Το καλοκαίρι του 1918, ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης συνάντησε το μεγάλο Άγγλο συγγραφέα Ε. Μ. Φόρστερ στην Αλεξάνδρεια και έτσι ξεκίνησε μια μεγάλη φιλία. “Εσείς οι Άγγλοι δεν μπορείτε να καταλάβετε τους Έλληνες”, του λέει ο Καβάφης. “Εμείς χρεοκοπήσαμε εδώ και καιρό. Να προσεύχεστε εσείς οι Άγγλοι, με την τάση σας για περιπέτειες, να μην χάσετε το κεφάλαιό σας γιατί τότε θα γίνετε σαν κι εμάς, ανήσυχοι, ανήμποροι και ψεύτες”. Σχολιάζοντας αυτό το μυστηριώδες κείμενο, ο Giorgio Agamben γράφει το 1993: “το μόνο σίγουρο είναι ότι από τότε όλοι οι λαοί της Ευρώπης και πιθανόν όλου του κόσμου έχουν πτωχεύσει”. Εμείς οι Έλληνες και πιθανόν όλοι οι Ευρωπαίοι έχουμε χρεοκοπήσει: πολιτικά, πολιτισμικά και ψυχικά. Πολιτικά πρώτα.
H Ελλάδα προσφέρει σήμερα την καλύτερη εικόνα του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Ότι η Ελλάδα επιλέχθηκε ως πειραματόζωο για το νέο τρόπο οικονομικής διακυβέρνησης, θεωρείται γενικά γνωστό. Αυτό που έχει αναλυθεί λιγότερο, είναι το είδος πολιτικής που εισάγεται χωρίς καμία συζήτηση. Οι εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση, οι δημοσκοπήσεις και οι κομματικές αντιδικίες δίνουν την εντύπωση ότι η πολιτική ζωή συνεχίζεται όπως πάντα. Τα μέτρα όμως που παίρνονται εισάγουν την πλέον επιθετική παραλλαγή της γεωπολιτικής (που ορίζεται ως άσκηση εξουσίας στο ατομικό και κοινωνικό σώμα, εξουσίας που στοχοποιεί τη ζωή) στην Ευρώπη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρόσφατη ηφαιστειακή έκρηξη στην Ισλανδία, μια χώρα που έχει υποφέρει τα πάνδεινα από την παράλογη απληστία και ανηθικότητα των τραπεζιτών, είναι η πιο αρμόζουσα αλληγορία για την εξελισσόμενη ελληνική τραγωδία. Αλλά η κρίση έχει συζητηθεί κυρίως με υλικούς και οικονομικούς όρους και δευτερευόντως μόνο σε σχέση με τον πολιτικό χαρακτήρα και τις επιπτώσεις της. Η κυβέρνηση, τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης και οι αυτάρεσκοι «ειδικοί» παρουσιάζουν τα γεγονότα και το μνημόνιο σαν θεϊκή πράξη, μια φυσική καταστροφή που δεν μπορούσε να προβλεφθεί ή να αποφευχθεί. Αν η Ελλάδα είναι σαν τον Τιτανικό, οι «αγορές» είναι το ανελέητο παγόβουνο και οι απαιτήσεις της Ευρωπαïκής Ένωσης και του ΔΝΤ μια ξαφνική ηφαιστειακή έκρηξη. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αυτή την «ηθοποίηση» (naturalization) της οικονομίας, «φετιχισμό των καταστροφών», κάτι σαν τον φετιχισμό του εμπορεύματος κατά Μαρξ. Πολιτικές αποφάσεις που παίρνονται στις Βρυξέλλες και τη Νέα Υόρκη και εφαρμόζονται πιστά στην Αθήνα, στρατηγικές επιλογές των χρηματιστών, πρωτόγνωρες επιβολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ παρουσιάζονται ως αναπόφευκτες, αναπόδραστες, σχεδόν μη ανθρώπινες παρεμβάσεις. Η μόνη απάντηση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ μπροστά σε τέτοια «ανωτέρα βία» είναι να εφαρμόσουν διαδικασίες πολιτικής άμυνας έτσι ώστε να περιορίσουν τις απώλειες και τις ζημιές.
Αν η οικονομική κρίση είναι μια φυσική καταστροφή, τότε η πολιτική δεν πρέπει να ανακατεύεται στην αντιμετώπιση της, με τον ίδιο τρόπο που δεν πρέπει να αναμειγνύεται στην ανθρωπιστική βοήθεια σε περιπτώσεις σεισμού. Ένας υπουργός μας είπε ότι «χρειαζόμαστε στρατιωτική πειθαρχία» στην αποδοχή των μέτρων. Τα τηλεοπτικά νέα, με επικεφαλής έναν από τους γνωστότερους τηλεοπτικούς σταθμούς, επαναλαμβάνουν ανιαρά: «Η οικονομία φταίει, βρε βλάκα»! Σχεδιαγράμματα με την άνοδο των «σπρέντς» κυριαρχούσαν στις οθόνες με τον ίδιο τρόπο που θα παρουσιαζόταν η εξάπλωση της ηφαιστειακής στάχτης η την αύξηση της θερμοκρασίας σε περίοδο ξηρασίας. «Ποια είναι η εναλλακτική πρόταση;» ρωτούν ρητορικά οι παντογνώστες δημοσιογράφοι και οι υπόλογοι πολιτικοί, θέτοντας έτσι τέλος στην πολιτική συζήτηση και παρέμβαση για να επιστρέψoυν στην «επιστημονική» ανατομή της φυσικής οικονομικής καταστροφής. Ας δούμε όμως την πολιτική πλευρά της κρίσης.
