκρατημένοι οικονομολόγοι), η οποία ασκεί κριτική στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης, οι υπόλοιποι λάμπουν διά της σιωπής τους.

Η απήχηση, η αποφασιστικότητα και τα καινούργια συνθήματα του κινήματος είναι, από πολλές απόψεις, κάτι που δεν έχει προηγούμενο στη Γαλλία. Τo «Je lutte des classes» (Εγώ παλεύω/πάλη των τάξεων), που δημιούργησε ο σχεδιαστής Ζεράρ Παρί-Κλαβέλ και το εργαστήριό του Ne Pas Plier έγινε έμβλημα των διαδηλωτών — ένα λογοπαίγνιο που συνδυάζει σε μια φράση τις προσωπικές και τις συλλογικές μάχες που διεξάγονται σήμερα.

Και αυτό που συμβαίνει είναι ότι αναζωπυρώνεται η ταξική πάλη, που είχε ξεχαστεί από τη δεκαετία του 1980. Η συστράτευση νέων (που ανησυχούν για το μέλλον τους) και μεγαλύτερων (που ανησυχούν για τη σύνταξή τους) είναι μια εξέλιξη που υπόσχεται πολλά. Το αν το κίνημα αυτό θα επιτύχει τους στόχους του θα εξαρτηθεί εν μέρει από την επόμενη κινητοποίηση, το Σάββατο 16 Οκτωβρίου.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφ. «Guardian» στις 13.10.10. Η Martine Bulard είναι οικονομολόγος, δημοσιογράφος και μέλος της σύνταξης της «Monde diplomatique». Έχει γράψει τα βιβλία «Inde Chine, la course du dragon et de l’éléphant» (Fayard 2009) και «L’Occident malade de l’Occident» (Fayard 2010, μαζί με τον Jack Dion).


Αναδημοσίευση από τα Ενθέματα

Thursday, September 30, 2010

Μια μαρξιστική ερμηνεία της κρίσης
αναδημοσίευση από
Αριστερό Βήμα

Συνέντευξη του Ντέιβιντ Χάρβεϊ στο περιοδικό International Socialist Review. Ο διακεκριμένος μαρξιστής ανθρωπολόγος, γεωγράφος και οικονομολόγος αναφέρεται στις κεντρικές ιδέες του τελευταίου βιβλίου του "The Enigma of Capital" (Το Αίνιγμα του Κεφαλαίου), επιχειρεί μια μαρξιστική ανάλυση της κρίσης και θίγει στρατηγικής σημασίας ζητήματα του διεθνούς εργατικού κινήματος. Μετάφραση της Αριάδνης Αλαβάνου.



* Στο “Αίνιγμα του Κεφαλαίου” επιτίθεστε στους οικονομολόγους του κατεστημένου γιατί απέτυχαν να προβλέψουν την κρίση. Μπορείτε να μας πείτε γιατί οι αστοί οικονομολόγοι δεν είδαν την επερχόμενη κρίση, την οποία προέβλεπαν πολλοί μαρξιστές; Πόσο υπερέχει ο μαρξισμός έναντι της αστικής οικονομικής επιστήμης, απ΄ αυτή την άποψη;

--Θεωρώ ότι κεντρική θέση στο μαρξισμό κατέχει η ιδέα της αντίφασης, ότι το καπιταλιστικό σύστημα θεωρείται πως εμπεριέχει μια σειρά θεμελιωδών αντιφάσεων που συγκρούονται και συνεπώς παράγουν μια κοινωνία που διατρέχεται διαρκώς από διαφόρων ειδών εντάσεις. Για παράδειγμα, η ένταση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι μια εμφανής κατάσταση στην οποία κάθε μαρξιστής θα όφειλε να στρέψει την προσοχή του – στο χαρακτήρα δηλαδή του ταξικού αγώνα. Υπάρχουν, όμως, και άλλες εντάσεις, ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση , στην αξία χρήσης και στην ανταλλακτική αξία. Όλες αυτές οι εντάσεις υπάρχουν. Τι είναι ένα σπίτι; Είναι μια αξία χρήσης, εκεί που οι άνθρωποι κατοικούν, ή είναι μια ανταλλακτική αξία; Εκείνο που διαπιστώσαμε στην πρόσφατη κρίση είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτή η ένταση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην ανταλλακτική αξία μιας κατοικίας ξεσπάει με τη μορφή μιας μακρο-κρίσης. Συνεπώς, από μαρξιστικής σκοπιάς, πάντα υπάρχουν εντάσεις. Έτσι το μόνο ενδιαφέρον ερώτημα, από τη σκοπιά του μαρξισμού, είναι το πότε ξεσπούν αυτές οι εντάσεις και λαμβάνουν τη μορφή μιας μεγάλης κρίσης αστάθειας και, άρα, πρέπει να ξεπεραστούν με την εμφάνιση ενός διαφορετικού σχηματισμού καπιταλιστικών δυνάμεων, στην περίπτωση που κρίση λύνεται μέσα στον καπιταλισμό.
Υπάρχει ένα ανέκδοτο για τους μαρξιστές, λέγεται ότι προέβλεψαν σωστά τις τελευταίες δώδεκα από τις τελευταίες τρεις κρίσεις. Συνεπώς, πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός όταν λέει πως μια αντίφαση πρόκειται να πάρει εκρηκτικές διαστάσεις κρίσης ή ότι αυτή η κρίση πρόκειται να είναι η τελειωτική. Η μαρξιστική θεωρία, όμως, μάς λέει ότι δεν υπάρχει σταθερό καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι, επί παραδείγματι, όταν οικονομολόγοι από τον Μπεν Μπερνάνκι [νυν διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ ] μέχρι τον Πολ Κρούγκμαν αρχίζουν να μιλούν για τη δεκαετία του 1990 ως μια περίοδο “μεγάλης αυτοσυγκράτησης” και όταν λένε ότι οι κρισιακές τάσεις έχουν ξεπεραστεί, γνωρίζει κανείς, αν δει τα πράγματα από μαρξιστική σκοπιά, ότι δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Πολύ πρόσφατα, το 2004–2005, πριν ακόμη αναλάβει ως διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, ο Μπερνάνκι υποστήριζε ότι οι τάσεις προς την αστάθεια έχουν αμβλυνθεί και δεν συντρέχει ουδείς λόγος ανησυχίας.
Οι συμβατικοί οικονομολόγοι διατηρούν μια αντίληψη για την κοινωνία που συνοψίζεται σ΄ αυτό που θα θεωρούσαν ροπή προς την ισορροπία, δηλαδή πιστεύουν πως όταν η αγορά λειτουργεί σωστά, εντός του ορθού θεσμικού πλαισίου –το οποίο περιλαμβάνει κάποιο βαθμό ρύθμισης των συμβολαίων και των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων--, πρέπει να παράγει μια κατάσταση ισορροπίας. Έτσι, τα συμβατικά οικονομικά πάντα μιλούν για την τάση προς σύγκλιση, προς ισορροπία, και ότι η ισορροπία είναι δυνατή υπό τον όρο ότι υπάρχει σωστό μείγμα πολιτικής και δεν σημειώνεται κάτι εξωγενές που να δημιουργεί αναταράξεις στο όλο σύστημα. Εξωγενή προβλήματα θα μπορούσαν να αποκληθούν οι φυσικές καταστροφές, οι πόλεμοι, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και ο προστατευτισμός. Κρίση θα μπορούσε να υπάρξει λόγω αυτών των εξωγενών παραγόντων [υποστηρίζουν οι συμβατικοί οικονομολόγοι], η οποία θα ξεστράτιζε το σύστημα από το μονοπάτι της ισορροπίας, όμως η ισορροπία είναι πάντα κάτι το εφικτό.
Από μαρξιστικής σκοπιάς, η ισορροπία είναι ασυνήθης κατάσταση. Υπάρχουν πάντα δυνάμεις που μας απομακρύνουν, δυνάμεις εσωτερικές στη δυναμική του συστήματος. Έτσι, η μαρξιστική αντίληψη θα εξέταζε αυτό το ζήτημα με πολύ διαφορετικό τρόπο. Και πάλι, όμως, επανέρχομαι σ΄ αυτό που είπα προηγουμένως, πάντα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός, όταν εξετάζει από τη μαρξιστική σκοπιά το θέμα αυτό, και να μη λέει , "Ιδού η επόμενη κρίση και αυτή θα είναι η τελειωτική”. Αυτό που επιχειρώ στο “Αίνιγμα του Κεφαλαίου” είναι να μιλήσουμε πολύ συγκεκριμένα για το ποια είναι η φύση των εσωτερικών αντιφάσεων του καπιταλισμού και γιατί η λύση της κρίσης της δεκαετίας του 1970 δημιούργησε μια δομή που εμπεριείχε την πιθανότητα δημιουργίας κρίσης του είδους που είδαμε να ξεσπάει γύρω μας τα τελευταία δυο-τρία χρόνια. Αυτό οδηγεί στο μέγα ερώτημα: Τι είδους προσαρμογές είναι πιθανόν να συντελούνται στην καπιταλιστική δυναμική, οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν τα θεμέλια μιας νέας κρίσης στο μέλλον;

*Πιστεύετε ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση αποτελεί επίσης κρίση της αστικής νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας;

--Αναμφίβολα, η νομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης θεωρίας αμφισβητείται. Πολλοί, που κάποτε ήταν ακλόνητοι υποστηρικτές της υπόθεσης των αποτελεσματικών αγορών, σήμερα αναγνωρίζουν το λάθος τους. Πολλοί οικονομολόγοι φαίνεται να συναινούν στο ότι, όντως, απαιτούνται πιο δυναμικές μορφές παρέμβασης στην οικονομία, προκειμένου να τερματιστεί η κρίση και να σταθεροποιηθεί το σύστημα. Τα συνήθη νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα, τα οποία προβάλλονταν στις δεκαετίες του 1970 και 1980 ως ο τρόπος εξόδου από την κρίση, δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιηθούν – συμπεριλαμβανομένου, βεβαίως, του επιχειρήματος ότι η κρίση οφείλεται στα αρπακτικά συνδικάτα , στους άπληστους εργάτες και συνεπώς η εργασία δεν πρέπει να αμείβεται πολύ. Στην εποχή μας, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει αυτό το επιχείρημα. Στην πραγματικότητα, το μόνο επιχείρημα που στέκει, ως προς αυτό, είναι πως οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε αδυναμία, στις παρούσες περιστάσεις.
Βεβαίως, ιδεολογικά είναι εξαιρετικά δύσκολο να πει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα ή η δεξιά πτέρυγα του Δημοκρατικού ότι η απάντηση είναι να ενισχυθούν και πάλι οι εργαζόμενοι στις παρούσες συνθήκες. Ένα μέρος όπου αρχίζουμε να βλέπουμε σημάδια του τι συμβαίνει είναι ασφαλώς η Κίνα. Για πρώτη φορά επέτρεψε η κεντρική κινεζική κυβέρνηση να εξελιχθεί μια μεγάλη απεργία που δεν είχε οργανωθεί από τα συνδικάτα που καθοδηγεί το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά ήταν αυθόρμητη. Είδαμε την απεργία στην εταιρεία Honda, που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μισθοί κατά 30–40%. Στην εταιρεία Foxconn έγινε σύγκρουση, η οποία οδήγησε στο διπλασιασμό των μισθών. Φαίνεται πως τώρα η κινεζική κυβέρνηση ενισχύει τα δικαιώματα των εργατών, κάτι που δεν βλέπουμε σε όλον τον υπόλοιπο αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, όπως στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.

*Με βάση την πρακτική των κυβερνήσεων και των οικονομολόγων του κατεστημένου, τι αντικαθιστά τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία;

