Sunday, June 27, 2010

Με ποια Ευρώπη θα τσακίσουμε τις χρηματαγορές;
Του JAMES Κ. GALBRAITH*
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 27/06/2010

Η ετυμηγορία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είναι ομόφωνη: για να αναχαιτιστούν οι έφοδοι των χρηματαγορών, απαιτείται δημοσιονομική λιτότητα και μείωση των μισθών. Κατά τη γνώμη τους, αυτή είναι η ιδανική λύση για να μπει η οικονομία στον δρόμο του αποπληθωρισμού και για να επισπευσθεί το ξεπούλημα του κοινωνικού κράτους...


Στις αρχές Ιανουαρίου, η ελληνική κυβέρνηση συγκάλεσε επειγόντως μια επιτροπή ειδημόνων για οικονομικά ζητήματα. Σε αυτούς συγκαταλεγόταν ένας αξιωματούχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο οποίος εξήγησε με απότομο τρόπο στον έλληνα πρωθυπουργό ότι οφείλει να ξηλώσει το κοινωνικό κράτος. Ενας άλλος σύμβουλος που εργάζεται στον ΟΟΣΑ έριξε, με χαρούμενο ύφος, την εξής ατάκα: «Μια απόφαση που εξαγριώνει όλο τον κόσμο, ακόμα και τους οπαδούς σας, δεν μπορεί παρά να είναι η σωστή απόφαση».

Το θεώρημα στο οποίο στηρίζονται οι πραγματογνωμοσύνες των ειδικών μάς είναι γνωστό, οι αγορές απαιτούν από τα κράτη να σφίξουν τη ζώνη. Οι αγοραστές ομολόγων έχουν μετατραπεί στους μοναδικούς κριτές των προγραμμάτων λιτότητας που υποχρεώνονται να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις. Μόνο εκείνοι αποφασίζουν εάν μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη στην ικανότητα των χωρών να αποπληρώσουν το χρέος τους. Για να πέσουν τα επιτόκια σε υποφερτό επίπεδο και για να ξανανοίξουν οι κρουνοί της χρηματοδότησης, μια χώρα πρέπει να υποβληθεί σε ατσάλινη δημοσιονομική πειθαρχία.

Ομως η θεωρία αυτή παρουσιάζει ένα ελάττωμα, και μάλιστα σημαντικό. Οι υποσχέσεις δεν κοστίζουν τίποτα. Ακόμα κι αν ένα κράτος ικανοποιήσει όλα τα καπρίτσια των αγορών για να τις καλοπιάσει, χρειάζεται χρόνος για να τεθούν σε ισχύ τα μέτρα λιτότητας, κι ακόμα περισσότερος μέχρις ότου αποδώσουν τα αναμενόμενα. Η αναχρηματοδότηση ενός προϋπάρχοντος χρέους στηρίζεται στην εξαγγελία μεταρρυθμίσεων που δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμα, δηλαδή στην εμπιστοσύνη των αγορών στην καλή πίστη του οφειλέτη. Πώς, όμως, γίνεται να θεωρηθεί άξιο εμπιστοσύνης ένα κράτος που φημίζεται για την ανευθυνότητά του; Οσο κι αν η Ελλάδα ορκίζεται ότι θα μαδήσει τους δημόσιους υπάλληλους και τους συνταξιούχους, το χρέος της θα γίνει ληξιπρόθεσμο προτού κατορθώσει να κάνει πραγματικότητα τις υποσχέσεις της. Κι εδώ συνίσταται το παράδοξο: όσο περισσότερο η Αθήνα δεσμεύεται να περιορίσει τις δαπάνες της τόσο περισσότερο δυσπιστούν οι αγορές που προσπαθεί να καλοπιάσει...

Πρόκληση για Ε.Ε.