Μια μικρή παρένθεση πολιτικής φιλοσοφίας
Η πολιτική λειτουργεί πάνω σε δύο άξονες και μορφές εξουσίας: από τη μία πλευρά η autoritas, η νομιμοποιημένη εξουσία, εκφράζει το “κοινό συμφέρον” ή τη βούληση του λαού να συμβιώνει· από την άλλη πλευρά η potestas είναι η δύναμη που διατηρεί τη συνοχή της κοινωνίας μέσω της κυριαρχίας των λίγων πάνω στους πολλούς. Η λειτουργία της πολιτικής εκφράζει, συμπυκνώνει και διαμεσολαβεί πρόσκαιρα στην κοινωνική και οικονομική σύγκρουση και οικοδομεί νομιμοποιημένη εξουσία πάνω σ’ ένα μόνιμο υπόβαθρο αναπόδραστου ανταγωνισμού. Αυτή η βασική πολιτική πραγματικότητα συσκοτίστηκε από τη νεοφιλελεύθερη σύγκλιση των δεξιών και των σοσιαλδημοκρατών. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους αποκλειστικά ως άπληστοι σφετεριστές και χωρίς όριο καταναλωτές και μηχανές επιθυμίας. Ως αποτέλεσμα, η πολιτική μετατρέπεται αποκλειστικά σε διαχείριση της οικονομίας, απαρνούμενη τον βασική της λειτουργία, την προσωρινή ειρήνευση των κοινωνικών συγκρούσεων (προσωρινή, γιατί η κοινωνική σύγκρουση είναι μόνιμο συστατικό του κοινωνικού δεσμού και η potestas είναι η συνεχής του έκφραση) και την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης, που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την autoritas και τη νομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Η πολιτική που επιβάλλει ο νεοφιλελευθερισμός λαμβάνει οικονομικές και ηθικίστικες μορφές. Μιμούμενη τα νεοκλασικά οικονομικά, η πολιτική μετατρέπεται σε μια δραστηριότητα που μοιάζει με την αγορά. Άτομα, συμφέροντα και τάξεις αποδέχονται τη συνολική κοινωνικο-οικονομική ισορροπία και χρησιμοποιούν την πολιτική για να επιδιώξουν οριακές βελτιώσεις συμφέροντος και κέρδους. Από την άλλη πλευρά, η πολιτική παρουσιάζεται ως διαδικασία ηθικής επιχειρηματολογίας, με την οποία μπορεί να επιτευχθεί ορθολογική συναίνεση σχετικά με τα δημόσια αγαθά.
Η πολιτική που ασκείται ψευδεπίγραφα, είτε ως τέλεια αγορά, είτε ως σωκρατικός διάλογος, προδιαγράφει τη σύγκρουση ως τελειωμένη, παρωχημένη, αδύνατη και ταυτόχρονα προσπαθεί να αποκηρύξει και να αποκλείσει την εμφάνισή της. Η αντικατάσταση της σύγκρουσης από μια συνεργασία οικονομολόγων “που λένε την αλήθεια”, από εκσυγχρονιστές γραφειοκράτες και πατριωτικά ΜΜΕ, μετατρέπει το κράτος σε «προστάτη» της αγοράς εσωτερικά (παράδειγμα η αγριότητα της αστυνομικής καταστολής) και σε δηθεν φιλελευθερο φορέα του ανθρωπισμού εξωτερικά (κάτι που φάνηκε στους “ανθρωπιστικούς” πολέμους της περασμένης δεκαετίας). Η σύγκρουση όμως δεν εξαφανίζεται: οι νεοφιλελεύθερες συνταγές αυξάνουν την ανισότητα, τροφοδοτούν τον ανταγωνισμό και στρέφουν την οργή εναντίον των μεταναστών, των φτωχών και όσων ανθίστανται στην εξαθλίωση.
Αυτή ακριβώς τη στάση έναντι της πολιτικής εισήγαγαν τα πρόσφατα γεγονότα στην Ελλάδα. Κανένα από τα πρωτοφανή μέτρα που πάρθηκαν δεν συζητήθηκε, ούτε εγκρίθηκε, έξω από τον κύκλο ελάχιστων μυημένων κυβερνητικών στελεχών. Η επιβολή τους παρουσιάστηκε ως αναπόδραστο αποτέλεσμα των άπληστων αγορών και της δόλιας ευρωπαϊκής αδράνειας που υποτίθεται ότι βρίσκεται πίσω από την απληστία των αγορών, κάτι σαν ανθρωπιστική εκστρατεία για να σωθούν τα θύματα μιας φυσικής καταστροφής. Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, οι ειδικοί και τα κυρίαρχα ΜΜΕ αρχικά ανήγγειλαν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και στη συνέχεια εξαπέλυσαν μια συστηματική εκστρατεία για να πείσουν το κοινό.