--Υπάρχει μια θεωρία του νεοφιλελευθερισμού που στην πραγματικότητα ουδέποτε λειτούργησε. Η Μάργκαρετ Θάτσερ επιχείρησε να την εφαρμόσει και απέτυχε μέσα σε τρία-τέσσερα χρόνια. Υπάρχει επίσης μια πραγματιστική μορφή νεοφιλελευθερισμού, η οποία μονίμως υπερασπίζεται τις ελεύθερες αγορές και την παύση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Στην πράξη, όμως, αυτό σήμαινε υποστήριξη προς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Στη μεξικανική κρίση χρέους π.χ., το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και το αναζωογονημένο ΔΝΤ έσωσαν το Μεξικό, προκειμένου να σώσουν τους τραπεζίτες της Νέας Υόρκης. Εκείνο που συνέβη λοιπόν ήταν η εισαγωγή του ηθικού κινδύνου στο σύστημα. Το βασικό στοιχείο αυτού του τελευταίου είναι ότι σε κάθε περίπτωση αποφασίζεται να διασώζονται τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με κάθε κόστος. Αυτό δεν είναι διόλου συμβατό με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η καθαρή ιδεολογία, θα έλεγε: “Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς. Αν κάνεις μια κακή επένδυση και χρεοκοπήσεις, τόσο το χειρότερο”. Αυτή τη στιγμή εκείνο που βλέπουμε είναι πως η επίσημη ιδεολογία, που θέλει να κρατήσει το κράτος μακριά από οτιδήποτε, έχει πρόβλημα, εφόσον η πολιτική εξουσία υιοθετεί ανοιχτά την απαίτηση να σωθούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εις βάρος του πληθυσμού. Φαίνεται ότι διεξάγεται κάποια πάλη γύρω απ΄ αυτό το ζήτημα, επειδή τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος υπάρχουν άνθρωποι που δεν συμφωνούν μ΄ αυτό.
Όπως το βλέπω αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει η πρόθεση οποιασδήποτε αλλαγής αυτής της θέσης, δηλαδή ότι αυτό είναι που πρέπει να γίνει. Όμως, το πρόβλημα που προκύπτει είναι ότι έτσι μετατοπίζουν την κρίση. Και πάλι, μία από τις θέσεις, που για μένα είναι πολύ σημαντικές, στο “Αίνιγμα του Κεφαλαίου” αφορά το ότι το κεφάλαιο δεν ξεπερνά τις κρισιακές τάσεις του , αλλά τις ανακυκλώνει. Δόθηκε μεν κάποια λύση στο θέμα της τραπεζικής κρίσης, αλλά τώρα προέκυψε η κρίση των κρατικών χρεών, των οικονομικών των κρατών. Το βλέπετε αυτό βεβαίως στη Νότια Ευρώπη, στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Δημοσιονομική κρίση υπάρχει και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, με τη σοβαρή δυσκολία που έχει η Καλιφόρνια π.χ., η οποία διατηρεί έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς προϋπολογισμούς στον κόσμο. Έτσι, η κρίση μετατοπίστηκε από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στα δημόσια οικονομικά. Υπάρχει λοιπόν ένα μεγάλο ερώτημα, πώς θα αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, και αυτό είναι το κύριο ζήτημα της ημερήσιας διάταξης τούτη τη στιγμή. Ενώ το περασμένο έτος το ζήτημα ήταν πώς θα σταθεροποιηθούν οι τράπεζες, τώρα είναι πώς θα σταθεροποιηθούν τα δημόσια οικονομικά και αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν πρόκειται να λυθεί εύκολα. Θα απασχολεί τα επόμενα δέκα ή δεκαπέντε χρόνια.
Παράλληλα μ΄ αυτό, όσο επιχειρούν να σταθεροποιήσουν τα δημόσια οικονομικά μέσω της λιτότητας θα διατηρούν υψηλή ανεργία. Αυτό είναι το ζήτημα που εμφανίζεται τώρα, μετατόπισαν την κρίση από τις τράπεζες στα δημόσια οικονομικά και στη συνέχεια στο λαό με τη μορφή της λιτότητας και της ανεργίας. Συνεπώς, το μείζον ερώτημα είναι, πώς θα αντιδράσει ο λαός; Βλέπουμε την αντίδρασή του σε κάποιο βαθμό με τις απεργίες στην Ελλάδα και στην Ισπανία, καθώς και με τον αναβρασμό που υπάρχει στα πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, όπου αρχίζει να οικοδομείται λαϊκή αντίσταση εναντίον του τρόπου με τον οποίο σταθεροποιούνται τα δημόσια οικονομικά εις βάρος του λαού. Βεβαίως, τα δημόσια οικονομικά περιήλθαν σε χαοτική κατάσταση, επειδή σταθεροποίησαν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ένα είδος αλυσιδωτού φαινομένου. Συνεπώς, το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εξαρτάται κατά τη γνώμη μου από το πώς θα εξελιχθεί ο ταξικός αγώνας. Θα είναι ένας ταξικός αγώνας έναντι ενός κρατικού μηχανισμού και μιας κρατικής εξουσίας που λένε, “Εσείς πρέπει να πληρώσετε το κόστος της κρίσης”, ενώ πολλοί άνθρωποι λένε “Όχι δεν πρέπει να πληρώσουμε εμείς το κόστος της κρίσης. Πρέπει να το πληρώσουν οι τραπεζίτες, οι χρηματιστές και οι ανώτερες τάξεις”, οι περισσότεροι –κάποιοι βέβαια έχουν πληγεί-- από τους οποίους βγήκαν, μέχρι στιγμής, αλώβητοι από την κρίση. Έτσι θα δούμε να εξελίσσεται αυτή η δυναμική του ταξικού αγώνα.

*Όπως αναφέρατε, εδώ, στις ΗΠΑ, και στην Ευρώπη εφαρμόζονται μέτρα λιτότητας. Πιστεύετε ότι αυτά τα μέτρα θα δώσουν λύση στην κρίση;

--Τα μέτρα λιτότητας θα μπορούσαν να βοηθήσουν στο ξεπέρασμα της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους, αλλά θα επαναληφθεί αυτό που έγινε με τη δημοσιονομική κρίση που προέκυψε από τη λύση της κρίσης των τραπεζών. Το ερώτημα είναι λοιπόν: Τι είδους κρίση θα προκληθεί απ΄ αυτά τα μέτρα; Κρίση ανεργίας, βεβαίως. Εάν τα κράτη εφαρμόσουν μέτρα λιτότητας –όπως ο Κάμερον στη Βρετανία που μιλά για μεγάλες περικοπές-- αυτά θα προκαλέσουν μεγάλη ανεργία. Στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης το θέμα συζήτησης είναι οι μεγάλες περικοπές του προϋπολογισμού και η μαζική ανεργία που θα προκληθεί στον δημόσιο τομέα. Θα εξαπολυθεί στη συνέχεια ένας μεγάλος αγώνας μεταξύ του κράτους και των συνδικάτων του δημόσιου τομέα ιδίως . Έτσι είναι πιθανόν να δούμε, όπως είδαμε στην Ελλάδα και στην Ισπανία, έναν εκτεταμένο αγώνα, επειδή η κρίση μεταφέρεται σε άλλο χώρο, και αυτό μας επαναφέρει στη θέση μου ότι οι κρίσεις δεν λύνονται, απλά μετατοπίζονται από τη μια σφαίρα στην άλλη.

*Πώς βλέπετε την αντίδραση της Αριστεράς στις περικοπές του προϋπολογισμού και ποιο δρόμο πιστεύετε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει η Αριστερά για να προχωρήσει μπροστά;

--Εξαρτάται από το τι αποκαλείτε Αριστερά. Υπάρχουν πολλές ομαδοποιήσεις στην Αριστερά που δυσανασχετούν μ΄ αυτή την κατάσταση, αλλά δεν βλέπω μια ενιαία ανάλυση της Αριστεράς σχετικά με τη φύση του προβλήματος. Βλέπω πολλά είδη λύσεων και διαφορετικές διατάξεις οργάνωσης. Έτσι νομίζω ότι η Αριστερά δεν αντιδρά με ενιαίο τρόπο. Πιστεύω ότι τώρα, στο βαθμό που η κρίση μετατοπίζεται προς τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα, είναι πιθανόν να δούμε πιο κλασικές μορφές ταξικού αγώνα ως αντίδραση έναντι της κατάστασης από ό,τι συνέβη όταν η κρίση έδρευε στο τραπεζικό σύστημα. Αυτό θα οδηγήσει στη σύγκλιση πολλών δυνάμεων της Αριστεράς γύρω από την ιδέα ότι πρέπει να προστατεύσουμε τον πληθυσμό γενικά έναντι των μέτρων λιτότητας που προέρχονται από το κράτος.
Θεωρώ ότι οι αντικειμενικές συνθήκες υπό τις οποίες εξελίσσεται η κρίση είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε πιο ενοποιημένη πολιτική μέσα στην Αριστερά, ωστόσο υπάρχουν πολλές διαφορετικές ομαδοποιήσεις. Μερικές φορές μπλέκω σε μπελάδες που το λέω αυτό, αλλά επί παραδείγματι ο αναρχικός αυτονομιστικός χώρος δεν θέλει να πάρει την κρατική εξουσία και δεν πιστεύει στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, αν και τώρα σημειώνονται κάποιες μετατοπίσεις μεταξύ των σημαντικών θεωρητικών αυτού του χώρου. Θεώρησα ενδιαφέρον στοιχείο το ότι στο τελευταίο βιβλίο τους οι Χαρντ και Νέγκρι δεν εξέφρασαν αντίθεση στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, κάτι πολύ ασυνήθιστο γι΄ αυτό το χώρο, έτσι ίσως αυτή η ιδέα μπορεί να μεταβληθεί. Πιστεύω ότι οι κλασικοί αριστεροί σχηματισμοί, και δεν μιλώ για τη σοσιαλδημοκρατία, μιλώ κυρίως για τους μαρξιστικούς και κομμουνιστικούς σχηματισμούς, έχουν πρόβλημα. Θα το παρουσιάσω εδώ χονδροειδώς. Δεν πιστεύω ότι φέρνει αποτελέσματα η ιδέα τους για τον εργοστασιακό εργάτη ως τον πρωτοπόρο προλετάριο που θα κάνει την επανάσταση. Δεν πιστεύω πραγματικά ότι αυτή η ιδέα απέδωσε ποτέ πολύ καλά αποτελέσματα. Πρέπει κανείς να διαμορφώσει μια ευρύτερη έννοια συμμαχίας δυνάμεων εντός της οποίας το συμβατικό προλεταριάτο αποτελεί σημαντικό στοιχείο, αλλά όχι αναγκαία ένα στοιχείο που παίζει ρόλο ηγεσίας.
Μια δομή ηγεσίας πρέπει να αναπτυχθεί γύρω από όλους τους ανθρώπους που συμμετέχουν. Επί παραδείγματι, ένας από τομείς ενδιαφερόντων μου θα ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη δημιουργία της αστικοποίησης, οι άνθρωποι που δημιουργούν πόλεις και οι άνθρωποι που παράγουν τη ζωή της πόλης. Τούτη τη στιγμή, στο βαθμό που ο αγώνας θα διεξαχθεί πιθανώς ανάμεσα στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και στον κρατικό μηχανισμό, θα είναι μια ειδική μορφή αγώνα που δεν βασίζεται στα εργοστάσια. Τα συνδικάτα των καθηγητών και αυτού του είδους οι ομάδες πιθανώς θα ωθηθούν να αναλάβουν έναν πιο πρωτοποριακό ρόλο. Νομίζω λοιπόν ότι οι αριστερές οργανώσεις χρειάζεται να αναρωτηθούν ποιοι θα παίξουν, πιθανώς, το ρόλο της πρωτοπορίας στην τρέχουσα κατάσταση και τι πολιτική θα έπρεπε να διαμορφωθεί σε σχέση με τις κυβερνήσεις των Πολιτειών, όπως και με τις εταιρείες.

*Ο μαρξισμός πάντα είχε να κάνει τόσο με την εξήγηση όσο και με την αλλαγή της κοινωνίας. Ποιος, κατά τη γνώμη σας, είναι ο ρόλος που πρέπει να παίξει ο μαρξισμός στην οικοδόμηση μιας νέας αντίστασης με στόχο το μετασχηματισμό της κοινωνίας;

--Θεωρώ ότι παίζει βασικό ρόλο. Από τη δική μου οπτική γωνία, η αποτυχία των άλλων μορφών κατανόησης της πολιτικής οικονομίας είναι πλέον τόσο φανερή που υπάρχει σήμερα η δυνατότητα να προωθηθεί πραγματικά σθεναρά μια πιο σαφής μαρξική αντίληψη για το πώς λειτουργεί η πολιτική οικονομία, συνεπώς θεωρώ ότι σ΄ αυτό το επίπεδο κριτικής ο μαρξισμός έχει να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο. Πιστεύω επίσης ότι η ιστορία του μαρξισμού και η εποικοδομητική πλευρά του αποτελούν συλλογική μνήμη που μπορεί να ανασυρθεί πολιτικά, και πρέπει να το πούμε ευθέως: ο βαθμός του βιοτικού επιπέδου που είχαμε επιτύχει τη δεκαετία του 1970 σχετιζόταν με τη δυναμική του ταξικού αγώνα όπως εξελίχθηκε μετά το 1917, ακόμη και σ΄ αυτή τη χώρα [τις ΗΠΑ] κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Λέγεται από κάποιους ότι ο μαρξισμός απέτυχε – ε, λοιπόν, δεν απέτυχε. Στην πραγματικότητα έπαιξε πολύ εποικοδομητικό ρόλο. Ταυτόχρονα, όσοι κινούμαστε στο πλαίσιο του μαρξισμού οφείλουμε επίσης να κοιτάξουμε πίσω και να είμαστε πολύ επικριτικοί σε αυτές που θεωρούμε πολύ συντηρητικές, μάλλον δογματικές αντιλήψεις για τον κόσμο.
Επί παραδείγματι, δεν μπορούμε να ανατρέχουμε και να παραθέτουμε τον Λένιν σαν να είναι αυτό μια λύση, κατά κάποιον τρόπο. Ο καλός μαρξιστής αυτό που κάνει είναι να εξετάζει τη συμβατική κατάσταση και να την αναλύει συνεχώς, δοθείσης της μεθόδου του Μαρξ [που τον προτρέπει] να προσπαθεί και να κατανοεί τη δυναμική της κατάστασης και συνεπώς να παρεμβαίνει με τρόπο που να οδηγεί την κοινωνία σε πιο δημοκρατικές και εξισωτικές λύσεις και τελικά σε λύσεις που είναι εντελώς αντικαπιταλιστικές. Πιστεύω ότι ο μαρξισμός ως επαναστατική θεωρία και ως επαναστατική πράξη έχει να διδάξει πολλά. Υπάρχει μια θαυμάσια ιστορική καταγραφή, αλλά πρέπει να προσεγγίσουμε με κριτικό τρόπο το τι κάναμε λάθος και τι σωστά, και γι΄ αυτό πιστεύω ότι τούτη η στιγμή είναι εξαιρετική για να παρουσιάσουμε ξανά , αν θέλετε, τη μαρξική επιχειρηματολογία, νομίζω μάλιστα ότι πολύ περισσότερος κόσμος είναι πρόθυμος να ακούσει. Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση του Pew Research Center που αναφέρει ότι μόνο το 43% των ανθρώπων της χώρας πιστεύει πραγματικά ότι ο καπιταλισμός είναι καλός και νομίζω ότι ειδικά ανάμεσα στη νεότερη ηλικιακά ομάδα , των 18-30 ετών, το 43% πιστεύει ότι ο σοσιαλισμός ήταν καλύτερος. Έτσι, ακόμη και σ΄ αυτή τη χώρα, οι όμοιοι του Γκλεν Μπεκ [δεξιός θρησκευόμενος λαϊκιστής, επιχειρηματίας των MME, που τον έχει φέρει στον κοινωνικό αφρό το ακραία συντηρητικό κίνημα του Tea Party] έχουν αναστατωθεί ακριβώς εξαιτίας μιας αθόρυβης, αλλά δραστικής μεταβολής στον τρόπο του σκέπτεσθαι, μιας μεταβολής που βρίσκεται υπό εξέλιξη, και αυτό μπορούμε να το υποστηρίξουμε με επιχειρήματα. Η δική μου συμβολή ήταν να γράψω το “Αίνιγμα του Κεφαλαίου” που είναι προσιτό στον κόσμο, έτσι ώστε μπορεί να σχηματίσει μια αντίληψη για το ποια είναι η μαρξική επιχειρηματολογία, χωρίς να είναι πολύ δογματικό ή αλαζονικό σχετικά μ΄ αυτή. Αυτή πιστεύω ότι είναι η κατάστασή μας τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή.