Αυτή η κατάσταση διέλυσε την ιδέα ότι ένα πρόγραμμα λιτότητας θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετό για να επιτευχθεί το ξεμπλοκάρισμα της αγοράς πιστώσεων κάτω από συνθήκες οι οποίες θα ήταν δυνατόν να γίνουν αποδεκτές από ένα κράτος. Συνεπώς, το μόνο μέσο για να αποφευχθεί η στάση πληρωμών συνίσταται στη μαζική χορήγηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, τα οποία δεν εξαρτώνται από τις χρηματαγορές. Ετσι, η ελληνική κυβέρνηση, βρέθηκε μπροστά σε ένα διαφορετικό πρόβλημα: πώς μπορεί να πεισθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να βάλει το χέρι στην τσέπη;

Η πρόκληση αυτή μετέφερε την οικονομική κρίση στο κέντρο ενός πολιτικού μπιλιάρδου. Η Αθήνα οφείλει να συνεχίσει τις δραστικές περικοπές και τις «μεταρρυθμίσεις», όχι πλέον για να καθησυχάσει τις αγορές, αλλά για να ικανοποιήσει την Ανγκελα Μέρκελ. Κι αυτό, γιατί υποτίθεται ότι η εκλογική πελατεία της γερμανίδας καγκελαρίου μπορεί να ανεχθεί την υλοποίηση ενός «σχεδίου διάσωσης» μονάχα υπό τον όρο ότι ο ελληνικός λαός θα υποβληθεί σε οδυνηρές θυσίες. Εν τω μεταξύ, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου ορκίζεται τυφλή υπακοή στο ευρώ και στους πιστωτές της, υπενθυμίζοντας όμως ταυτόχρονα στο Παρίσι και το Βερολίνο ότι, εάν αρνηθούν να τη συνδράμουν, η κατάρρευση της Ελλάδας θα συμπαρασύρει επίσης την Ισπανία και την Πορτογαλία.

Στο οικονομικό επίπεδο, το σενάριο προκαλεί αμηχανία. Εκτιμάται ότι τα μέτρα λιτότητας που υποσχέθηκε η ελληνική κυβέρνηση θα προκαλέσουν αύξηση της ανεργίας και μείωση των φορολογικών εσόδων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς ότι θα μειώσουν αισθητά το δημοσιονομικό έλλειμμα. Επιπλέον, ο δραστικός περιορισμός της ελληνικής κατανάλωσης τον οποίο συνιστά το ΔΝΤ θα μεταφραστεί σε απώλειες θέσεων εργασίας στη γαλλική και στη γερμανική βιομηχανία, οι οποίες εξάγουν ένα μέρος της παραγωγής τους στην Ελλάδα.

Από την άλλη πλευρά, δεδομένου ότι το ευρώ καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε υποτίμηση, δεν μπορούμε να αναμένουμε κέρδη ανταγωνιστικότητας. Σε μια ατμόσφαιρα κοινωνικής κατάρρευσης και εξοντωτικών επιτοκίων δανεισμού, καθίσταται ακόμα δυσκολότερη η λήψη των μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν μια στιγμιαία ανάσα -για παράδειγμα, της «κούρας δίαιτας» του υπερτροφικού δημόσιου τομέα και των μεταρρυθμίσεων στο φορολογικό σύστημα.

Τη στιγμή που η αντίστροφη μέτρηση πλησιάζει στο τέλος της, οι ευρωπαίοι ηγέτες συζητούν παγιδευμένοι μέσα σε δυσνόητους κανονισμούς, μέσα σε μια ανύπαρκτη ουσιαστικά Ενωση, μέσα στη στενόμυαλη οπτική τους για τη φύση του προβλήματος και με την προσοχή τους στραμμένη στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα της δικής τους χώρας. Ορισμένοι υπεύθυνοι σε ανώτατα αξιώματα προβάλλουν με φανατισμό την ιδέα ότι η δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών θα τονώσει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική ανάπτυξη. Η ανάλυσή τους οδηγεί σε μια τρομερή καταστροφή. Οταν φάνηκε ότι η γερμανίδα καγκελάριος απορρίπτει την επιλογή να δρομολογηθεί ένα σχέδιο διάσωσης, ένας άνεμος πανικού κυρίευσε όλη τη ζώνη του ευρώ. Η τιμή των «συμβολαίων Ασφάλισης απέναντι στον κίνδυνο της στάσης πληρωμών» (credit default swaps ή CDS) της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και των τραπεζών τους έφθασε στα ύψη• εύλογα, για ένα τόσο ευάλωτο χρηματοοικονομικό σύστημα όπως το ευρωπαϊκό, το οποίο χαρακτηρίζεται από χρόνια έλλειψη εγγυήσεων και καταθέσεων μεταξύ των χωρών μελών του. Παρά τις γκριμάτσες δυσφορίας της, η Μέρκελ τελικά συμφώνησε στη δρομολόγηση του σχεδίου διάσωσης.