Η αυστηρή οικονομία και η εντιμότητα, οι περικοπές μισθών και η ηθική αρετή αποτελούν την καθολική νεοφιλελεύθερη συνταγή. Όλα αυτά στην Ελλάδα παίρνουν μια πιο σκληρή μορφή απ’ ό,τι στην Ιρλανδία ή την Ισλανδία, διότι η (οικονομική) τιμωρία πρέπει να είναι πιο σκληρή, αντίστοιχη με την υπερβολική μας ηθική χαλαρότητα. Η ποινή αντιστοιχεί με την αμαρτία – μόνο που εδώ θα την πληρώσουν οι αναμάρτητοι. Πρόκειται για ένα δηλητηριώδη τύπο μεταμοντέρνου κυνισμού.
Για την αληθινή πολιτική, από την άλλη, η ιδέα ότι “δεν υπάρχει εναλλακτική λύση” δεν υφίσταται. Η δημοκρατία, που είναι συνώνυμη με την πολιτική, είναι ακριβώς η έκφραση της διαφωνίας και της σύγκρουσης, είναι ένας τρόπος ζωής μέσω του οποίου τα πιο αστάθμητα προβλήματα μπορούν να τεθούν προς συζήτηση και δοκιμασία, μπορούν να βρεθούν λύσεις και να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που, με το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα, σχολιαστές και ειδικοί έσπευσαν να προκαταλάβουν την κοινή γνώμη αναγγέλλοντας ότι το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα των καιρών μας, δηλαδή το μνημονιο, δεν υπάγεται στην πολιτική κρίση και στην κανονιστική αξιολόγηση, αλλά στις αληθοφανείς συνομιλίες των ορθοφρονούντων ειδικών.
Οι εναλλακτικές προτάσεις για πολιτική κινητοποίηση κατά των μέτρων, οι ιδέες για παύση πληρωμών ή για ριζική αναδιάρθρωση του χρέους, η πρόταση για δημοψήφισμα, όλα αυτά απορρίπτονται γιατί δεν ‘κατανοουν’ τον επείγοντα και μονόδρομο χαρακτήρα της οικονομικής λύσης. Αν η «φυσικοποιημένη» οικονομία κινείται με τρόπους θεόσταλτους και απρόβλεπτους, η πολιτική γίνεται μια υποκατηγορία της οικονομίας που πρέπει να μένει σιωπηλή και περιθωριοποιημένη. Μ’αυτό τον τρόπο, βαθύτατα πολιτικές αποφάσεις εμφανίζονται ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα αδήριτων νόμων και ταξικά συμφέροντα περιβάλλονται την αίγλη της επιστημονικής αλήθειας.
Ο πολιτικός χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης
Και όμως, η πραγματικότητα είναι ακριβώς το αντίθετο. Κάθε βήμα, κάθε απόφαση, κάθε πράξη από αυτές που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο, ήταν βαθιά πολιτικές επιλογές. Η οικονομική κατάρρευση του 2008 που επιδείνωσε την οικονομική κρίση, αποκάλυψε τη θεμελιώδη υποκρισία και ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Ενώ οι απλοί άνθρωποι υποβάλλονται καθημερινά στην «πειθαρχία» της αγοράς χάνοντας σπίτια, δουλειές και ελπίδες, το κράτος αναλαμβάνει να καλύψει τις τεράστιες απώλειες των τραπεζών. Αυτή το ειδος πολιτικής ονομαστηκε «σοσιαλισμος του λεμονιού»: σοσιαλισμός για τους πλούσιους – καπιταλισμός για τους υπόλοιπους. Η, για να παραφράσουμε τον Μπέρτολτ Μπρέχτ, πας φυλακή για μικρά οικονομικά παραπτώματα, ενώ αν οδηγήσεις μια τράπεζα στην πτώχευση παίρνεις τεράστια μπόνους.
Το ίδιο ισχύει και για το χρέος. To χρέος συσσωρεύτηκε τα τελευταία 30 χρόνια με αποφάσεις των εναλλασσόμενων πολιτικών ελίτ που χρησιμοποιούσαν τα δάνεια για να υλοποιήσουν πελατειακές πολιτικές και να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Ως προς αυτό, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο Σημίτη, τον Καραμανλή, τον Παπανδρέου και τους διάφορους υπουργούς και πρώην υπουργούς που παρελαύνουν στις τηλεοπτικές οθόνες ζητώντας «στρατιωτική πειθαρχία». Όπως πρόσφατα είπε ο κ. Πάγκαλος, ‘τα φάγαμε όλοι μαζί’ – αλλά δεν προσέθεσε ότι οι ‘όλοι’ δεν περιλαμβάνουν την πλειοψηφία του χαμηλόμισθου λαού, που τώρα καλείται να πληρώσει αυτά που άλλοι ‘έφαγαν’. Όλες οι πρόσφατες εκλογικές εκστρατείες έγιναν με το κόμμα της εκάστοτε αντιπολίτευσης να υπόσχεται «ηθική στην πολιτική», «εκλογίκευση των δημοσιονομικών», «επαναθεμελίωση του κράτους», εγκατάλειψη της «αλαζονείας της εξουσίας». Μόλις τελειώνουν οι εκλογές, η νέα κυβέρνηση επιστρέφει στις παλιές μεθόδους, αυξάνοντας το χρέος με δάνεια, δωροδοκώντας και μοιράζοντας προνόμια στους ημέτερους.