Monday, September 13, 2010

Ανακοινωση σωματείου εργαζομένων στις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»

Σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσεως η σκληρότητα του συστήματος εξουσίας είναι εμφανής. Σε τέτοιες περιόδους φαίνονται ξεκάθαρα τόσο η ιδιοτέλεια του συστήματος όσο και οι προτεραιότητες του. Κλασσική περίπτωση είναι αυτή του ιστορικού εκδοτικού οίκου “Ελληνικά Γράμματα”, του οποίου η προσφορά στον πολιτισμό είναι ανεκτίμητη. Φυσικά όταν τα πάντα μετριούνται με ποσοστά κερδοφορίας και ελλείμματος ο πολιτισμός δεν σημαίνει και πολλά. Έτσι λοιπόν ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη ανακοίνωσε την οριστική διακοπή της λειτουργίας της θυγατρικής εταιρείας «Ελληνικά Γράμματα» με αποτέλεσμα 100 εργαζόμενοι να μείνουν χωρίς δουλειά.


Ο ΔΟΛ ΠΕΤΑΕΙ 100 ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ «ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ» ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ

Η 3η του Σεπτέμβρη, «γιορτάστηκε» με τον καλύτερο τρόπο στο χώρο του βιβλίου και των εκδόσεων γενικότερα. Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, που πάντα τιμούσε με τον καλύτερο τρόπο τη μέρα αυτή, ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά το κλείσιμο ενός από τους ιστορικότερους και μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους, τα «Ελληνικά Γράμματα».

Με το λουκέτο αυτό ακυρώνεται μια ιστορία 53 χρόνων στον εκδοτικό χώρο που πρόσφερε στον πολιτισμό φέρνοντας σε επαφή τους Έλληνες με πολύ σημαντικούς συγγραφείς και ιδέες, και πετιούνται στο δρόμο 100 περίπου εργαζόμενοι δημιουργώντας παράλληλα τεράστια προβλήματα σε κάθε είδους συνεργάτες των εκδόσεων: συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, τυπογράφους κ.λπ.

Με μια κυνική ανακοίνωση ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, που πάντα έχει ως προτεραιότητα τον…πολιτισμό και την…καλλιέργεια, ενημέρωσε τους εργαζόμενους πως σε 10 μέρες (!) χάνουν τη δουλειά τους, εναρμονιζόμενος πλήρως με το πνεύμα του Μνημονίου και της κυβερνητικής πολιτικής. Στην ανακοίνωση αυτή αρνείται οποιαδήποτε συζήτηση για διασφάλιση των θέσεων εργασίας αλλά και οποιαδήποτε γραπτή δέσμευση για εκπλήρωση των υποχρεώσεών του.

Ανοίγει έτσι ο δρόμος για αντίστοιχες αντεργατικές μεθοδεύσεις σε όλο τον κλάδο του βιβλίου, και του πολιτισμού γενικότερα. Την ίδια στιγμή ο μεγαλομέτοχος κ. ΨΥΧΑΡΗΣ αγόρασε ποσοστό της τράπεζας FMPG. Τυχαίο, δε νομίζω…

Με ομόφωνη απόφαση της συνέλευσής μας οι εργαζόμενοι των Ελληνικών Γραμμάτων αρνούμαστε να συναινέσουμε στο κλείσιμο της εταιρείας και στην προοπτική της ανεργίας που μας οδηγεί ο ΔΟΛ.

Απαιτούμε:

Διασφάλιση των θέσεων εργασίας και εκπλήρωση όλων των συμβατικών υποχρεώσεων της εταιρείας.

Δεν φταίνε οι εργαζόμενοι για τη μείωση των κερδών των μετόχων του ΔΟΛ και αρνούνται να πληρώσουν την κακοδιαχείριση ή τα λάθη προηγούμενων και τωρινών διοικήσεων.

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΑΚΟΥΣΕΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ, ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ Ή ΘΑ ΔΕΙΤΕ ΣΤΟ MEGA CHANNEL ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΕΣ ΧΟΡΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ, ΘΥΜΗΘΕΙΤΕ ΤΟΥΣ 100 ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ «ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ» ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΤΟΥΣ.

Ζητάμε την αλληλεγγύη όλου του εργατικού κινήματος και των ανθρώπων της Τέχνης και του Πολιτισμού.

Σωματείο Εργαζομένων στις Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα»

Thursday, August 5, 2010

Ο αόρατος καπιταλισμός
του Δημήτρη Λιβιεράτου
αναδημοσίευση από
aformi.wordpress.com

Σ’ ένα κόσμο που το 2009 είχε πληθυσμό 6.768.167.712 κατοίκους, η Ελλάδα των 11.260.000 κατοίκων αποτελούσε το 0,166% του πλανήτη. Ωστόσο, ο ελληνικός καπιταλισμός κατέχει την 22η θέση στον κόσμο στη λίστα των πιο πλούσιων χωρών.


Ας δούμε πώς εξειδικεύεται αυτό σε μερικά βασικά χαρακτηριστικά του, που αποτελούν τους πυλώνες της δυναμικής του:

1. Μέχρι το 2009 ήταν πρώτος στον παγκόσμιο εμπορικό στόλο. Το 2010 έγινε δεύτερος, κατέχοντας το 14,8% του συνόλου της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας. Ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος αποτελείται από 2.974 πλοία συνολικής χωρητικότητας 175.540.000 τόνων. Όμως, αν συνυπολογιστεί ότι ελέγχουν και το στόλο άλλων, μικρότερων πλοιοκτητών, φτάνουμε στο 20% περίπου του παγκόσμιου στόλου! Ο υπό ελληνική σημαία στόλος είναι πέμπτη δύναμη στον κόσμο (αυτό σημαίνει ότι πολλά ελληνόκτητα πλοία ταξιδεύουν με ξένη σημαία – τους συμφέρει καλύτερα) και πρώτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέχοντας το 39,7% του συνόλου.

Μέχρι το τέλος του 2009 οι Έλληνες εφοπλιστές (μια συμπαγής ομάδα περίπου 400 πλοιοκτητών) είχαν παραγγείλει τη ναυπήγηση 748 νέων πλοίων, χωρητικότητας 64,9 εκατ. τόνων, κυρίως στα ναυπηγεία της Νότιας Κορέας και της Κίνας.

Οι εγκατεστημένες στην Ελλάδα περίπου 1.300 ναυτικές επιχειρήσεις απασχολούν πάνω από 12.000 υπαλλήλους. Το ξένο συνάλλαγμα από ναυτιλιακές υπηρεσίες το 2009 ήταν 13,552 δισ. ευρώ, έναντι 19,188 δισ. ευρώ το 2008 – η πτώση οφείλεται σε μείωση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου και σε μεγάλη πτώση των τιμών των ναύλων. Το συνάλλαγμα αυτό αντιστοιχεί στο 5,6% του ΑΕΠ!

Οι Έλληνες εφοπλιστές συνήθως αποφεύγουν τη δημοσιότητα – εξάλλου δεν υποχρεούνται καν να δημοσιεύουν ισολογισμούς, ενώ έχουν 57 φοροαπαλλαγές και η συνεισφορά τους στη φορολογία είναι μικρότερη και από των μεταναστών! Όμως, είναι επιχειρηματικά παρόντος, με εμφανή τη συμμετοχή τους σε τουριστικές εγκαταστάσεις, ναυτικές συγκοινωνίες εσωτερικού και εξωτερικού, αεροπορία, τράπεζες και άλλους τομείς όπου η συμμετοχή τους είναι λιγότερο -ή και καθόλου- γνωστή.

2. Έχει ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο και επεκτατικό στο εξωτερικό τραπεζικό τομέα: Οι ελληνικές τράπεζες, από τη στιγμή που άνοιξαν τα βόρεια σύνολρα το 1989-1990 με τη διάλυση των Ανατολικών καθεστώτων, προχώρησαν αμέσως “στους δρόμους τους παλιούς”, όπως τότε γράφαμε. Αυτή την περίπου εικοσαετία μέχρι σήμερα, η επέκταση των ελληνικών τραπεζών στα Βαλκάνια και τις Ανατολικές χώρες όχι μόνο ήταν καλπάζουσα αλλά μάλλον και πρωτοφανής στην ταχύτητά της. Σήμερα, στα μέσα του 2010, λειτουργούν περίπου 3.500 υποκαταστήματα των ελληνικών τραπεζών σ’ αυτές τις χώρες – χωρίς να λογαριάζουμε και την επέκταση των μεγάλων κυπριακών τραπεζών στις ίδιες περιοχές. Ταχύτατη είναι επίσης η επέκταση των ελληνικών τραπεζών στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια. Να σημειώσουμε επίσης ότι στην αρχή αυτής της περιόδου οι ελληνικές τράπεζες αποσύρθηκαν τελείως από τις δυτικές αγορές, πουλώντας τα καταστήματα που είχαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ, ρίχνοντας το βάρος τους σε πιο παρθένες αγορές.

Τα καθαρά κέρδη των ελληνικών τραπεζών από τα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό ήταν μεγάλα. Για την Εθνική, το 45% του συνόλου των κερδών της οφείλεται στα κέρδη από τα καταστήματά της στην Τουρκία. Για την Alpha Bank ήταν το 24% του συνόλου των κερδών της. Για την EFG Eurobank το …%, για την EGNATIA το 33% και για την Πειραιώς το 41%. Σημειώνουμε ότι στην τραπεζική κρίση που ξέσπασε από το 2008 στις ΗΠΑ και την Ευρώπη δεν σημειώθηκε ούτε μία χρεοκοπία ελληνικής τράπεζας – έστω και μικρής. Φυσικά στηρίχτηκαν από το Δημόσιο με 28 δισ. ευρώ και τελευταία με άλλα 10 δισ. ευρώ από το “πακέτο” του Μνημονίου, αλλά στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες είχαμε χρεοκοπίες τραπεζών παρά τη στήριξη του τραπεζικού τομέα.

3. Έχει χιλιάδες επιχειρήσεις με παρουσία στις Βαλκανικές χώρες, την Ανατολική Ευρώπη, τη Ρωσία, την Ουκρανία, την Τουρκία, την Αίγυπτο κ.λπ.

Κανείς δεν ξέρει με ακρίβεια πόσες – ίσως χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις έχουν εγκατασταθεί σ’ αυτές τις χώρες και τις εκμεταλλεύονται, επωφελούμενες από τα χαμηλά μεροκάματα, την απουσία ισχυρών συνδικάτων, την απουσία πλαισίων προστασίας της εργασίας, την απουσία περιβαλλοντικών δεσμεύσεων για την επιχειρηματική δραστηριότητα, τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος που ευνοεί την εξαγορά κυβερνητικών αξιωματούχων κ.λπ. κ.λπ. Ανάμεσα σ’ αυτές τις χιλιάδες επιχειρήσεις είναι και πολλές που έκλεισαν τα εργοστάσιά τους στην Ελλάδα και μετεγκαταστάθηκαν σ’ αυτές τις χώρες. Πολλές από αυτές είχαν πάρει στο μεταξύ κρατικές επιδοτήσεις με βάση τον αναπτυξιακό νόμο…

Να σημειώσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος αποτελούν 480 ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, με εργοστάσια, εμπορικές και παντός άλλου τύπου αντιπροσωπείες, συνεργαζόμενες πολλές φορές με Τούρκους επιχειρηματίες. Το σύνολο των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία είναι περίπου 6 δισ. δολάρια. Η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν η εξαγορά της τουρκικής τράπεζας FINANS BANK από την Εθνική το 2009 με 4,5 δισ. δολάρια. Ειδικά το 2009, έτος οικονομικής κρίσης για την Ελλάδα, επενδύθηκαν στην Τουρκία από Έλληνες καπιταλιστές 780 εκατ. δολάρια. Για να κάνουμε τις συγκρίσεις, ο τουρκικές επενδύσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύονται από 10 επιχειρήσεις με συνολική επένδυση 30 εκατ. ευρώ. Και παρ’ όλα αυτά ήταν αρκετό να έρθει πρόσφατα ο Ερντογάν στην Ελλάδα με πολυμελή αντιπροσωπεία Τούρκων επιχειρηματιών για ν’ αρχίσει το κλαψούρισμα ότι οι Τούρκοι θα “καταλάβουν οικονομικά” την Ελλάδα…

Ο ιδιωτικός τομέας
Ας μπούμε όμως βαθύτερα στο αρχιπέλαγος του σύγχρονου ελληνικού καπιταλισμού, εξετάζοντας τον ελληνικό ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα.

• Κατασκευαστικές εταιρείες: Ένας ισχυρός και σύγχρονος καπιταλιστικός κλάδος, που δραστηριοποιείται επίσης με επιτυχία και στο εξωτερικό. Ελληνικές κατασκευαστικές κατασκευάζουν από διυλιστήρια στη Σ. Αραβία, αυτοκινητόδρομους στην Πολωνία, οικιστικά συγκροτήματα στη Ρωσία, κάθε λογής δημόσια και ιδιωτικά έργα σε όλη την έκταση των Βαλκανίων.