Τα γεγονότα γρήγορα οδήγησαν τους πρωταγωνιστές του δράματος σε μια δεύτερη ανακάλυψη. Η απόφαση να προστατεύσουν την Ελλάδα από τη χρεοκοπία, αντί να κατευνάσει τις εντάσεις, τις αναζωπύρωνε. Πράγματι, φανταστείτε ότι κατέχετε τίτλους του πορτογαλικού χρέους. Καθώς η απόδοσή τους γίνεται αβέβαιη, επιθυμείτε είτε να τους ξεφορτωθείτε, είτε να αγοράσετε ένα CDS. Τα πορτογαλικά ομόλογα υποβαθμίζονται ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο δυσχερής ο περαιτέρω δανεισμός της Πορτογαλίας. Για τις χρηματαγορές, το καλύτερο μέσον για να υπάρξει εγγύηση των πληρωμών συνίσταται στο κλείδωμα της αγοράς ιδιωτικών ομολόγων και -όπως έκανε η Ελλάδα- στον εκβιασμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε αυτή την περίπτωση, η δρομολόγηση ενός σχεδίου διάσωσης θεωρείται δεδομένη• πόσω μάλλον που η Πορτογαλία έχει καλύτερη φήμη από την Ελλάδα, καθώς θεωρείται λιγότερο «ανεύθυνη». Μετά δε την Πορτογαλία, προβλέπεται ότι θα έρθει η σειρά της Ισπανίας.

«Εξευρωπαϊσμός» του χρέους

Σε τελική ανάλυση, οι κερδοσκόποι έχουν την εξουσία να επιβάλλουν τον «εξευρωπαϊσμό» του χρέους των μεσογειακών χωρών. Αυτήν ακριβώς την εξουσία χρησιμοποίησαν στα μέσα Μαΐου. Ο πανικός που κατέλαβε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες υπακούει στον ίδιο μηχανισμό που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να τρέμουν τον Σεπτέμβριο του 2008, στην τεράστια πίεση που άσκησαν οι αγορές πάνω στα αναποφάσιστα μέλη των δύο νομοθετικών σωμάτων. Οπως συμβαίνει και στην περίπτωση όλων των θυμάτων εκβιασμού, ο πρόεδρος Σαρκοζί είχε μια κρίση θυμού. Σε μια παρωδία επίδειξης πολιτικής πυγμής, η καγκελάριος Μέρκελ ανήγγειλε από την πλευρά της την απαγόρευση των «γυμνών» (ακάλυπτων) ανοιχτών πωλήσεων κρατικών ομολόγων -η τεχνική αυτή επιτρέπει στους κερδοσκόπους να πωλούν τίτλους τους οποίους δεν κατέχουν. Πρόκειται για αντίποινα, τα οποία δεν πρόκειται να αποθαρρύνουν ιδιαίτερα τους κερδοσκόπους. Ομως, τι περισσότερο μπορούσαν να κάνουν; Οι πωλήσεις ομολόγων και CDS της Ελλάδας, της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας μπορούν να πραγματοποιηθούν και εκτός Ευρώπης, για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη ή στις Νήσους Καϊμάν. Στην παραμικρή ενέργεια την οποία οι κερδοσκόποι θα μπορούσαν να εκλάβουν ως πίεση εναντίον τους, συσπειρώνονται για να εξαπολύσουν μια νέα επίθεση.

Τα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ που κινητοποίησε η Ευρωπαϊκή Ενωση ηρέμησαν την κατάσταση, τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα. Ομως, πολύ σύντομα, όλοι αναγκάστηκαν να συνειδητοποιήσουν την ολοφάνερη πραγματικότητα: τα κράτη-μέλη της Ενωσης μπορούν να βρουν χρήματα μονάχα μέσα από τον δανεισμό μεταξύ τους. Κι αυτό, γιατί τους έχει απαγορευθεί η δημιουργία νέων νομισματικών αποθεμάτων, όπως εξάλλου τους είναι αδύνατον να ενθαρρύνουν ταυτόχρονα την οικονομική ανάπτυξη και να αποσβένουν το χρέος. Κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μονάχα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Στην αρχή της κρίσης, ο ρόλος που διαδραμάτισε εστερείτο σαφήνειας σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό. Ενάντια στις ίδιες της τις αρχές, κατέληξε να αγοράζει τίτλους κρατικού χρέους. Με αυτήν της την ενέργεια, πήρε στα χέρια της τον έλεγχο του προβλήματος του χρέους, με τίμημα βέβαια την αύξηση της ελαστικότητας του ευρώ. Και τότε συνέβη το λογικά αναμενόμενο: το ευρώ κατέβηκε από το βάθρο του «σκληρού νομίσματος» κι άρχισε η αναπόφευκτη πτώση του. Το μοναδικό αποτέλεσμα που είχαν οι πυρετώδεις δηλώσεις του προέδρου της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος ορκιζόταν σε ό,τι είχε ιερό ότι «δεν τυπώνει χρήμα»(1) αλλά αρκείται στην ανακύκλωση των προθεσμιακών καταθέσεων, ήταν να ενταθεί η σύγχυση και να δημιουργηθεί η υποψία ότι οι ηγέτες της Ενωσης τα έχουν χαμένα. Και τότε ξέσπασε ο πανικός.