Σήμερα, τo ένα κυβερνητικό κόμμα επιτίθεται στο άλλο για το ποιος φταίει για το χρέος, ωσάν να υπάρχει κάποιος που ανήκει στην πολιτική ελίτ των τελευταίων 30 χρόνων και δεν φταίει. Με αυτή την έννοια, τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν ότι η οικονομική και η ηθική έκπτωση είναι στην πραγματικότητα συνοδοιπόροι. Στην Βρετανία, στη διάρκεια των τηλεοπτικών αναμετρήσεων της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας, και οι τρεις ηγέτες απολογήθηκαν στο κοινό για τα «σκάνδαλα των εξόδων» (οι βουλευτές χρέωναν στο δημόσιο κονδύλια που δεν δικαιούνταν) που στοίχισαν στο δημόσιο λιγότερο από δύο εκατομμύρια λίρες και ασφαλώς ωχριούν σε σύγκριση με τα ποσά που σπαταλήθηκαν από τις δικές μας ελίτ. Περιμένουμε ακόμα την πολιτική ελίτ να απολογηθεί στον ελληνικό λαό, αν και μια μεταμέλεια ιαπωνικού τύπου και ακόμα περισσότερο ένα δημόσιο χαρακίρι, θα ταίριαζαν περισσότερο στην κατάσταση αν αναλογιστούμε το μέγεθος της ευθύνης. Η πολιτική κάστα όμως δεν διαθέτει το βασικό ηθικό ανάστημα: η αξίωση να αλλάξουν οι πολίτες στάση, να υπακούν στο νόμο και να δρουν υπεύθυνα προς την κοινωνία θα ήταν πολύ πιο αξιόπιστη αν οι στυλοβάτες της ηθικής έδειχναν ένα ίχνος ταπεινοφροσύνης και κατανόησης των ευθυνών τους.
Η πολιτική φύση της κρίσης διαφαίνεται και στην ευρωπαϊκή πλευρά. Το όριο του 3% στο έλλειμμα (που το έχουν ξεπεράσει όλα τα κράτη της ευρωζώνης), το σύμφωνο σταθερότητας, η κερδοσκοπία των «αγορών», όλα υπακούουν σε πολιτικά κίνητρα και σχέδια. Ο στενός δεσμός μεταξύ των μέτρων της Ευρωπαïκής Ένωσης και του ΔΝΤ με τη γερμανική πολιτική είναι πασίγνωστος. Όλοι σχεδόν αποδέχονται πλέον ότι η γερμανική πολιτική περιορισμού μισθών και ισχυρού ευρω έχει βοηθήσει τη γερμανική οικονομία αλλά έχει δημιουργήσει προβλήματα στο Νότο της Ευρώπης.
Αυτό που έχει σχολιαστεί λιγότερο είναι η φύση της κερδοσκοπίας των αγορών. Αυτή δεν βασίζεται στις επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας (η Ελλάδα είναι ακόμη γύρω στην 25η θέση του ΟΟΣΑ, αλλά τα μέτρα και η ύφεση που δημιουργούν την οδηγούν συνεχώς προς τα κάτω), αλλά στα αισθήματα «εμπιστοσύνης» και «ρίσκου» που διακατέχουν τους χρηματιστές. Οι χρηματαγορές δεν λειτουργούν σε πραγματικό επίπεδο, αλλά σε εικονικό. Οι φήμες για την αξιοπιστία ενός κράτους ή για τον κίνδυνο να μην πληρώσει προσδιορίζονται από φανταστικούς σχεδιασμούς και ιδεολογικές κατασκευές, αποτελούν μια αυτοεκπληρουμενη προφητεία που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, στην οποία όμως έχουν την δύναμη να παρεμβαίνουν καταστροφικά.
Οι επιθέσεις των «αγορών» κατά της Ελλάδας είναι η εκδίκηση του νεοφιλελευθερισμού για την μεγάλη ήττα του 2008. Η εκδίκηση αυτή όμως αποτελεί και αναπόσπαστο κομμάτι των ευρύτερων ρυθμίσεων της μεταβιομηχανικής και μεταφορδιστικης παγκοσμιοποιημενης κοινωνίας των υπηρεσιών. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν βασίζεται πλέον στην δημιουργία υπεραξίας στον πρωτογενή τομέα, αλλά στην άντληση προσόδων, με κύρια μορφή τον τόκο και το μίσθωμα; για πνευματική ιδιοκτησία. Αυτό ισχύει τόσο σε ατομικό επίπεδο (ο νεοφιλελευθερισμός μας μεταχειρίζεται όχι σαν φυσικά πρόσωπα ή πολίτες, αλλά σαν καταναλωτές που πρέπει να δανείζονται για να ξοδεύουν) όσο και σε κρατικό. Η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω προσόδων όμως πρέπει να αστυνομεύεται αυστηρά, αφού το δανειστικό συμβόλαιο δεν δημιουργεί αυτόματα τις συνθήκες της αναπαραγωγής του όπως συμβαίνει με το συμβόλαιο εργασίας. Η άντληση προσόδου και τόκου απαιτεί εκφοβισμό καθώς δεν υπάρχει κάποιο “φυσικό” επίπεδο μίσθωματος;. Η πίεση των αγορών είναι ένας τρόπος να ασκηθεί πίεση στους οφειλέτες, ώστε είτε να αποδεχτούν την πιο ακραία καταστροφή των δημοσίων δαπανών είτε να χρεοκοπήσουν. Οφειλέτες προσέχετε, λένε στα κράτη, ή καταστρέφετε το κράτος πρόνοιας, ή γίνεστε η επόμενη Ελλάδα. Τακτική που δεν διαφέρει και πολύ από την μαφιόζικη “προστασία”: αν ο οφειλέτης αμφισβητήσει τους όρους η την αμοιβή, τον δέρνουν οι μπράβοι! Και οι απειλές έπιασαν: στην Μεγάλη Βρετανία, η νέα κυβέρνηση χρησιμοποίησε συστηματικά το ελληνικό παράδειγμα για να επιβάλλει πρωτοφανείς στα μεταπολεμικά χρονικά περικοπές δαπανών· το ίδιο γίνεται στην Ισπανία, Προτογαλία, Αγγλια και Ιρλανδία. Όπως ξέρουμε, η Ελλάδα, της οποίας το ΑΕΠ είναι μόλις 3% του ευρωπαϊκού, δεν έχει μεγάλη οικονομική σημασία για την Ερωπαϊκή Ένωση, αλλά η συμβολική σημασία της επίθεσης που της έγινε ήταν κυριολεκτικά καταλυτική.