• Ελληνικές πολυεθνικές: Ναι, από την Ελλάδα ενεργούν ή είναι εγκατεστημένες 216 ελληνικές πολυεθνικές! Ο κατάλογος που δίνει η “Ναυτεμπορική” δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένος – υπάρχουν και άλλες. Αυτές όλες ενεργούν σε όλο τον κόσμο με έδρα την Ελλάδα. Να σημειώσουμε ότι σ’ αυτές δεν περιλαμβάνονται τραπεζικές και ναυτιλιακές εταιορείες.

• Υπεράκτιες (off shore) εταιρείες: Υπερχώριες τις αποκαλούν μερικοί και είναι εκατοντάδες. Ένας ολόκληρος ανεξέλεγκτος κόσμος επιχειρήσεων, όπως φάνηκε από τα σκάνδαλα της τελευταίας περιόδου. Δρουν ασύδοτα, με την ανοχή ή και κάλυψη των κυβερνήσεων και του καθεστώτος, προστατεύοντας τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τη φορολόγηση, ξεπλένοντας “βρόμικο” χρήμα από τομείς μαφιόζικης καπιταλιστικής δραστηριότητας (ναρκωτικά, όπλα, trafficing κ.λπ.). Ένας μισθωτός που κάνει μια φορολογική παρατυπία ή ένας μικρομαγαζάτορας που δεν έχει τακτοποιημένα χαρτιά μπορούν να οδηγηθούν στη φυλακή ή στη χρεοκοπία, αλλά για τις αποδεδειγμένα πέραν των νόμων δραστηριότητες των πολυεθνικών υπάρχει ασυλία.

• Μερικά χτυπητά παραδείγματα ελληνικών επιχειρήσεων μεγάλης εμβέλειας: Στην Ελλάδα εδρεύει η INTRALOT, δεύτερη εταιρεία στον κόσμο στον τομέα τυχερών παιχνιδιών. Όλα της τα τερματικά και άλλα μηχανήματα, αλλά και το λογισμικό, είναι ελληνικής τεχνολογίας και παράγονται από την INTRACOM των 2.500 εργαζομένων. Η 3Ε COCA COLA είναι η δεύτερη σε κύκλο εργασιών μετά την πρώτη στις ΗΠΑ. Ελληνικής ιδιοκτησίας και με εργοστάσια σε πάνω από 30 χώρες, με πάνω από 30 εταιρείες σε χώρες με συνολικό πληθυσμό περίπου 500 εκατ. ανθρώπων. Οι ελληνικές χαλυβουργίες παράγουν πάνω από 2,5 εκατ. τόνους χάλυβα το χρόνο, καλύπτοντας τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς αλλά και εξάγοντας στο εξωτερικό. Αναφέρουμε το συγκρότημα της ΒΙΟΧΑΛΚΟ με 90 εταιρείες σε πολλές χώρες. Η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ βρίσκεται σε πολλές χώρες, μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ, παράγοντας τσιμέντο από 7 εργοστάσια. Αλλά και επιχειρήσεις με ισχυρή μετοχική συμμετοχή του Δημοσίου δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες και κατέχουν δεκάδες άλλες επιχειρήσεις. Αναφέρουμε τον ΟΤΕ (κατέχει πολλές εταιρείες τηλεπικοινωνιών – τηλεφωνίας σε όλα τα Βαλκάνια), τα ΕΛΠΕ κ.λπ. Πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία του ενεργειακού κλάδου, με την παρουσία της ΔΕΗ, της ΔΕΠΑ, της ΔΕΣΦΑ κ.λπ., αλλά και με τη συμμετοχή σε σημαντικά ενεργειακά δίκτυα πετρελαίου και φυσικού αερίου.

Καπιταλιστική “εποποιία”
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε και με άλλα σοβαρά μεγέθη στη βιομηχανία, το εμπόριο, την τεχνογνωσία, τον τουρισμό κ.λπ. Αλλά όσα αναφέραμε δειγματοληπτικά αρκούν για να δώσουν μια πρώτη εικόνα για το δυναμισμό του ελληνικού καπιταλισμού, ιδιωτικού και δημόσιου. Δεν τα νααφέρουμε προφανώς για να δοξάσουμε τον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά για να πούμε ότι η ελληνική εργατική τάξη αλλά ακόμη περισσότερο οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα δεν έχουν πάρει ποτέ το μερίδιο που δικαιούνται από την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. Μέχρι και το 2008 και για 14 συνεχόμενα χρόνια η αύξηση του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ήταν από 3 έως 5,6% σε ετήσια βάση. Από τους ταχύτερους και διαρκέστερους ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο. Μια πραγματική εποποιία για τον νεοελληνικό καπιταλισμό, μια εποποιία κερδών και επέκτασης. Ωστόσο, οι Έλληνες εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι μετανάστες δεν πήραν παρά ψίχουλα από αυτή την ανάπτυξη, ενώ η φτώχεια σταθεροποιήθηκε στο 20% και πάνω και ο επίσημος δείκτης της ανεργίας (που κρύβει μεγάλο μέρος της πραγματικής ανεργίας) παρέμεινε κοντά στο 10%.

Ένας …αόρατος καπιταλισμός
Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει καταφέρει να είναι σχεδόν …αόρατος. Σαν να μην υπάρχει! Για τα δύο μεγάλα κόμματα και το ΛΑΟΣ εξηγείται γιατί τον καλύπτουν: η …εξαφάνιση του ελληνικού καπιταλισμού βολεύει τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας, τη συνέχιση της άδικης αναδιανομής του πλούτου. Όμως πώς να εξηγήσει κανείς ότι και τα αριστερά κόμματα διστάζουν να μιλήσουν για τον ελληνικό καπιταλισμό, να αποκαλύψουν τις διαστάσεις του και τη δυναμική του; Τα πάντα συζητιούνται σ’ αυτή τη χώρα, αλλά οι λέξεις ελληνικός καπιταλισμός και πολύ περισσότερο η αποκάλυψη και αποτύπωση της πραγματικότητάς του είναι πράγματα που σπανίως θα συναντήσει κανείς ακόμη και στις δημόσιες τοποθετήσεις της Αριστεράς. Συνήθως μιλάνε με άλλες εκφράσεις, όπως “οι 200 οικογένειες”, “η ολιγαρχία”, “η πλουτοκρατία” κ.λπ. Μάλιστα, εφευρίσκουν διάφορα επίθετα για να τον χαρακτηρίσουν: καθυστερημένος, εξαρτημένος, μεταπρατικός κ.λπ. είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που έχει εφεύρει η Αριστερά για να …συσκοτίσει την πραγματικότητα ενός από τους πιο δραστήριους, σύγχρονους αλλά και σκληρούς καπιταλισμούς του κόσμου. Με αυτό τον τρόπο, ο ελληνικός καπιταλισμός, εκτός από τις μεγάλες οικονομικές του επιτυχίες, έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο σχεδόν προπέτασμα καπνού που τον καλύπτει. Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής διανόησης και μάλιστα της Αριστερής έχει αποδεχτεί τη θεωρία της “Ψωροκώσταινας”. Με μια τέτοια κακομοίρικη ανατομία του ελληνικού καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου καταφέρνουν να πείθουν την ελληνική εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό ότι δεν πρέπει να έχουν ιδιαίτερες απαιτήσεις από έναν καθυστερημένο και εξαρτημένο καπιταλισμό. Αντί να διεκδικούν απ’ αυτόν δικαιώματα, καλά θα κάνουν να αγωνιστούν εναντίον των ξένων “αφεντικών” του ελληνικού καπιταλισμού, που δεν τον αφήνουν να προοδεύσει και να ανοίξει τα φτερά του… Όλο αυτό βέβαια επιτρέπει επίσης σε μια αριστερούτσικη ελίτ να συμπαρίσταται ή και να εντάσσεται στην “καλή κοινωνία”, διεκδικώντας και κατέχοντας ρόλους στην καλλιτεχνία, τη μουσική, το θέατρο, τη λογοτεχνία και άλλους τομείς και εκδηλώσεις, που φτιασιδώνουν με άλλοθι “προοδευτικότητας” και “ελευθερίας” τον ελληνικό καπιταλισμό. Ποιος διακινδυνεύει αυτά τα προνόμια και τους ρόλους με το να τα βάλει ευθέως με τον ελληνικό καπιταλισμό; Γι’ αυτό, το να μιλάς ευθέως γι’ αυτόν είναι γραφικότητα, είναι tres banal…

Φυσικά, στην προέκταση μιας τέτοιας στάσης έρχεται και η συνεχής αναζήτηση για τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, με προγράμματα “εξυγίανσης” της ελληνικής οικονομίας, η οποία βρίσκεται όχι από το 2008 αλλά …γενικώς σε διαρκή κρίση. Βέβαια ο ελληνικός καπιταλισμός δεν έχει ανοιχτά αυτιά για να ακούσει τέτοιες προτάσεις για συμμετοχή στη διακυβέρνηση. Δεν θέλουν καμιά Αριστερά. Καλό είναι να στέκεται στο περιθώριο, πολλές φορές και σαν μια σεβαστή γραφικότητα. Μόνο σε επικίνδυνες για το καθεστώς στιγμές καλείται να βοηθήσει να ξεπεραστεί η κρίση του. Όπως ήταν η “οικουμενική” κυβέρνηση του 1989, με τη συμμετοχή και των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς. Για λίγο, μέχρι να περάσει η άμεση κρίση, κι ύστερα ξανά από την αρχή.

Τελικά, η σε μεγάλο βαθμό ενσωμάτωση της αριστερής διανόησης, ο κυβερνητισμός στην Αριστερά, η έλλειψη ταξικής προσέγγισης κ.λπ. έχουν ευθεία σχέση με την άρνηση της Αριστεράς να αναγνωρίσει τον αντίπαλό της, τον ελληνικό καπιταλισμό, και να τον στοχοποιήσει χωρίς περιστροφές. Γιατί αν κάνεις κάτι τέτοιο, οι συνέπειες είναι προφανείς: δεν μπορείς να συναγελάζεσαι με την “καλή κοινωνία”, δεν μπορείς να είσαι “χρήσιμος” στη “διακυβέρνηση του τόπου”, δεν είσαι αξιοσέβαστο μέλος του επίσημου πολιτικού συστήματος, δεν έχεις ασυλία από τον ελληνικό καπιταλισμό, τους μηχανισμούς του και τα κόμματά του.

Σημείωση: Το κείμενο αυτό συνειδητά δεν ασχολήθηκε με την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Όχι γιατί αυτή δεν υπάρχει, αλλά γιατί πρέπει πρώτα να ξέρουμε τι είναι αυτό που είναι σε κρίση.

Sunday, August 1, 2010

Ποιανού οι φόροι αυξάνονται;
του Immanuel Wallerstein

Όλοι γνωρίζουμε το παλιό ρητό “τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο εκτός από τον θάνατο και τους φόρους”. Οι περισσότεροι όμως από εμάς κάνουμε ότι μπορούμε για να αποφύγουμε και τα δύο. Οι φορολογία είναι μια ιδιαίτερα μη δημοφιλής πρακτική και σχεδόν κανένας δεν παραπονιέται για το ότι φορολογείται λίγο. Το πρόβλημα όμως είναι πως όλοι μας απολαμβάνουμε τα αγαθά τα οποία πληρώνονται από τους φόρους.


Πρόσφατα στην Γαλλία παρουσιάστηκαν κάποια ιδιαίτερα ενδιαφέροντα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων. Η Γαλλία είναι από τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά φορολογίας στον κόσμο. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία του πληθυσμού πιστεύει πως η περαιτέρω αύξηση της φορολογίας είναι αναπόφευκτη. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός πως ενώ η Γαλλία κυβερνάται από δεξιά κυβέρνηση, οι δεξιοί ψηφοφόροι περιμένουν αύξηση της φορολογίας σε μεγαλύτερα ποσοστά απ' ότι οι αριστεροί ψηφοφόροι.

Είναι γεγονός ότι η οποιαδήποτε κυβέρνηση στον κόσμο σήμερα, είτε εθνική, είτε τοπική, δεν διαθέτει αρκετό εισόδημα ώστε να ικανοποιήσει τα έξοδα τα οποία απαιτούνται για να ικανοποιήσει της υποσχέσεις της προς τους ψηφοφόρους. Έτσι, οι κυβερνήσεις αυτές αναγκάζονται, είτε να δανειστούν, με αποτέλεσμα να βυθίζονται ακόμα περισσότερο στο χρέος, είτε να μειώσουν τα έξοδα σε βάρος μερίδας του πληθυσμού. Παρόλα αυτά, ούτε ο δανεισμός, αλλά ούτε και η μείωση των εξόδων φαίνεται να επαρκούν.

Το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι οι απανταχού κυβερνήσεις αυξάνουν τους φόρους και ότι θα συνεχίσουν να τους αυξάνουν για τα επόμενα χρόνια. Οι περισσότερες όμως από αυτές αρνούνται αυτή την πραγματικότητα. Πως όμως μία κυβέρνηση μπορεί να αποκρύψει την αύξηση της φορολογίας? Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό.

Ο πρώτος τρόπος είναι να αυξηθεί των κόστος των υπηρεσιών που προσφέρονται από τις κυβερνήσεις. Εάν μία κυβέρνηση αυξήσει τα τέλη για μία άδεια ή για ένα έγγραφο, αυτό αντιστοιχεί σε έμμεση αύξηση φόρου σε αυτόν που έχει ανάγκη το έγγραφο ή την άδεια.

Ένας δεύτερος τρόπος είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης. Με αυτό τον τρόπο κάποιος ο οποίος θα έβγαινε στην σύνταξη, θα συνεχίσει να εργάζεται για περισσότερα χρόνια και έτσι θα πληρώνει και περισσότερο φόρο.