Τουλάχιστον, όλη αυτή η καταστροφή χρησίμευσε στην ανάδειξη ενός από τους τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η χρηματοοικονομική σωφροσύνη. Η καλή λειτουργία του συστήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κράτους το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή από οποιαδήποτε αγορά. Πρέπει να μπορεί να ενεργεί για τη διασφάλιση της πληρωμής των δημόσιων χρεών με τον τρόπο που χρησιμοποιεί η αμερικανική Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed). Ειδάλλως, στο παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε», οι αγορές πάντα θα θριαμβεύουν απέναντι στις κρατικές αρχές. Η Ευρώπη κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες για τη δημιουργία μιας «ενιαίας αγοράς», χωρίς ωστόσο να εξασφαλίσει στον εαυτό της τα μέσα για να την ελέγξει. Επιπλέον, αποφάσισε ότι η ΕΚΤ δεν θα τροφοδοτούσε το σύστημα με επιπλέον ποσότητες χρήματος που θα δημιουργούσε. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε αγορές ισχυρότερες από τα κράτη και κράτη καταχρεωμένα, τα οποία παραπαίουν στο χείλος της χρεοκοπίας. Μονάχα η ΕΚΤ μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα που δημιούργησε αυτή η τύφλωση, εγκαταλείποντας το καταστατικό της το οποίο εμποδίζει τη δράση της.

Μέχρι ποιο σημείο θα αντιγράψει την πολιτική της προσφοράς ρευστότητας που εφάρμοσε η Fed το φθινόπωρο του 2008; Ενα πράγμα είναι σίγουρο: ακόμα κι αν ολοκληρώσει τη μετάλλαξή της και δώσει τέλος στη χρηματοοικονομική κρίση, η οικονομική κρίση θα ενταθεί. Κάθε «διασωθείσα» χώρα θα λάβει μόλις και μετά βίας τα ποσά που απαιτούνται για την πληρωμή των δανειστών της, με αντάλλαγμα τη δραστική περικοπή των δημόσιων δαπανών της. Από όλη αυτήν την ιστορία, ο κερδισμένος θα είναι οι τράπεζες και όχι οι πληθυσμοί της Ευρώπης. Κι ο άνθρωπος του ΔΝΤ από τον οποίο ζήτησε συμβουλή η ελληνική κυβέρνηση θα έχει κερδίσει το στοίχημά του... ενώ η Ευρώπη θα βυθίζεται στην ύφεση.

Εκτός κι αν αλλάξει εντελώς τακτική. Εκτός κι αν οι κοινωνικές δυνάμεις που δημιούργησαν το κράτος πρόνοιας ξεσηκωθούν για να το υπερασπιστούν. Εκτός κι αν η Ευρωπαϊκή Ενωση συνειδητοποιήσει την έκταση της αναπηρίας που είχε ήδη από τη στιγμή της γέννησής της και η οποία σε τελική ανάλυση οφείλεται στην ανυπαρξία ενός συστήματος μακροοικονομικής τόνωσης της οικονομίας της.

Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, η Ενωση θα χρειαζόταν ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα, μια κεντρική τράπεζα ταγμένη στην προάσπιση της οικονομικής ευημερίας και στην τιθάσευση του χρηματοοικονομικού τομέα, έτσι ώστε να μην είναι σε θέση να τη βλάψει. Της λείπει κυρίως ένας αυτόματος δημοσιονομικός μηχανισμός ο οποίος να είναι προσανατολισμένος στην εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, να τιθασεύει την ύφεση και να αντισταθμίζει τις πτώσεις της ζήτησης στις φτωχότερες περιοχές της. Μάλιστα, ένα παρόμοιο σύστημα δεν θα έπρεπε να στηρίζεται μονάχα στις κυβερνήσεις, αλλά και στους πολίτες.