Η επιβολή του νεοφιλελευθερισμού από τον Ρέιγκαν και την Θάτσερ συνοδεύτηκε από επιθέσεις σ’όλους τους ενδιάμεσους κοινωνικους θεσμούς, οπως τα κόμματα, τα συνδικάτα, την αυτοδιοίκηση, ακόμα και την εκκλησία. Οι θεσμοί αυτοί όμως είναι απαραίτητοι για την διαμεσολάβηση μεταξύ εξουσίας και πολιτών. Η απουσία τους εξασθενεί την κοινωνική ευπρέπεια (civility), την αποδοχή και την ενσωμάτωση που είναι αναγκαίες στον καπιταλισμό για να κατευνάζει τον ανταγωνισμό και να περιορίζει την σύγκρουση. O άνθρωπος που αντιμετωπίστηκε από την εξουσία ως καταναλωτής σε περιόδους ευημερίας, σε εποχή ανέχειας γίνεται αντικείμενο αστυνόμευσης. Έτσι εξηγείται η μεγάλη αύξηση των μηχανισμών καταστολής που εμφανίστηκαν μεν ως συνέπεια του περίφημου πολέμου κατά της τρομοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα είχαν άλλο κύριο στόχο. Οι αλλαγές που παρατηρούνται είναι τρομακτικές: τείχη σηκώνονται στο Μεξικό και στην Παλαιστίνη, γκέτο φτωχών εμφανίζονται στο κέντρο των πόλεων, οχυρωμένες κοινότητες πλουσίων στα προάστια, αυξάνονται οι φυλακές και οι δυνάμεις καταστολής. Ο κόσμος που είχε αποπλανηθεί από την τεχνητή χρηματοπιστωτική ανάπτυξη εγκαταλείπει αναγκαστικά την κατανάλωση ως μέθοδο ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων και επιθυμιών και βλέπει την ζωή του να ανατρέπεται. Δεν είναι πια μόνο το 1/3 της κοινωνίας που μένει απέξω, όπως γινόταν κατά τη δεκαετία του ’80. Αυτή τη στιγμή, μεγάλα σύνολα πληθυσμού μετατρέπονται από «βολεμένα» σε αποκλεισμένα.
Εδώ φαίνεται η πραγματική διάσταση του τέλους της πολιτικής και η ριζική επαναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού δεσμού. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα ολέθριο οικονομικό μοντέλο. Είναι μια παγκόσμια ιδεολογία και κοσμοθεώρηση, που ωθεί τους ανθρώπους να κατανοούν τη ζωή τους και να σχετίζονται με τους άλλους ως καταναλωτές χωρίς όρια, ως μηχανές επιθυμίας. Αλλά καθώς καταρρέει το οικονομικό μοντέλο που τον στήριξε, μπαίνουμε σε μία εποχή νέας κοινωνικής οντολογίας. Ο εκτεθειμένος σε δάνεια και χρέη άνθρωπος υφίσταται τεράστια ψυχολογική κρίση, κρίση ταυτότητας. Για να επαναπροσδιοριστεί συνολικά η ζωή του υποκειμένου και η σχέση του με τους άλλους και με τον κοινωνικό δεσμό, χρειάζεται μια άγρια και απότομη βιοπολιτική στρατηγική. Τα μέτρα αποτελούν την πιο προωθημένη βιοπολιτική επέμβαση, ένα νέο τρόπο συνολικής αναδιοργάνωσης της ζωής μας από την εξουσία. Ο κοινωνικός έλεγχος και η πειθάρχηση, η ριζική αλλαγή συμπεριφορών και σχέσεων που επιβάλλεται αυτή τη στιγμή, δεν έχει προηγούμενο πουθενά στην Ευρώπη. Η Ελλάδα γίνεται το μεγάλο εργαστήρι όπου φτιάχνεται ο άνθρωπος του μέλλοντος.