Ένας ακόμα τρόπος είναι η μείωση των κρατικών χρηματοδοτήσεων. Για παράδειγμα εάν μία κυβέρνηση είχε υποσχεθεί χρηματοδότηση στις μικρές επιχειρήσεις, η διακοπή των χρηματοδοτήσεων αντιστοιχεί σε αύξηση φόρου προς τις επιχειρήσεις, η οποία σε πολλές περιπτώσεις μεταφράζεται σε αύξηση των τιμών των προϊόντων. Οι επιχειρήσεις αναγκάζονται να αυξήσουν τις τιμές για να διατηρήσουν τα έσοδα τους στα επίπεδα πριν της διακοπής των κρατικών επιδοτήσεων. Επιπλέον στην περίπτωση όπου οι παραλήπτες της επιδότησης είναι οι πολίτες, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του επιδόματος ανεργίας, αυτό αντιστοιχεί σε έμμεση αύξηση της φορολογίας των πολιτών.

Η σημαντικότερη όμως μείωση των κρατικών επιδοτήσεων γίνεται με την μείωση της χρηματοδότησης προς την τοπική αυτοδιοίκηση. Η πρακτική αυτή έχει ως αποτέλεσμα την μετατόπιση μέρους της φορολογίας από το εθνικό στο τοπικό επίπεδο. Η τοπική αυτοδιοίκηση χάνοντας μέρος της κρατικής χρηματοδότησης αναγκάζεται, είτε να αυξήσει τους τοπικούς φόρους, για παράδειγμα τους φόρους ιδιοκτησίας, είτε να μειώσει τα έξοδα της, όπως για παράδειγμα τη χρηματοδότηση προς της πρωτοβάθμια εκπαίδευση, είτε να αυξήσει το κόστος των υπηρεσιών της προς τους δημότες.

Σε περίπτωση, για παράδειγμα, όπου η τοπική αυτοδιοίκηση ξοδεύει λιγότερα για τη δημόσια παιδεία είναι λογικό να υποθέσουμε ότι η ποιότητα της δημόσιας παιδείας θα μειωθεί. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τα πλουσιότερα κοινωνικά στρώματα να έχουν την ικανότητα να προσφέρουν στα παιδιά τους ποιοτικότερη παιδεία, ενώ αντίθετα τα φτωχότερα στρώματα να αποκτούν λιγότερο ποιοτική παιδεία ή σε πολλές περιπτώσεις καθόλου παιδεία.

Η πραγματικότητα είναι πως η φορολογία είναι αναπόφευκτη και πως η ανάγκη για αύξηση των φόρων μεγαλώνει όταν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Αυτό που δεν είναι αναπόφευκτο είναι η επιλογή της κοινωνικής τάξης, στην οποία πέφτει το μεγαλύτερο βάρος της αύξησης αυτής. Μερικοί αποκαλούν το φαινόμενο αυτό πάλη των τάξεων και σε περιόδους ύφεσης, όπως η παρούσα, το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαιτέρως αναγνωρίσιμο.

Το σύνθημα “χαμηλότερη φορολογία” είναι εντελώς ουτοπικό. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γίνει κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά υπάρχει δικαιότερη ή λιγότερο δίκαια φορολογία. Το ερώτημα είναι ποιανού κοινωνικού στρώματος η φορολογία θα αυξηθεί και με ποιον τρόπο. Το δίλημμα αυτό είναι σήμερα το κλειδί της πολιτικής διαμάχης παγκοσμίως.



Immanuel Wallerstein, Ιούλιος 15, 2010
Απόδοση: Πράπας Δημήτρης Αύγουστος 1, 2010
Διαβάστε το στα αγγλικά

Sunday, June 27, 2010

Με ποια Ευρώπη θα τσακίσουμε τις χρηματαγορές;
Του JAMES Κ. GALBRAITH*
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27/06/2010

Η ετυμηγορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι ομόφωνη: για να αναχαιτιστούν οι έφοδοι των χρηματαγορών, απαιτείται δημοσιονομική λιτότητα και μείωση των μισθών. Κατά τη γνώμη τους, αυτή είναι η ιδανική λύση για να μπει η οικονομία στον δρόμο του αποπληθωρισμού και για να επισπευσθεί το ξεπούλημα του κοινωνικού κράτους...


Στις αρχές Ιανουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση συγκάλεσε επειγόντως μια επιτροπή ειδημόνων για οικονομικά ζητήματα. Σε αυτούς συγκαταλεγόταν ένας αξιωματούχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο οποίος εξήγησε με απότομο τρόπο στον έλληνα πρωθυπουργό ότι οφείλει να ξηλώσει το κοινωνικό κράτος. Ενας άλλος σύμβουλος που εργάζεται στον ΟΟΣΑ έριξε, με χαρούμενο ύφος, την εξής ατάκα: «Μια απόφαση που εξαγριώνει όλο τον κόσμο, ακόμα και τους οπαδούς σας, δεν μπορεί παρά να είναι η σωστή απόφαση».

Το θεώρημα στο οποίο στηρίζονται οι πραγματογνωμοσύνες των ειδικών μάς είναι γνωστό, οι αγορές απαιτούν από τα κράτη να σφίξουν τη ζώνη. Οι αγοραστές ομολόγων έχουν μετατραπεί στους μοναδικούς κριτές των προγραμμάτων λιτότητας που υποχρεώνονται να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις. Μόνο εκείνοι αποφασίζουν εάν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα των χωρών να αποπληρώσουν το χρέος τους. Για να πέσουν τα επιτόκια σε υποφερτό επίπεδο και για να ξανανοίξουν οι κρουνοί της χρηματοδότησης, μια χώρα πρέπει να υποβληθεί σε ατσάλινη δημοσιονομική πειθαρχία.

Ομως η θεωρία αυτή παρουσιάζει ένα ελάττωμα, και μάλιστα σημαντικό. Οι υποσχέσεις δεν κοστίζουν τίποτα. Ακόμα κι αν ένα κράτος ικανοποιήσει όλα τα καπρίτσια των αγορών για να τις καλοπιάσει, χρειάζεται χρόνος για να τεθούν σε ισχύ τα μέτρα λιτότητας, κι ακόμα περισσότερος μέχρις ότου αποδώσουν τα αναμενόμενα. Η αναχρηματοδότηση ενός προϋπάρχοντος χρέους στηρίζεται στην εξαγγελία μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα, δηλαδή στην εμπιστοσύνη των αγορών στην καλή πίστη του οφειλέτη. Πώς, όμως, γίνεται να θεωρηθεί άξιο εμπιστοσύνης ένα κράτος που φημίζεται για την ανευθυνότητά του; Οσο κι αν η Ελλάδα ορκίζεται ότι θα μαδήσει τους δημόσιους υπάλληλους και τους συνταξιούχους, το χρέος της θα γίνει ληξιπρόθεσμο προτού κατορθώσει να κάνει πραγματικότητα τις υποσχέσεις της. Κι εδώ συνίσταται το παράδοξο: όσο περισσότερο η Αθήνα δεσμεύεται να περιορίσει τις δαπάνες της τόσο περισσότερο δυσπιστούν οι αγορές που προσπαθεί να καλοπιάσει...

Πρόκληση για Ε.Ε.

Αυτή η κατάσταση διέλυσε την ιδέα ότι ένα πρόγραμμα λιτότητας θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετό για να επιτευχθεί το ξεμπλοκάρισμα της αγοράς πιστώσεων κάτω από συνθήκες οι οποίες θα ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από ένα κράτος. Συνεπώς, το μόνο μέσο για να αποφευχθεί η στάση πληρωμών συνίσταται στη μαζική χορήγηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία δεν εξαρτώνται από τις χρηματαγορές. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε ένα διαφορετικό πρόβλημα: πώς μπορεί να πεισθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να βάλει το χέρι στην τσέπη;

Η πρόκληση αυτή μετέφερε την οικονομική κρίση στο κέντρο ενός πολιτικού μπιλιάρδου. Η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει τις δραστικές περικοπές και τις «μεταρρυθμίσεις», όχι πλέον για να καθησυχάσει τις αγορές, αλλά για να ικανοποιήσει την Ανγκελα Μέρκελ. Κι αυτό, γιατί υποτίθεται ότι η εκλογική πελατεία της γερμανίδας καγκελαρίου μπορεί να ανεχθεί την υλοποίηση ενός «σχεδίου διάσωσης» μονάχα υπό τον όρο ότι ο ελληνικός λαός θα υποβληθεί σε οδυνηρές θυσίες. Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ορκίζεται τυφλή υπακοή στο ευρώ και στους πιστωτές της, υπενθυμίζοντας όμως ταυτόχρονα στο Παρίσι και το Βερολίνο ότι, εάν αρνηθούν να τη συνδράμουν, η κατάρρευση της Ελλάδας θα συμπαρασύρει επίσης την Ισπανία και την Πορτογαλία.

Στο οικονομικό επίπεδο, το σενάριο προκαλεί αμηχανία. Εκτιμάται ότι τα μέτρα λιτότητας που υποσχέθηκε η ελληνική κυβέρνηση θα προκαλέσουν αύξηση της ανεργίας και μείωση των φορολογικών εσόδων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι θα μειώσουν αισθητά το δημοσιονομικό έλλειμμα. Επιπλέον, ο δραστικός περιορισμός της ελληνικής κατανάλωσης τον οποίο συνιστά το ΔΝΤ θα μεταφραστεί σε απώλειες θέσεων εργασίας στη γαλλική και στη γερμανική βιομηχανία, οι οποίες εξάγουν ένα μέρος της παραγωγής τους στην Ελλάδα.

Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι το ευρώ καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε υποτίμηση, δεν μπορούμε να αναμένουμε κέρδη ανταγωνιστικότητας. Σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικής κατάρρευσης και εξοντωτικών επιτοκίων δανεισμού, καθίσταται ακόμα δυσκολότερη η λήψη των μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν μια στιγμιαία ανάσα -για παράδειγμα, της «κούρας δίαιτας» του υπερτροφικού δημόσιου τομέα και των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα.

Τη στιγμή που η αντίστροφη μέτρηση πλησιάζει στο τέλος της, οι ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν παγιδευμένοι μέσα σε δυσνόητους κανονισμούς, μέσα σε μια ανύπαρκτη ουσιαστικά Ενωση, μέσα στη στενόμυαλη οπτική τους για τη φύση του προβλήματος και με την προσοχή τους στραμμένη στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα της δικής τους χώρας. Ορισμένοι υπεύθυνοι σε ανώτατα αξιώματα προβάλλουν με φανατισμό την ιδέα ότι η δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών θα τονώσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάλυσή τους οδηγεί σε μια τρομερή καταστροφή. Οταν φάνηκε ότι η γερμανίδα καγκελάριος απορρίπτει την επιλογή να δρομολογηθεί ένα σχέδιο διάσωσης, ένας άνεμος πανικού κυρίευσε όλη τη ζώνη του ευρώ. Η τιμή των «συμβολαίων Ασφάλισης απέναντι στον κίνδυνο της στάσης πληρωμών» (credit default swaps ή CDS) της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και των τραπεζών τους έφθασε στα ύψη• εύλογα, για ένα τόσο ευάλωτο χρηματοοικονομικό σύστημα όπως το ευρωπαϊκό, το οποίο χαρακτηρίζεται από χρόνια έλλειψη εγγυήσεων και καταθέσεων μεταξύ των χωρών μελών του. Παρά τις γκριμάτσες δυσφορίας της, η Μέρκελ τελικά συμφώνησε στη δρομολόγηση του σχεδίου διάσωσης.

Τα γεγονότα γρήγορα οδήγησαν τους πρωταγωνιστές του δράματος σε μια δεύτερη ανακάλυψη. Η απόφαση να προστατεύσουν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, αντί να κατευνάσει τις εντάσεις, τις αναζωπύρωνε. Πράγματι, φανταστείτε ότι κατέχετε τίτλους του πορτογαλικού χρέους. Καθώς η απόδοσή τους γίνεται αβέβαιη, επιθυμείτε είτε να τους ξεφορτωθείτε, είτε να αγοράσετε ένα CDS. Τα πορτογαλικά ομόλογα υποβαθμίζονται ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο δυσχερής ο περαιτέρω δανεισμός της Πορτογαλίας. Για τις χρηματαγορές, το καλύτερο μέσον για να υπάρξει εγγύηση των πληρωμών συνίσταται στο κλείδωμα της αγοράς ιδιωτικών ομολόγων και -όπως έκανε η Ελλάδα- στον εκβιασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε αυτή την περίπτωση, η δρομολόγηση ενός σχεδίου διάσωσης θεωρείται δεδομένη• πόσω μάλλον που η Πορτογαλία έχει καλύτερη φήμη από την Ελλάδα, καθώς θεωρείται λιγότερο «ανεύθυνη». Μετά δε την Πορτογαλία, προβλέπεται ότι θα έρθει η σειρά της Ισπανίας.

«Εξευρωπαϊσμός» του χρέους

Σε τελική ανάλυση, οι κερδοσκόποι έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τον «εξευρωπαϊσμό» του χρέους των μεσογειακών χωρών. Αυτήν ακριβώς την εξουσία χρησιμοποίησαν στα μέσα Μαΐου. Ο πανικός που κατέλαβε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπακούει στον ίδιο μηχανισμό που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να τρέμουν τον Σεπτέμβριο του 2008, στην τεράστια πίεση που άσκησαν οι αγορές πάνω στα αναποφάσιστα μέλη των δύο νομοθετικών σωμάτων. Οπως συμβαίνει και στην περίπτωση όλων των θυμάτων εκβιασμού, ο πρόεδρος Σαρκοζί είχε μια κρίση θυμού. Σε μια παρωδία επίδειξης πολιτικής πυγμής, η καγκελάριος Μέρκελ ανήγγειλε από την πλευρά της την απαγόρευση των «γυμνών» (ακάλυπτων) ανοιχτών πωλήσεων κρατικών ομολόγων -η τεχνική αυτή επιτρέπει στους κερδοσκόπους να πωλούν τίτλους τους οποίους δεν κατέχουν. Πρόκειται για αντίποινα, τα οποία δεν πρόκειται να αποθαρρύνουν ιδιαίτερα τους κερδοσκόπους. Ομως, τι περισσότερο μπορούσαν να κάνουν; Οι πωλήσεις ομολόγων και CDS της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας μπορούν να πραγματοποιηθούν και εκτός Ευρώπης, για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη ή στις Νήσους Καϊμάν. Στην παραμικρή ενέργεια την οποία οι κερδοσκόποι θα μπορούσαν να εκλάβουν ως πίεση εναντίον τους, συσπειρώνονται για να εξαπολύσουν μια νέα επίθεση.

Τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που κινητοποίησε η Ευρωπαϊκή Ενωση ηρέμησαν την κατάσταση, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Ομως, πολύ σύντομα, όλοι αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν την ολοφάνερη πραγματικότητα: τα κράτη-μέλη της Ενωσης μπορούν να βρουν χρήματα μονάχα μέσα από τον δανεισμό μεταξύ τους. Κι αυτό, γιατί τους έχει απαγορευθεί η δημιουργία νέων νομισματικών αποθεμάτων, όπως εξάλλου τους είναι αδύνατον να ενθαρρύνουν ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη και να αποσβένουν το χρέος. Κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μονάχα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Στην αρχή της κρίσης, ο ρόλος που διαδραμάτισε εστερείτο σαφήνειας σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Ενάντια στις ίδιες της τις αρχές, κατέληξε να αγοράζει τίτλους κρατικού χρέους. Με αυτήν της την ενέργεια, πήρε στα χέρια της τον έλεγχο του προβλήματος του χρέους, με τίμημα βέβαια την αύξηση της ελαστικότητας του ευρώ. Και τότε συνέβη το λογικά αναμενόμενο: το ευρώ κατέβηκε από το βάθρο του «σκληρού νομίσματος» κι άρχισε η αναπόφευκτη πτώση του. Το μοναδικό αποτέλεσμα που είχαν οι πυρετώδεις δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος ορκιζόταν σε ό,τι είχε ιερό ότι «δεν τυπώνει χρήμα»(1) αλλά αρκείται στην ανακύκλωση των προθεσμιακών καταθέσεων, ήταν να ενταθεί η σύγχυση και να δημιουργηθεί η υποψία ότι οι ηγέτες της Ενωσης τα έχουν χαμένα. Και τότε ξέσπασε ο πανικός.

Τουλάχιστον, όλη αυτή η καταστροφή χρησίμευσε στην ανάδειξη ενός από τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η χρηματοοικονομική σωφροσύνη. Η καλή λειτουργία του συστήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε αγορά. Πρέπει να μπορεί να ενεργεί για τη διασφάλιση της πληρωμής των δημόσιων χρεών με τον τρόπο που χρησιμοποιεί η αμερικανική Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed). Ειδάλλως, στο παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε», οι αγορές πάντα θα θριαμβεύουν απέναντι στις κρατικές αρχές. Η Ευρώπη κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς», χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει στον εαυτό της τα μέσα για να την ελέγξει. Επιπλέον, αποφάσισε ότι η ΕΚΤ δεν θα τροφοδοτούσε το σύστημα με επιπλέον ποσότητες χρήματος που θα δημιουργούσε. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε αγορές ισχυρότερες από τα κράτη και κράτη καταχρεωμένα, τα οποία παραπαίουν στο χείλος της χρεοκοπίας. Μονάχα η ΕΚΤ μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η τύφλωση, εγκαταλείποντας το καταστατικό της το οποίο εμποδίζει τη δράση της.

Μέχρι ποιο σημείο θα αντιγράψει την πολιτική της προσφοράς ρευστότητας που εφάρμοσε η Fed το φθινόπωρο του 2008; Ενα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα κι αν ολοκληρώσει τη μετάλλαξή της και δώσει τέλος στη χρηματοοικονομική κρίση, η οικονομική κρίση θα ενταθεί. Κάθε «διασωθείσα» χώρα θα λάβει μόλις και μετά βίας τα ποσά που απαιτούνται για την πληρωμή των δανειστών της, με αντάλλαγμα τη δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών της. Από όλη αυτήν την ιστορία, ο κερδισμένος θα είναι οι τράπεζες και όχι οι πληθυσμοί της Ευρώπης. Κι ο άνθρωπος του ΔΝΤ από τον οποίο ζήτησε συμβουλή η ελληνική κυβέρνηση θα έχει κερδίσει το στοίχημά του... ενώ η Ευρώπη θα βυθίζεται στην ύφεση.

Εκτός κι αν αλλάξει εντελώς τακτική. Εκτός κι αν οι κοινωνικές δυνάμεις που δημιούργησαν το κράτος πρόνοιας ξεσηκωθούν για να το υπερασπιστούν. Εκτός κι αν η Ευρωπαϊκή Ενωση συνειδητοποιήσει την έκταση της αναπηρίας που είχε ήδη από τη στιγμή της γέννησής της και η οποία σε τελική ανάλυση οφείλεται στην ανυπαρξία ενός συστήματος μακροοικονομικής τόνωσης της οικονομίας της.

Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, η Ενωση θα χρειαζόταν ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα, μια κεντρική τράπεζα ταγμένη στην προάσπιση της οικονομικής ευημερίας και στην τιθάσευση του χρηματοοικονομικού τομέα, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να τη βλάψει. Της λείπει κυρίως ένας αυτόματος δημοσιονομικός μηχανισμός ο οποίος να είναι προσανατολισμένος στην εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, να τιθασεύει την ύφεση και να αντισταθμίζει τις πτώσεις της ζήτησης στις φτωχότερες περιοχές της. Μάλιστα, ένα παρόμοιο σύστημα δεν θα έπρεπε να στηρίζεται μονάχα στις κυβερνήσεις, αλλά και στους πολίτες.

Εναρμόνιση συντάξεων

Από καθαρά τεχνική άποψη, υπάρχουν αρκετά απλά μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Για παράδειγμα, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένωσης των ασφαλιστικών ταμείων θα μπορούσε να εναρμονίσει το επίπεδο των συντάξεων στις χώρες μέλη, έτσι ώστε οι πρώην εργαζόμενοι της Πορτογαλίας, της Ελλάδας ή της Ισπανίας να απολαμβάνουν παροχές που ισχύουν στις πιο προηγμένες χώρες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να φανταστούμε ένα ολοκληρωμένο κι ενοποιημένο σύστημα το οποίο να εγγυάται έναν αξιοπρεπή κατώτατο μισθό σε όλους τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία υπερεθνικών πανεπιστημίων και να εγγυηθεί την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη, από τον Βορρά έως τον Νότο. Για όλα αυτά, υπάρχει μια βασική αρχή: η μόνη ορθή απάντηση στο πρόβλημα της μαζικής ανεργίας και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων συνίσταται στην αύξηση των δημόσιων δαπανών και όχι στη μείωσή τους.

Ορισμένοι θα αντιτάξουν το επιχείρημα ότι, με την υιοθέτηση ενός παρόμοιου σεναρίου, οι Γερμανοί θα φορολογούνταν για να επιδοτηθούν οι Ελληνες. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει κανένα νόημα από οικονομική άποψη. Το ζητούμενο είναι η κινητοποίηση των ανεκμετάλλευτων οικονομικών πόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η ενσωμάτωσή τους στο κύκλωμα της παραγωγής. Ενας τέτοιος προσανατολισμός δεν θα συνεπαγόταν διόλου επιπλέον επιβάρυνση για όσους έχουν δουλειά, καθώς θα αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς η παροχή αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται για όλους. Αντίθετα, ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα θα επέτρεπε να καταπολεμηθεί η μάστιγα της φοροδιαφυγής που αποτελεί πραγματική γάγγραινα για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης. Βέβαια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις προϋποθέτουν βαρείς φόρους, οι οποίοι ωστόσο θα αφορούν τους πλούσιους στις φτωχές χώρες και όχι τους φτωχούς στις πλούσιες χώρες.

Η εμπειρία που αποκομίσαμε κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών μας διδάσκει ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη δύσκολα θα υπάρξει όσο οι αγορές διατηρούν ακέραιη τη δύναμη κρούσης τους. Συνεπώς, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να αφοπλίσουμε τον χρηματοοικονομικό τομέα, έτσι ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο κι αν φαίνεται δύσκολο, δεν πρόκειται για κάτι το αδύνατο. Προϋποθέτει προσπάθειες ρύθμισης, φορολόγησης κι αναδιάρθρωσης του χρέους των μεσογειακών χωρών. Μια επιθετική ρύθμιση θα μπορούσε να συνίσταται στην απαγόρευση σε κάθε ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική οντότητα να κερδοσκοπεί πάνω στο κρατικό χρέος των χωρών μελών της Ενωσης χρησιμοποιώντας τα CDS, αναγκάζοντας τους πιο μανιώδεις κερδοσκόπους να εξοριστούν σε φορολογικούς παραδείσους. Οσο για τις τράπεζες που θα χρεοκοπούσαν εξαιτίας των -ακάλυπτων ή καλυμμένων- στοιχημάτων τους, θα μπορούσαν να επιταχθούν και να εθνικοποιηθούν. Θα μπορούσε δε να θεσπιστεί ένας ευρωπαϊκός φόρος επί των υπεραξιών υπό την αιγίδα των εθνικών κυβερνήσεων. Θα έπρεπε επίσης να καθιερωθεί και ένας φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών(2) -όσο κι αν δεν αποτελεί πανάκεια, η καθιέρωσή του έχει καθυστερήσει εντυπωσιακά. Κι αν χρειαστεί, ας ξανακάνει την εμφάνισή του ο έλεγχος της ροής των κεφαλαίων για να σταματήσει η μετάδοση του κερδοσκοπικού χρηματοοικονομικού πυρετού: αυτή η προοπτική δεν πρέπει να μας ενοχλεί καθόλου. Τα κράτη δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν τη μάχη ενάντια στις χρηματαγορές. Από τη νίκη τους εξαρτάται η επιβίωση ενός στοιχειωδώς πολιτισμένου συστήματος.

«Κρατική πτώχευση»

Οσον αφορά την αναδιάρθρωση των χρεών που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την υιοθέτηση από την Ευρώπη μιας διαδικασίας κρατικής πτώχευσης, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρθρο ΙΧ του αμερικανικού νόμου σχετικά με τη χρεοκοπία των δήμων. Το ίδιο προτείνει εδώ και πολύν καιρό ο Κούνιμπερτ Ράφερ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στις κυβερνήσεις να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις στοιχειώδεις υπηρεσίες που οφείλουν να εξασφαλίζουν στον πληθυσμό τους και ταυτόχρονα να απαλλάσσονται από το μέρος των χρεών τους που είναι εντελώς αδύνατον να εξυπηρετηθεί. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις στις τράπεζες και, σε αυτήν την περίπτωση, το καθήκον των κρατών θα ήταν να περιορίσουν την έκταση του προβλήματος εγγυώμενα τις τραπεζικές καταθέσεις. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι έτοιμα να αναλάβουν τη διεύθυνση των τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία ενδεχομένως θα βρεθούν σε δύσκολη θέση από τα προγράμματα αναδιάρθρωσης. Κι ας μη βιαστούμε να λυπηθούμε και να κλάψουμε για τους κινδύνους με τους οποίους θα βρεθούν αντιμέτωπες οι τράπεζες. Η δραστηριότητά τους συνίσταται στο να κερδίζουν χρήματα, αλλά και οι ζημίες είναι κι αυτές μέρος του παιχνιδιού. Εξάλλου, μέσα στο επιτελείο μιας τράπεζας, το ποσοστό όσων δεν έχουν ευθύνες για την κρίση είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό σε οποιαδήποτε χώρα.

Αραγε, παρόμοιες μεταρρυθμίσεις θα στρέψουν την Ευρώπη προς τη δημιουργία ενός «υπερκράτους» το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτώντας τες με ένα βιώσιμο επιτόκιο και το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές των CDS; Προς τη δημιουργία ενός κράτους το οποίο θα προσπαθεί να ελέγξει τις τράπεζές του αντί να ελέγχεται από αυτές; Αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι.

Κοινωνικός ριζοσπαστισμός

Φυσικά, θα πρόκειται για μια ριζοσπαστική εξέλιξη. Ομως, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη της κατάστασης η οποία δεν θα είναι ριζοσπαστική; Υπάρχει, άραγε, κάποιος που αμφιβάλλει ότι αυτή τη στιγμή καταρρέει η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ευρώπης; Υπάρχουν μονάχα δύο εναλλακτικές λύσεις: ο καταστροφικός ριζοσπαστισμός της δημοσιονομικής λιτότητας ή ο εποικοδομητικός ριζοσπαστισμός της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, ή τραπεζικός, ή κοινωνικός ριζοσπαστισμός.
Σε νεαρή ηλικία, όταν εργαζόμουν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τις τραπεζικές υποθέσεις, συμμετείχα, το 1975, στην εκπόνηση ενός σχεδίου διάσωσης για την πόλη της Νέας Υόρκης, η οποία εκείνη την εποχή είχε βυθιστεί σε μια βαθιά χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση. Το πρόγραμμά μας αποσκοπούσε στη σωτηρία του πανεπιστημίου της πόλης και του δικτύου των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς. Συνιστούσε επίσης την αναδιάρθρωση του χρέους του δήμου και πρότεινε να αδιαφορήσουμε απόλυτα για τις ζημίες που θα κατέγραφαν οι κάτοχοι των ομολόγων που ο ίδιος είχε εκδώσει. Ξαφνικά, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Αβερελ Χάριμαν, πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και πρώην πρεσβευτή του Ρούσβελτ στον Στάλιν. Μου ζητούσε να του συνοψίσω το αποτέλεσμα των εργασιών μας.