Εναρμόνιση συντάξεων

Από καθαρά τεχνική άποψη, υπάρχουν αρκετά απλά μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Για παράδειγμα, η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής ένωσης των ασφαλιστικών ταμείων θα μπορούσε να εναρμονίσει το επίπεδο των συντάξεων στις χώρες μέλη, έτσι ώστε οι πρώην εργαζόμενοι της Πορτογαλίας, της Ελλάδας ή της Ισπανίας να απολαμβάνουν παροχές που ισχύουν στις πιο προηγμένες χώρες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μπορούμε να φανταστούμε ένα ολοκληρωμένο κι ενοποιημένο σύστημα το οποίο να εγγυάται έναν αξιοπρεπή κατώτατο μισθό σε όλους τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μια Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία υπερεθνικών πανεπιστημίων και να εγγυηθεί την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης σε όλη την Ευρώπη, από τον Βορρά έως τον Νότο. Για όλα αυτά, υπάρχει μια βασική αρχή: η μόνη ορθή απάντηση στο πρόβλημα της μαζικής ανεργίας και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων συνίσταται στην αύξηση των δημόσιων δαπανών και όχι στη μείωσή τους.

Ορισμένοι θα αντιτάξουν το επιχείρημα ότι, με την υιοθέτηση ενός παρόμοιου σεναρίου, οι Γερμανοί θα φορολογούνταν για να επιδοτηθούν οι Ελληνες. Το επιχείρημα αυτό δεν έχει κανένα νόημα από οικονομική άποψη. Το ζητούμενο είναι η κινητοποίηση των ανεκμετάλλευτων οικονομικών πόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη και η ενσωμάτωσή τους στο κύκλωμα της παραγωγής. Ενας τέτοιος προσανατολισμός δεν θα συνεπαγόταν διόλου επιπλέον επιβάρυνση για όσους έχουν δουλειά, καθώς θα αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς η παροχή αγαθών και υπηρεσιών που προορίζονται για όλους. Αντίθετα, ένα ενοποιημένο φορολογικό σύστημα θα επέτρεπε να καταπολεμηθεί η μάστιγα της φοροδιαφυγής που αποτελεί πραγματική γάγγραινα για την Ελλάδα και τις υπόλοιπες χώρες της νότιας Ευρώπης. Βέβαια, αυτές οι μεταρρυθμίσεις προϋποθέτουν βαρείς φόρους, οι οποίοι ωστόσο θα αφορούν τους πλούσιους στις φτωχές χώρες και όχι τους φτωχούς στις πλούσιες χώρες.

Η εμπειρία που αποκομίσαμε κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών μας διδάσκει ότι η πολυπόθητη ανάκαμψη δύσκολα θα υπάρξει όσο οι αγορές διατηρούν ακέραιη τη δύναμη κρούσης τους. Συνεπώς, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να αφοπλίσουμε τον χρηματοοικονομικό τομέα, έτσι ώστε να πάψει να αποτελεί απειλή για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οσο κι αν φαίνεται δύσκολο, δεν πρόκειται για κάτι το αδύνατο. Προϋποθέτει προσπάθειες ρύθμισης, φορολόγησης κι αναδιάρθρωσης του χρέους των μεσογειακών χωρών. Μια επιθετική ρύθμιση θα μπορούσε να συνίσταται στην απαγόρευση σε κάθε ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική οντότητα να κερδοσκοπεί πάνω στο κρατικό χρέος των χωρών μελών της Ενωσης χρησιμοποιώντας τα CDS, αναγκάζοντας τους πιο μανιώδεις κερδοσκόπους να εξοριστούν σε φορολογικούς παραδείσους. Οσο για τις τράπεζες που θα χρεοκοπούσαν εξαιτίας των -ακάλυπτων ή καλυμμένων- στοιχημάτων τους, θα μπορούσαν να επιταχθούν και να εθνικοποιηθούν. Θα μπορούσε δε να θεσπιστεί ένας ευρωπαϊκός φόρος επί των υπεραξιών υπό την αιγίδα των εθνικών κυβερνήσεων. Θα έπρεπε επίσης να καθιερωθεί και ένας φόρος επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών(2) -όσο κι αν δεν αποτελεί πανάκεια, η καθιέρωσή του έχει καθυστερήσει εντυπωσιακά. Κι αν χρειαστεί, ας ξανακάνει την εμφάνισή του ο έλεγχος της ροής των κεφαλαίων για να σταματήσει η μετάδοση του κερδοσκοπικού χρηματοοικονομικού πυρετού: αυτή η προοπτική δεν πρέπει να μας ενοχλεί καθόλου. Τα κράτη δεν έχουν την πολυτέλεια να χάσουν τη μάχη ενάντια στις χρηματαγορές. Από τη νίκη τους εξαρτάται η επιβίωση ενός στοιχειωδώς πολιτισμένου συστήματος.