Η βιοεξουσία (biopower) αποτελεί άσκηση εξουσίας επί της ζωης, πειθάρχηση του κοινωνικού σώματος μέσω του ελέγχου των διαδικασιών της ζωής. Εκτείνεται από τα βάθη της συνείδησης στα σώματα του πληθυσμού και στην στοχοποιηση κοινωνικών ομάδων βάσει χαρακτηριστικών όπως το φύλο, η φυλή ή η εθνότητα. Τεχνολογίες της εξουσίας που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύνολο συμπληρώνονται με τεχνολογίες ‘επιμελείας εαυτού’. Οι άνθρωποι καλούνται να ‘αλλάξουν’ εαυτούς μέσω πρακτικών προσωπικής ‘βελτίωσης’ στο όνομα της ατομικής η συλλογικής υγείας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μέτρα του μνημονίου διαχωρίζουν τον πληθυσμό με οικονομικά κριτήρια και απαιτούν από τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους να αλλάξουν συνολικά τις συμπεριφορές τους στο όνομα της εθνικής ‘σωτηρίας’. Από την κατανάλωση των απολύτως αναγκαίων μέχρι την εκπαίδευση, εργασία και ψυχαγωγία, οι Έλληνες καλούνται να τροποποιήσουν ριζικά την συμπεριφορά τους και να υποβληθούν σε εκτεταμένους ελέγχους που αποσκοπούν να αποκαταστήσουν την κοινωνική υγεία και την ατομική ευτυχλια.
Η βιοπολιτική στοχοποιεί κυρίως συμπεριφορές, όχι ιδέες· τροποποιεί συνήθειες και πρακτικές, όχι ιδεολογίες. Η επιβολή των αλλαγών ακλουθεί τη στρατηγική του ‘δόγματος του σοκ’ (shock doctrine) υπολογίζοντας ότι η βίαιη και ταχεία εισαγωγή τους θα εξουδετερώσει την αντίσταση στην άδικη και καταστροφική τους φύση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βιοπολιτική στρατηγική δεν κινητοποιεί μόνο τον φόβο για το μέλλον και την δήθεν επιστημονική αλήθεια, αλλά φροντίζει να καλλιεργήσει και ένα όσο γίνεται βαθύτερο αίσθημα ενοχής. Μια χαμηλόφωνη υπόδειξη λέει στον πολίτη «για δεκαπέντε χρόνια είχες βελτίωση του βιοτικού σου επιπέδου μέσα από μη παραγωγικές δραστηριότητες και τώρα πρέπει να πληρώσεις». Ένας μέσος άνθρωπος που είχε αποδεχτεί το νεοφιλελεύθερο μοντέλο μπορεί να πιστέψει ότι δικαιολογούνται οι μειώσεις μισθών και συντάξεων, γιατί είχε αυξανόμενες απολαβές κατά την προηγούμενη περίοδο.
Χωρίς να αρνιόμαστε ότι υπήρξε φοροδιαφυγή και διαφθορά, πρέπει να εξετάσουμε τη δημιουργία ενοχικού συνδρόμου ως τακτική βιοπολιτικής πειθάρχησης. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η ψυχανάλυση: το υπερεγώ μας εγκαλεί τις παράνομες απολύσεις που το πρόστυχο μέρος του μας είχε επιβάλλει. Το ηθικιστικό υπερεγώ παίρνει τώρα το πάνω χέρι λέγοντας ότι όποιος αμάρτησε πρέπει να υποφέρει. Οι Γερμανοί και οι Άγγλοι βλέπουν τους Έλληνες ως τεμπέληδες, άχρηστους καλοπερασάκηδες. Η ζωή τους, δήθεν γεμάτη απολαύσεις και αργίες, κλέβει από τους βόρειους αυτό το κάτι που θα τους έκανε ολοκληρωμένους, ευτυχείς. Αλλά το ίδιο κάνουν και οι ελληνικές ελίτ. Αποδέξου την τιμωρία, λένε στον κόσμο, γιατί αμάρτησες και το αξίζεις. Η ηθικολογία είναι απαραίτητος συνοδοιπόρος της βιοπολιτικής.
Δεν υπάρχει επομένως μεγαλύτερο ψέμα από τον ισχυρισμό ότι η κρίση είναι κυρίως οικονομική. Την κρίση που χρησιμοποιείται σήμερα με κυνικό τρόπο για να καταστραφεί το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολίτευσης, την δημιούργησαν η πολιτική λογική και οι ανάγκες του ύστερου καπιταλισμού. Μόλις συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος της πολιτικής κρίσης, που οδηγεί στην ολική διάλυση και επανασύσταση του κοινωνικού δεσμού, ίσως εμφανιστούν τα πρώτα σημάδια καθολικής αντίδρασης.
Που βρίσκεται ο ελληνικός πολιτισμός;
Ποια είναι η απάντηση της κοινωνίας αυτή την ριζική αλλαγή; Έχουμε δυο ειδών αντιδρασεις. Μια πρωτη είναι το acting out. Η απόγνωση δεν μπορει να απορροφηθεί από τους εξασθενημενους ενδιάμεσους θεσμους. Ετσι ο πάντα εύθραυστος ψυχικός δεσμός με την κοινωνία ραγίζει και οδηγεί σε εκδηλώσεις προσωπικής άρνησης, που μπορεί να παίρνουν μορφή βίας, αυτοδικίας, εγκληματικότητας κοκ. Αυτό οδηγει τον κυρίαρχο ελληνικό πολιτισμό σε τεράστιο αδιέξοδο.