Ο ηλικιωμένος (ογδοντάρης) Χάριμαν, ο οποίος μόλις είχε συνέλθει από ένα κάταγμα του ισχίου, με δέχθηκε φορώντας τις πιζάμες του, καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού του, στη βίλα του στο Τζόρτζταουν. Στον δεξιό τοίχο του σαλονιού υπήρχε ένα αντίγραφο των «Ηλιοτρόπιων» του Βαν Γκογκ. Απέναντί του, μια μπαλαρίνα του Ντεγκά. Μπροστά σε αυτό το μικρό ιδιωτικό μουσείο, προσπάθησα να εξηγήσω στον πρώην κυβερνήτη τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της επιτροπής προτιμούσαν να ζητήσουν περισσότερες θυσίες από τους πλούσιους απ' ό,τι από τους φτωχούς. Κούνησε το κεφάλι του, στηρίχθηκε στο μπαστούνι του, έσκυψε προς το μέρος μου και είπε με βραχνή, υπόκωφη φωνή: «Καταλαβαίνω. Το κεφάλαιο πρέπει να πληρώσει, όπως και οι εργαζόμενοι».

Ως προς αυτό το σημείο τουλάχιστον, τίποτα δεν έχει αλλάξει.


(1) Ραδιόφωνο Europe 1, 12 Μαΐου 2010.
(2) (ΣτΜ) Πρόκειται για τον γνωστό φόρο Τόμπιν, που συζητείται εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία.
* Κάτοχος της έδρας πολιτικής οικονομίας στο LBJ School of Public Affairs, στο Πανεπιστήμιο του Τέξας (Οστιν). Συγγραφέας του «The Predator State: How Conservatives Abandoned the Free Market and Why Liberals Should Τοο». (ΣτΕ: Είναι γιος του διακεκριμένου οικονομολόγου John Κ. Galbraith).

Monday, June 14, 2010

Το ευρώ ευθύνεται για το ελληνικό χάλι;
του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή, 13/06/2010

Είναι μόνο το ευρώ που φταίει για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας; Ο οικονομολόγος Κώστας Καλλωνιάτης απαντάει στο παραπάνω ερώτημα ασκώντας κριτική στις ευρωσκεπτικιστικές αναλύσεις και προτάσεις. Υποστηρίζει πως εκτός απο την είσοδο στο ευρώ και την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση το πρόβλημα της Ελλάδας έχει και τοπικά χαρακτηριστικά. Καταθέτει τέλος μία πρόταση εξόδου από την κρίση στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ένωσης που στη βάση της έχει την πολιτική μετάλλαξη και την συνεργασία των λαών της ευρώπης.


Τελευταία πληθαίνουν οι αναλύσεις αριστερών οικονομολόγων για το αδιέξοδο που υπάρχει στην αντιμετώπιση του ελληνικού δημοσίου χρέους με τα λαμβανόμενα από την κυβέρνηση και υπαγορευόμενα από ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ αυστηρά μέτρα λιτότητας.

Οι αναλύσεις αυτές είναι σωστές γιατί με μηδενικούς ή υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αυξανόμενα επιτόκια διεθνώς την προσεχή 5ετία ή και 10ετία είναι μαθηματικά βέβαιο πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος και να ανακάμψει βιώσιμα η οικονομία.

Ακόμη και με την πιθανή αλλά αβέβαιη ανανέωση του δανεισμού της χώρας από τον ευρωμηχανισμό για το επόμενο 1-1,5 χρόνο ή την χρηματοδότηση από την ΕΚΤ των ελληνικών εκδόσεων ομολόγων, το μόνο που κερδίζεται είναι χρόνος. Τίποτα παραπάνω. Το παραδέχθηκε και η Μέρκελ παρότι αποφάσισε τη συμμετοχή της χώρας της στο πακέτο ‘διάσωσης’. Φυσικά ο χρόνος που κερδίζεται είναι για τις γαλλικές και γερμανικές κυρίως τράπεζες, όχι για την Ελλάδα για την οποία τα βάρη του χρέους θα έχουν αυξηθεί μερικές δεκάδες δις μετά από ένα χρόνο και θα συνεχίσουν να αυξάνονται τουλάχιστον ως το 2012.

Συνεπώς, έχουν δίκιο όσοι αναλυτές ξένοι και ντόπιοι επικαλούνται το αναπόφευκτο της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Και δεν αναφερόμαστε σε μία απλή επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης ή σε μία ευνοϊκότερη με όρους επιτοκίων εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά σε μία σημαντική μερική (τουλάχιστον 50%) διαγραφή του ελληνικού χρέους για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του υπόλοιπου χωρίς να γίνεται απαγορευτική η οικονομική ανάπτυξη. Το ζήτημα της παύσης πληρωμών είναι ένα όπλο η χρήση του οποίου θα εξαρτηθεί από την πορεία των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας.

Βεβαίως μία μερίδα αναλυτών θεωρεί δεδομένη την αρνητική στάση των ευρωπαίων πιστωτών μας επειδή σήμερα η ΕΕ – προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για την ελάφρυνση μέσω της ΕΚΤ των τραπεζών από τα ελληνικά τοξικά ομόλογα - έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο κάθε αναδιαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και θεωρούν ότι η Ελλάδα αναπόφευκτα θα πρέπει να προχωρήσει σε παύση πληρωμών, έξοδο από την Ευρωζώνη και μονομερή ακύρωση του χρέους (πιθανόν όλου) με απαραίτητη τη κρατικοποίηση των τραπεζών, την υποτίμηση της δραχμής, την επιβολή ελέγχων και περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίων με στόχο την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και την εξαγωγική ανάπτυξη της χώρας.

Για να δικαιολογήσουν, μάλιστα, την αναγκαιότητα της εξόδου από την νομισματική ένωση χρεώνουν στο ευρώ και στην λειτουργία της Ευρωζώνης (την οποία θεωρούν επωφελή μόνο για τη Γερμανία) το γεγονός της απώλειας ανταγωνιστικότητας, της δημιουργίας εμπορικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και τελικά την ίδια την υπερχρέωση της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Ασφαλώς η έξοδος από το ευρώ, παρότι δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός γι’ αυτό και δεν πρόκειται να συμφωνήσουν όλες οι χώρες-μέλη για την δημιουργία του στο μέλλον, αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο αν και εφόσον μεταλλαχθεί η Ευρωζώνη σε μία πιο σκληροπυρηνική δημοσιονομικά και νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ. Όλα αλλάζουν και η επισφαλής και ανολοκλήρωτη Ευρωζώνη είναι η πρώτη που θα αλλάξει γιατί με τη σημερινή της προβληματική μορφή και λειτουργία δεν μπορεί να επιβιώσει. Όμως, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι η αλλαγή θα είχε άλλο περιεχόμενο και κατεύθυνση (πολιτική ενοποίηση και ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, δημοσιονομική ολοκλήρωση με μεταβιβάσεις κεφαλαίων προς τις ασθενείς περιφερειακές οικονομίες, αναδιαπραγμάτευση χρεών κλπ). Το γνωστό ερώτημα ‘ποια Ευρώπη θέλουμε’ παραμένει περισσότερο από ποτέ επίκαιρο λόγω της γενικότερης αλλά και ειδικής ευρωπαϊκής κρίσης. Για ποιο λόγο να θεωρήσουμε εκ προοιμίου πως είναι αδύνατη η αναδιαπραγμάτευση και μερική ακύρωση του χρέους εντός της Ευρωζώνης ; Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν αρκετές άλλες χώρες-μέλη με παρεμφερή δημοσιονομικά προβλήματα ;

Βεβαίως, μία ετυμηγορία του είδους «το ευρώ και η Ευρωζώνη ευθύνονται για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την ελληνική κρίση χρέους» ισοδυναμεί με ‘αυτόματη’ επιλογή εξόδου από την Ευρωζώνη. Πόσο έγκυρος, όμως, είναι αυτός ο ισχυρισμός ; Γνώμη μας είναι πως δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους :

1. Η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους έγινε πολύ πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και συγκεκριμένα τη δεκαετία του ’80 (αύξηση 66 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ από 24% το 1980 σε 90% το 1990) και την πρώτη τριετία της δεκαετίας του ‘90 (όταν ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτινάσσεται στο 112% το 1993 προσθέτοντας άλλες 22 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπλέον, τη τελευταία δεκαετία (2000-2010) της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης παγκοσμίως, η αύξηση των χρεών δεν αφορά τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες. Μάλιστα, το ύψος και η αύξηση του συνολικού χρέους των εκτός ευρωζώνης οικονομιών είναι μεγαλύτερα αυτών των εντός ευρωζώνης όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον σχετικό πίνακα της McKinsey (βλ Δ. Καζάκη «Μπορεί να επιβιώσει το ευρώ», Ποντίκι, 27-5-10) όπου χώρες όπως οι Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ελβετία έχουν μέσον όρο συνολικού χρέους που ξεπερνά το 350% του ΑΕΠ έναντι 300% περίπου των 4 μεγάλων χωρών της ευρωζώνης.

2. Μεταπολιτευτικά η ελληνική οικονομία υπέφερε μονίμως από δημόσια και εμπορικά ελλείμματα έχοντας συνεχείς μακροχρονίως απώλειες ανταγωνιστικότητας. Η πενταετία 1980-85 με τις δύο αποτυχημένες υποτιμήσεις και το «Τσοβόλα δώστα όλα» του 1989 υπήρξαν σταθμοί στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη κάμψη της ανταγωνιστικότητας. Ο λόγος εξαγωγών/εισαγωγών αγαθών της χώρας πέφτει από 49% το 1980 σε 42% το 1990 και σε 39% το 2000 για να καταλήξει σε 33% το 2009.

3. Αντίθετα, την περίοδο της νομισματικής κυρίως προσαρμογής ενόψει της ένταξης στο ευρώ, η Ελλάδα αρχίζει να μειώνει τα τεράστια δημόσια ελλείμματά της με τη σύνδεση της δραχμής στο ΕΝΣ (ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα), τη μείωση επιτοκίων και πληθωρισμού και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στον Προϋπολογισμό (1992-2002). Ακόμη και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών σαν ποσοστό του ΑΕΠ τη δεκαετία αυτή υποχωρεί κατά μέσον όρο στο μισό της προηγούμενης δεκαετίας του ’80. Από τη δεκαετία του ’90, μάλιστα, ως σήμερα η ελληνική οικονομία γίνεται συστηματικός αποδέκτης κοινοτικών πόρων οι οποίοι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν συνέβαλαν κατά 0,5 έως 1 ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας (δηλαδή κατά 1/3 περίπου). Σημαίνει αυτό ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις αξιοποιήθηκαν παραγωγικά για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ; Ασφαλώς όχι. Όμως, δεν ευθύνεται η Ευρωζώνη εάν η Ελλάδα αναλώνεται σε εικονικά έργα και δραστηριότητες που να δικαιολογούν όργια μίζας και προμηθειών, αν αναλαμβάνει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων που της κοστίζουν 2-3 φορές περισσότερο, ή εάν οι οδικές κατασκευές κοστίζουν 6-7 φορές περισσότερο απ’ ότι στην Ευρωζώνη… Αυτοί οι παράγοντες μαζί με τις εκλογές, τη πολιτική διαφθορά και τη πιστωτική έκρηξη είναι που εκτροχιάζουν τη τρέχουσα δεκαετία το εξωτερικό έλλειμμα (-9% του ΑΕΠ τη περίοδο 2000-2009) και ισορροπία της οικονομίας.

4. Επίσης ενδεικτικός της ποιότητας της ανάπτυξης και των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας είναι και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Ενώ τη στασιμοπληθωριστική διεθνώς δεκαετία του ’70 η μέση ετήσια μεγέθυνση είναι 5,4% για την ελληνική οικονομία, την δεκαετία του ’80 ο ρυθμός αυτός πέφτει σε 1,6% για να αυξηθεί σε 1,9% τη δεκαετία του ’90 και να διπλασιασθεί σε 3,7% τη δεκαετία 2000-2009 της ένταξης στην Ευρωζώνη χωρίς όμως η βελτίωση αυτή να συνοδεύεται από ουσιαστικά κέρδη ανταγωνιστικότητας (δηλαδή αυξήσεις παραγωγικότητας μεγαλύτερες των αυξήσεων στο κατά κεφαλήν εισόδημα από απασχόληση).

5. Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ τονίζουν πως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας οφείλονται στις αθρόες πιστώσεις που επέτρεψε η Ευρωζώνη εξυπηρετώντας τα κελεύσματα των τραπεζών που δημιούργησαν το ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αληθές αφού η πιστωτική φούσκα ήταν αποτέλεσμα της τελευταίας κυρίως 10ετίας των χαμηλών επιτοκίων και του φαινομένου των τιτλοποιήσεων. Μόνο που αυτό δεν αφορούσε την Ευρωζώνη, αλλά τον δυτικό κόσμο συνολικά. Σε κάθε, δε, περίπτωση τα νομίσματα και οι κεντρικές τράπεζες που τα χειρίζονται εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και αυτό συμβαίνει από την εποχή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν. Κλασσικό παράδειγμα το αμερικανικό Fed, το οποίο και πρωτοστάτησε στην κεϋνσιανή επεκτατική νομισματική πολιτική τη περίοδο 1999-2001 και ακόμη πιο πριν. Μάλιστα, μέχρι πρότινος η ΕΚΤ είχε γίνει στόχος αγγλοσαξονικής κριτικής για την συγκριτικά περιορισμένη πιστωτική επέκταση μετά τη κρίση του 2007 η οποία δεν επέτρεπε στην ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψει. Ακόμη και πρόσφατα που με αφορμή την ελληνική κρίση η ΕΚΤ αποφάσισε να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα για να παράσχει ρευστότητα στο σύστημα, η κριτική αυτή συνεχίζεται γιατί η Ευρωζώνη εξακολουθεί, λέει, σε δημοσιονομικό επίπεδο να μην συμπορεύεται με την αμερικανική πολιτική της επέκτασης των ελλειμμάτων με συνέπεια να θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.