«Κρατική πτώχευση»

Οσον αφορά την αναδιάρθρωση των χρεών που είναι αδύνατον να εξυπηρετηθούν, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την υιοθέτηση από την Ευρώπη μιας διαδικασίας κρατικής πτώχευσης, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρθρο ΙΧ του αμερικανικού νόμου σχετικά με τη χρεοκοπία των δήμων. Το ίδιο προτείνει εδώ και πολύν καιρό ο Κούνιμπερτ Ράφερ, καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Το σύστημα αυτό θα μπορούσε να επιτρέψει στις κυβερνήσεις να εξακολουθήσουν να παρέχουν τις στοιχειώδεις υπηρεσίες που οφείλουν να εξασφαλίζουν στον πληθυσμό τους και ταυτόχρονα να απαλλάσσονται από το μέρος των χρεών τους που είναι εντελώς αδύνατον να εξυπηρετηθεί. Προφανώς, κάτι τέτοιο θα είχε επιπτώσεις στις τράπεζες και, σε αυτήν την περίπτωση, το καθήκον των κρατών θα ήταν να περιορίσουν την έκταση του προβλήματος εγγυώμενα τις τραπεζικές καταθέσεις. Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι έτοιμα να αναλάβουν τη διεύθυνση των τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία ενδεχομένως θα βρεθούν σε δύσκολη θέση από τα προγράμματα αναδιάρθρωσης. Κι ας μη βιαστούμε να λυπηθούμε και να κλάψουμε για τους κινδύνους με τους οποίους θα βρεθούν αντιμέτωπες οι τράπεζες. Η δραστηριότητά τους συνίσταται στο να κερδίζουν χρήματα, αλλά και οι ζημίες είναι κι αυτές μέρος του παιχνιδιού. Εξάλλου, μέσα στο επιτελείο μιας τράπεζας, το ποσοστό όσων δεν έχουν ευθύνες για την κρίση είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο ποσοστό σε οποιαδήποτε χώρα.

Αραγε, παρόμοιες μεταρρυθμίσεις θα στρέψουν την Ευρώπη προς τη δημιουργία ενός «υπερκράτους» το οποίο θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί δημόσιες δαπάνες χρηματοδοτώντας τες με ένα βιώσιμο επιτόκιο και το οποίο θα μπορεί να αντιμετωπίσει τους οίκους αξιολόγησης και τις αγορές των CDS; Προς τη δημιουργία ενός κράτους το οποίο θα προσπαθεί να ελέγξει τις τράπεζές του αντί να ελέγχεται από αυτές; Αυτό πρέπει να το αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι.

Κοινωνικός ριζοσπαστισμός

Φυσικά, θα πρόκειται για μια ριζοσπαστική εξέλιξη. Ομως, μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη της κατάστασης η οποία δεν θα είναι ριζοσπαστική; Υπάρχει, άραγε, κάποιος που αμφιβάλλει ότι αυτή τη στιγμή καταρρέει η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ευρώπης; Υπάρχουν μονάχα δύο εναλλακτικές λύσεις: ο καταστροφικός ριζοσπαστισμός της δημοσιονομικής λιτότητας ή ο εποικοδομητικός ριζοσπαστισμός της πλήρους απασχόλησης. Με άλλα λόγια, ή τραπεζικός, ή κοινωνικός ριζοσπαστισμός.
Σε νεαρή ηλικία, όταν εργαζόμουν στην επιτροπή του Κογκρέσου για τις τραπεζικές υποθέσεις, συμμετείχα, το 1975, στην εκπόνηση ενός σχεδίου διάσωσης για την πόλη της Νέας Υόρκης, η οποία εκείνη την εποχή είχε βυθιστεί σε μια βαθιά χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση. Το πρόγραμμά μας αποσκοπούσε στη σωτηρία του πανεπιστημίου της πόλης και του δικτύου των δημόσιων μέσων μαζικής μεταφοράς. Συνιστούσε επίσης την αναδιάρθρωση του χρέους του δήμου και πρότεινε να αδιαφορήσουμε απόλυτα για τις ζημίες που θα κατέγραφαν οι κάτοχοι των ομολόγων που ο ίδιος είχε εκδώσει. Ξαφνικά, έλαβα ένα τηλεφώνημα από τον Αβερελ Χάριμαν, πρώην κυβερνήτη της Νέας Υόρκης και πρώην πρεσβευτή του Ρούσβελτ στον Στάλιν. Μου ζητούσε να του συνοψίσω το αποτέλεσμα των εργασιών μας.