Αυτά που αντιμετωπίσαμε πρόσφατα ως Έλληνες του εξωτερικού ήταν πρωτοφανή. Ο ανθελληνικός και αντιμεσογειακός ρατσισμός και οριενταλισμός που πρέπει να υπήρχε υφέρπων, εγινε εκκωφαντικός. Οι λαϊκές εφημεριδες επιχαίρουν με την ελληνική τραγωδία γιατί οι διακοπές στην Κρήτη και την Ζάκυνθο θα ειναι πιο φτηνές. Διανοούμενοι από την άλλη πλευρά δεν μπορούν να πιστέψουν πως οι νεοέλληνες, που ‘δήθεν κατάγονται από τους δημιουργούς της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας και της επιστήμης, έγιναν τέτοιοι ψεύτες, κλέφτες και τεμπέληδες’. Αντίστροφα, το μεγάλο μέρος των Ελλήνων βλέπει την Αγγλία ως μέρος για ψώνια στο Harrods και σπουδές σε υποβαθμισμένα Πανεπιστήμια, πολλά τμήματα των οποίων συντηρούνται απο τους Έλληνες φοιτητές. Αν δημοκρατία ειναι η εξουσία (κράτος) του δήμου, δυστυχως η Ευρώπη εχει αποκτήσει κράτος αλλά δεν έχει (ούτε φαινεται να δημιουργεί) δήμο.
Η ψυχανάλυση διακρίνει μεταξύ του ideal ego (ιδεώδους εγώ) και του ego ideal (του ιδεατού εγώ). Το πρώτο οργανώνει φαντασιακά το εγώ μέσα από την προβολή μιας ιδεατής ταυτότητας: βλέπω τον εαυτό μου πετυχημένο, έξυπνο, ωραίο. Αλλά το ego ideal είναι πιο σημαντικό για την ψυχική ισορροπία: για να γίνω αντικείμενο επιθυμίας, βλέπω τον εαυτό μου από την σκοπιά του άλλου και προσπαθώ να γίνω η να πράξω αυτό που νομίζω ότι ο άλλος περιμένει από μένα. Αυτό ήταν μέχρι πρόσφατα το μοντέλο των ελληνικών ελίτ: θα εκσυγχρονιστούμε, θα γίνουμε όπως νομίζουμε οτι μας θέλουν οι Ευρωπαίοι. Και τώρα καταλαβαίνουμε ότι οι ευρωπαικές ελίτ μας βλέπουν σαν τις δικές μας, όπως έλεγε ο Καβάφης το 1918: ανήσυχους, ανήμπορους, ψεύτες.
Αυτό αποτελεί χρεοκοπία του εκσυγχρονιστικού μοντέλου πολιτιστικής ταυτότητας. Στο ψυχικό επίπεδο αποτελεί πρόβλημα αυτων που βιωνουν την σχεση αναμεσα στον φαντασιακο τους ευρωπαϊσμό και τον υποτιμητικο τροπο που τους αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαιοι. Και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Παπανδρέου προσπαθεί να προβάλει την τραγική φιγούρα κάποιου που κάνει αυτό που πρέπει, ακυρώνοντας ταυτόχρονα την ταυτότητά του. Σαν τραγωδία ή σαν φάρσα, πάντως, η αναδιάρθρωση του κοινωνικού δεσμού περνάει μέσα από την επανεξέταση της κυρίαρχης, πολιτισμικής ταυτότητας.
Μερικές ιδέες για την επάνοδο της πολιτικής
Είναι πιθανόν ότι χρειαζόμαστε μια νέα θεωρητική σύλληψη για τον πολιτισμό και την πολιτική. Ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει και προάγει τα επιτεύγματα του κράτους πρόνοιας. Έχοντας όμως μετατραπεί σε υποχείριο των πολιτικών μηχανισμών και σε πεδίο πελατειακών σχέσεων, έχει χάσει μεγάλο μέρος του κύρους του και της εμπιστοσύνης των πολιτών. Η κατάσταση αυτή βολεύει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που χρησιμοποιεί την ιδιωτικοποίηση και την απορρύθμιση προκειμένου να μεταφέρει κεφάλαιο και εξουσία από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα. Συνειδητοποιώντας την αντίφαση ανάμεσα στην επιφαση δημόσιας αρετής που χρησιμοποιείται για ιδιωτική εξαχρείωση, οφείλουμε να αποτρέψουμε την διαίρεση της κοινωνίας σε δύο αντιμαχόμενους χώρους, δημόσιο και ιδιωτικό. Οι αλληλοκατηγορίες για τεμπέληδες και διεφθαρμένους δημόσιους υπάλληλους ή για φοροφυγάδες και διεφθαρμένους ελεύθερους επαγγελματίες υπηρετεί μόνο τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική του διαίρει και βασίλευε.
Πέρα από τη διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, υπάρχει ένας τρίτος όρος: το κοινό καλό, res publica. Το κοινό καλό αντιπροσωπεύει την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου, την ενέργεια που εμψυχώνει την κοινωνία και δημιουργεί την αίσθηση της αλληλεγγύης. Ο δημόσιος τομέας εκπροσωπούσε παραδοσιακά αυτό το κοινό καλό, που όμως σήμερα δεν εκφράζεται πια αποκλειστικά από το κράτος. Αυτό το κοινό συμφέρον, ή κοινοπολιτεία (commonwealth), οριοθετειται αναμφισβήτητα από τον βαθύ ανταγωνισμό και την συγκρουση ανάμεσα στο λαό και τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Ωστόσο, σε αυτό τον καιρό της επικείμενης καταστροφής, οι προοδευτικές δυνάμεις οφείλουν να απευθυνθούν στην δεξαμενή του κοινού αισθήματος για να σώσουν το ανθρώπινο πρόσωπο της ελληνικής κοινωνίας.