6. Ενώ, λοιπόν, είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητή και ενίσχυσε τη πιστωτική φούσκα των χρεών που έσπασε το 2007-2008, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στη δημιουργία της Ευρωζώνης ειδικά, αλλά στην νέα κερδοσκοπική φάση που εισήλθε γενικότερα ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός παγκοσμίως. Έχει κανείς την εντύπωση πως εάν ο ελληνικός καπιταλισμός είχε παραμείνει εκτός ευρώ θα είχε αποφύγει την πιστωτική φούσκα ; Ή μήπως διέφυγε από τη χρηματοπιστωτική φούσκα ο βρετανικός, ο αμερικανικός, ο ιαπωνικός ή ακόμη και ο κινεζικός καπιταλισμός ; Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης από τη μία και των χωρών της Β. Ευρώπης ή άλλων αναπτυγμένων οικονομιών από την άλλη είναι στο ότι οι πρώτες απόλαυσαν την αναπτυξιακή ώθηση του ευρώ χωρίς να προετοιμασθούν παραγωγικά για τις νέες δεσμεύσεις και περιορισμούς που αυτό σήμαινε στους όρους του ανταγωνιστικού παιχνιδιού. Δεν προχώρησαν, δηλαδή, στο άνοιγμα των εσωτερικών αγορών τους (μη εμπορεύσιμες διεθνώς υπηρεσίες) στον ανταγωνισμό με συνέπεια υπερβολικές αυξήσεις τιμών και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Η ενίσχυση της ζήτησης οδήγησε σε μεγαλύτερη στρέβλωση την υφιστάμενη - μέχρι την ένταξη στο ευρώ - παραγωγική βάση, αντί να βοηθήσει στην αλλαγή της.

7. Σε ότι αφορά την απώλεια ελληνικής ανταγωνιστικότητας επί εποχής ευρώ και κατά πόσο αυτή οφείλεται στο κοινό νόμισμα και τις σταθερές ισοτιμίες που ευνοούσαν τη Γερμανία, αξίζει νομίζω να σταθμίσουμε τα στοιχεία. Τη περίοδο 2000-2009 η ισοτιμία του ευρώ από 0,93 δολ (2000) ανήλθε σε 1,40 δολ περίπου (2009) εξαιτίας της κρίσης του δολαρίου που ευνόησε το κοινό νόμισμα. Αυτό σημαίνει 50% ανατίμηση του ευρώ έναντι της ζώνης δολαρίου. Ήταν, άραγε, ανάλογη και η κάμψη της ανταγωνιστικότητας στις χώρες-μέλη ; Ασφαλώς όχι, χάρις στις οικονομίες κλίμακας και τα κέρδη παραγωγικότητας που η Ευρωζώνη επέτρεψε αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος της απώλειας ανταγωνιστικότητας από την ισοτιμία. Όπως διαπιστώνεται από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ (βλ Πίνακα) σχετικά με τον εναρμονισμένο δείκτη ανταγωνιστικότητας* την περίοδο 1999-2009 η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ήταν 12,6% έναντι 8,1% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Όλες οι χώρες-μέλη σημείωσαν απώλειες σε ανταγωνιστικότητα πλην Γερμανίας και Αυστρίας που είχαν κέρδη 10% και 5% αντίστοιχα. Μάλιστα, η απώλεια της Ελλάδας είναι ελαφρά μικρότερη των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης και, εάν αφαιρεθεί η Γερμανία, πρέπει να συμπίπτει με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στο ερώτημα γιατί η Γερμανία είχε κέρδη ανταγωνιστικότητας σε μία περίοδο ισχυρής ανατίμησης του ευρώ η συνήθης απάντηση είναι ότι αυτή οφείλεται στο τεχνολογικό πλεονέκτημα της χώρας και στη πολιτική συγκράτησης των πραγματικών μισθών σε μηδενικά επίπεδα. Όμως, ξεχνιέται πως η συγκράτηση των μισθών δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της περίφημης γερμανικής αυτοπειθαρχίας ή κάποιας πολιτικής λιτότητας, αλλά συνέπεια της γερμανικής επανένωσης του 1991 και της μεγάλης διαφοράς μισθών Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας που δεν επέτρεψε την αύξηση του μέσου γερμανικού μισθού. Πρόκειται για έναν δομικό και εξαιρετικό παράγοντα που συχνά παραβλέπεται. Εάν δεν υπήρχε αυτός, τότε τα κέρδη ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας ίσως να μην υπήρχαν και οι ζημίες σε ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και των άλλων χωρών-μελών θα ήταν σημαντικά μικρότερες.

8. Εάν, λοιπόν, η ανταγωνιστικότητα του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την ανατίμηση του ευρώ είχαν μικρή συμβολή στην επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας όπως την αποδίδουν η διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, ο σταθερά χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και εξειδίκευσης της οικονομίας και ο χαμηλός βαθμός προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, τότε που οφείλεται αυτή η επιδείνωση ; Πιστεύω πως βασικός υπαίτιος είναι το έλλειμμα πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών και καινοτομιών στο παραγωγικό κύκλωμα (ιδίως στους τομείς των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών) που επέτρεψε τη διατήρηση ολιγοπωλιακών και συντεχνιακών καταστάσεων στο εμπόριο και σε πολλούς τομείς υπηρεσιών με αποτέλεσμα μία χαμηλή ανταγωνιστικότητα ποιότητας και τιμών (όχι μισθών και κόστους). Σε συνθήκες τεχνητής τόνωσης της εγχώριας ζήτησης αυτό λογικά εκτίναξε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σαν ποσοστό στο ΑΕΠ από

-5,6% το 2001 (έτος ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη) σε -14,4% το 2008. Είναι χαρακτηριστικό πως το 63% αυτής της διόγκωσης οφείλεται στην κάμψη του πλεονάσματος των υπηρεσιών και το υπόλοιπο 37% στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος (κυρίως ενεργειακού). Όμως, αν δούμε τι δεν πήγε καλά στο πλεόνασμα των υπηρεσιών θα διαπιστώσουμε πως στην επταετία αυτή τα έσοδα από τη ναυτιλία αυξήθηκαν 111%, οι λοιπές υπηρεσίες κατά 39% και μόνον οι τουριστικές υπηρεσίες απέδωσαν ένα φτωχό 10%. Και στον τουρισμό – με τον οποίο συνδέεται οργανικά το εμπόριο και άλλοι κλάδοι της οικονομίας - είναι γνωστό πως υπάρχουν και προβλήματα ποιότητας και διάρθρωσης των τιμών εξαιτίας της πρωτοφανούς έλλειψης σχεδίου και σοβαρής πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών. Είναι αδιανόητο πχ οι κινέζοι να επισκέπτονται κατά εκατομμύρια τη Γαλλία και η Ελλάδα να προσελκύει 5000 μόνον κινέζους τουρίστες ! Ή τα τουριστικά οφέλη από την Ολυμπιάδα να εξαντλούνται στον χρόνο τέλεσής της. Για τα προβλήματα αυτά δεν φταίει φυσικά το ευρώ και η Ευρωζώνη, αλλά το ελληνικό κράτος και οι κυβερνήσεις του.

9. Οι ευρωσκεπτικιστές που με τη κρίση του χρέους έγιναν ευρωαρνητές προτείνοντας την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση μιας νέας δραχμής ικανής να υποτιμηθεί (πόσο

άραγε ;) ώστε να τονώσει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη ξεχνάνε πως το τελευταίο εξάμηνο το ευρώ έχει υποτιμηθεί κατά 21% έναντι της ζώνης δολαρίου και πως σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις είναι πιθανόν να υποτιμηθεί ακόμη 16% ώστε να φθάσει στην ισοτιμία με το δολάριο. Αυτό σημαίνει πως σε λιγότερο από ένα χρόνο το ευρώ θα έχει χάσει 35% της αξίας του προσφέροντας σημαντικά κέρδη ανταγωνιστικότητας τιμών σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Προς τι, λοιπόν, η πρόταση εξόδου από το ευρώ ; Εκτός και εάν οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή σκέφτονται για τριτοκοσμικές υποτιμήσεις της τάξης του 60% (67% ήταν η υποτίμηση του αργεντινού πέσο). Μόνο που σε αυτή τη περίπτωση καλό θα ήταν να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό πως σκοπεύουν να συγκρατήσουν την εκτίναξη του πληθωρισμού. Γιατί οι μόνες πετυχημένες υποτιμήσεις που έγιναν στο παρελθόν στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν με πάγωμα των μισθών, δηλαδή, με μείωση των πραγματικών μισθών ανάλογη του βαθμού συμμετοχής των εισαγομένων στη καταναλωτική δαπάνη (βαθμός ο οποίος είναι πολύ υψηλός).

10. Τέλος, το συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής με την επιστροφή στη δραχμή προκειμένου να τυπώνουμε όσο χρήμα έχουμε ανάγκη για να χρηματοδοτούμε πληθωριστικά το χρέος (εκδόσεις ομολόγων), πρακτικά ήδη ικανοποιείται με την απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα. Αφού το κεϋνσιανό μοντέλο του Fed είναι που θεωρείται επιτυχημένο για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους – η ειρωνεία είναι πως τώρα πληθαίνουν οι κριτικές πως οι ΗΠΑ θα είναι η επόμενη Ελλάδα – οι οπαδοί της εκτύπωσης χρήματος μπορούν να ησυχάζουν : η ΕΚΤ διολισθαίνει ταχέως στο πληθωριστικό αυτό μονοπάτι.. για να σώσει τις τράπεζες. Όμως, είναι ένα μονοπάτι αδιέξοδο (ελπίζεται προσωρινό) αφού ποτέ η εκτύπωση χρήματος δεν αποτέλεσε λύση σε διαρθρωτικά προβλήματα και κρίσεις δυσαναλογιών του καπιταλισμού.

Τερματίζω τη κριτική αυτή με ένα σχόλιο του Will Hutton από τον Observer (30-5-2010) : «Το μέλλον της Ευρώπης είναι πάνω στο ζύγι. Η δυνητική αποδόμηση του ευρώ θα είναι μία πρώτης τάξης οικονομική και πολιτική καταστροφή. Οικονομικά, θα βυθίσει την Ευρώπη σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, χρεοκοπίες, διασώσεις τραπεζών, πάγωμα των πιστώσεων, εμπορικό προστατευτισμό και παρατεταμένη ύφεση. Πολιτικά, καθώς οι παλιές έχθρες και υποψίες δεν απέχουν ποτέ πολύ από την επιφάνεια, η οποιαδήποτε αποφασιστικότητα υπάρχει για να διατηρηθεί ενιαία η ετερογενής μας ήπειρος θα εξανεμισθεί. Οι ευρωσκεπτιστές θα έχουν αυτό που τόσο ήθελαν, μία Ευρώπη ανεξάρτητων εθνικών κρατών τα οποία θα ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά υπάρχει και μία σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης. Αυτό του οποίου η έλευση θα αναγγελθεί δεν θα είναι μία χαρούμενη κοινή αγορά αλληλένδετη με την δια του εμπορίου δημιουργία πλούτου. Αυτό που θα αναδειχθεί θα είναι μία Ευρώπη συγγενική με αυτή της δεκαετίας του ’30. Φοβισμένη, στάσιμη και ευάλωτη σε κακόβουλες ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδεολογίες. Η Ευρώπη είναι η ήπειρός μας και ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος. Εάν πέσει, θα πέσει και η Βρετανία μαζί της».

Οι κουβέντες αυτές από το στόμα ενός άγγλου αναλυτή προσωπικά με εκπλήσσουν ευχάριστα. Γιατί είναι από το αγγλοσαξονικό κυρίως στρατόπεδο που εξακοντίζονται κατά κύματα οι προγνώσεις για τη διάλυση του ευρώ και την έξοδο της Ελλάδας από αυτό. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μία εθνική κρίση. Η κρίση είναι διεθνής, η Ευρωζώνη βρίσκεται στο κέντρο της και η Ελλάδα στο επίκεντρο. Η ελληνική κρίση ασφαλώς είναι δομική και με εθνικές ιδιαιτερότητες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εντάσσεται και υπακούει στη δυναμική της επίσης δομικής διεθνούς κρίσης. Εντός της οποίας μάλιστα διαδραματίζει προεξάρχοντα ρόλο. Εάν αποχωρήσει η Ελλάδα τη περίοδο αυτή, ας μην εκπλαγούμε εάν καταρρεύσει η Ευρωζώνη με τη σημερινή της τουλάχιστον μορφή.

Έχουμε κάθε λόγο να μείνουμε στην Ευρωζώνη θέτοντας τους δικούς μας όρους (αναδιαπραγμάτευση χρέους) και να παλέψουμε από κοινού με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που ήδη υφίστανται άνισα τη σκληρή λιτότητα της τραπεζικής ασυδοσίας για μία πραγματικά ενιαία και σοσιαλιστική Ευρώπη. Η άρνηση της Ευρώπης, η εθνική αναδίπλωση και η ουσιαστική απομόνωση στο όνομα της ανεξαρτησίας ή της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι ο δρόμος για την οικονομική ανάταξη, μία δικαιότερη κοινωνία, ή τον σοσιαλισμό. Αποτελεί στην πραγματικότητα θρυαλλίδα στα θεμέλια της Ευρωζώνης (και της ΕΕ) και προάγγελο μεγάλων δεινών όπως αυτά που περιέγραψε ο άγγλος αναλυτής. Ακόμη και αν τελικά δεν καταφέρουμε να τα αποφύγουμε, δεν θα έχουμε τουλάχιστον γίνει ο αυτόχειρας υποκινητής τους.

* ο εναρμονισμένος δείκτης ανταγωνιστικότητας βασίζεται στα μοναδιαία κόστη εργασίας για το σύνολο της οικονομίας των χωρών της Ευρωζώνης έναντι 35 βασικότερων εμπορικών εταίρων τους σταθμισμένων με το ειδικό βάρος εκάστου στο εξωτερικό εμπόριο κάθε χώρας-μέλους και προσαρμοσμένων στις μεταβολές της μέσης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας)


Δείτε τον πίνακα στοιχείων εδώ