Η κοινωνική αποστροφή για τις πολιτικές ελίτ πρέπει να μετατραπεί από απαθή αποστασιοποίηση σε ενεργή δύναμη. Διάφορες ιδέες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σ΄ αυτή την κατεύθυνση. Θα μπορούσε ίσως να δημιουργηθεί μια εξεταστική επιτροπή, πέρα από τα δύο μεγάλα κόμματα, από Έλληνες και ξένους οικονομολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες για να εξετάσει γιατί εκτινάχτηκε το χρέος και πως ξοδεύτηκαν τα κονδύλια. Οι Έλληνες πρέπει να προετοιμαστούν πολιτικά και οικονομικά για μεγάλη μείωση του χρέους η και έξοδο από το ευρω. Αυτές οι λύσεις θεωρούνταν ακραίες μέχρι πρόσφατα, τώρα όμως προτείνονται τόσο από συστημικούς αναλυτές όσο και από τις αγορές. Το αν η αναδιάρθρωση του χρέους (haircut) ή η στάση πληρωμών θα γίνει προς όφελος του λαού η των χρηματιστών, θα εξαρτηθεί από την πολιτική κινητοποίηση της επόμενης περιόδου.
Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ πρέπει να λογοδοτήσουν για την καταστροφή της χώρας. Θα μπορούσε να συγκροτηθεί ένα δικαστήριο τύπου Bertrand Russell για να διερευνήσει την ηθική και νομική ευθύνη τους. Η κυβέρνηση δεν έχει την παραμικρή νομιμοποίηση για τα μέτρα και η συμπεριφορά των ελεγκτών του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θυμίζει αποικιοκράτες σε περιοχές υπό διεθνή κηδεμονία. Επομένως η συνταγματικότητα των μέτρων πρέπει να ελεγχθεί δικαστικά, κάτι που ήδη γίνεται από σημαντικούς φορείς της κοινωνίας, όπως ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθήνας και το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας.
Γενικότερα, η Ελλάδα χρειάζεται ένα μεγάλο, πατριωτικό μέτωπο αντίστασης, πέρα από κομματικές εντάξεις. Μια ηγεμονική πολιτική αναγνωρίζει την πολυδιάσπαση των κοινωνικών δυνάμεων και προσπαθεί να αναγάγει μια βασική αντίφαση που συμπυκνώνει τις αντιθέσεις σε γραμμή αντιπαράθεσης των λαϊκών δυνάμεων. Το κοινό καλό και η δημοκρατία είναι οι καλύτεροι υποψήφιοι για ηγεμονική πολιτική. Ένα τέτοιο μέτωπο δημιουργεί την απαραίτητη δυναμική για να μετατρέψει την άμυνα σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Οι ευρωπαϊκές ελίτ φοβήθηκαν ότι η χρεοκοπία της Ελλάδας θα δημιουργήσει προβλήματα για το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά υπάρχει και η άλλη πλευρά. Τώρα που ξέρουμε ότι η θεραπεία είναι χειρότερη από την ασθένεια, ίσως να καταλάβει η Ευρώπη ότι διάλεξε το λάθος πειραματόζωο. Ο όρος “κρίση νομιμοποίησης” περιγράφει τη μαζική απώλεια εμπιστοσύνης στο εξ ορισμού εύθραυστο κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορεί πλέον να συγκεντρώνει τη λαϊκή συγκατάθεση σε μια ισορροπία ισχύος τόσο κατάφωρα και άδικα οργανωμένη κατά των συμφερόντων της πλειοψηφίας. Τέτοιες κρίσεις εμφανίζονται όταν το κενό που πάντα υπάρχει ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, γίνεται αγεφύρωτο χάσμα και ο ισχυρισμός των ελίτ ότι εκφράζουν το κοινό συμφέρον δεν πείθει πια κανέναν.
Το τέλος ή ο σκοπός της πολιτικής είναι η προσωρινή ειρήνευση της κοινωνικής σύγκρουσης και η προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν η πολιτική χάνει αυτό το σκοπό, έρχεται το δικό της τέλος. Σ’ αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα: οι Έλληνες πρέπει να παλέψουν για την επιβίωση της πολιτικής. Αν από πειραματόζωα γίνουν η πρωτοπορία της αντεπίθεσης των Ευρωπαίων κατά του καταστροφικού νεοφιλελευθερισμού, θα προσφέρουν στον κόσμο μια υπηρεσία ισάξια με την επινόηση της δημοκρατίας.
*Ο Κώστας Δουζίνας, καθηγητής νομικής, είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Birkbeck College (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου). Τα βιβλία του Το Τέλος των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Νόμος και Αισθητική κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Παπαζήση, ενώ Ο Λόγος του Νόμου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Τα τελευταία του βιβλία, στην αγγλική γλώσσα, είναι τα Adieu Derrida, Critical Jurisprudence και Human Rights and Empire.
No comments:
Post a Comment