Ο ηλικιωμένος (ογδοντάρης) Χάριμαν, ο οποίος μόλις είχε συνέλθει από ένα κάταγμα του ισχίου, με δέχθηκε φορώντας τις πιζάμες του, καθισμένος στον καναπέ του σαλονιού του, στη βίλα του στο Τζόρτζταουν. Στον δεξιό τοίχο του σαλονιού υπήρχε ένα αντίγραφο των «Ηλιοτρόπιων» του Βαν Γκογκ. Απέναντί του, μια μπαλαρίνα του Ντεγκά. Μπροστά σε αυτό το μικρό ιδιωτικό μουσείο, προσπάθησα να εξηγήσω στον πρώην κυβερνήτη τους λόγους για τους οποίους τα μέλη της επιτροπής προτιμούσαν να ζητήσουν περισσότερες θυσίες από τους πλούσιους απ' ό,τι από τους φτωχούς. Κούνησε το κεφάλι του, στηρίχθηκε στο μπαστούνι του, έσκυψε προς το μέρος μου και είπε με βραχνή, υπόκωφη φωνή: «Καταλαβαίνω. Το κεφάλαιο πρέπει να πληρώσει, όπως και οι εργαζόμενοι».

Ως προς αυτό το σημείο τουλάχιστον, τίποτα δεν έχει αλλάξει.


(1) Ραδιόφωνο Europe 1, 12 Μαΐου 2010.
(2) (ΣτΜ) Πρόκειται για τον γνωστό φόρο Τόμπιν, που συζητείται εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία.
* Κάτοχος της έδρας πολιτικής οικονομίας στο LBJ School of Public Affairs, στο Πανεπιστήμιο του Τέξας (Οστιν). Συγγραφέας του «The Predator State: How Conservatives Abandoned the Free Market and Why Liberals Should Τοο». (ΣτΕ: Είναι γιος του διακεκριμένου οικονομολόγου John Κ. Galbraith).

Monday, June 14, 2010

Το ευρώ ευθύνεται για το ελληνικό χάλι;
του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Αυγή, 13/06/2010

Είναι μόνο το ευρώ που φταίει για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας; Ο οικονομολόγος Κώστας Καλλωνιάτης απαντάει στο παραπάνω ερώτημα ασκώντας κριτική στις ευρωσκεπτικιστικές αναλύσεις και προτάσεις. Υποστηρίζει πως εκτός απο την είσοδο στο ευρώ και την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση το πρόβλημα της Ελλάδας έχει και τοπικά χαρακτηριστικά. Καταθέτει τέλος μία πρόταση εξόδου από την κρίση στα πλαίσια της Ευρωπαικής Ένωσης που στη βάση της έχει την πολιτική μετάλλαξη και την συνεργασία των λαών της ευρώπης.


Τελευταία πληθαίνουν οι αναλύσεις αριστερών οικονομολόγων για το αδιέξοδο που υπάρχει στην αντιμετώπιση του ελληνικού δημοσίου χρέους με τα λαμβανόμενα από την κυβέρνηση και υπαγορευόμενα από ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ αυστηρά μέτρα λιτότητας.

Οι αναλύσεις αυτές είναι σωστές γιατί με μηδενικούς ή υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης και αυξανόμενα επιτόκια διεθνώς την προσεχή 5ετία ή και 10ετία είναι μαθηματικά βέβαιο πως δεν μπορούν να δημιουργηθούν τα απαραίτητα πρωτογενή πλεονάσματα στην Ελλάδα ώστε να μειωθεί το δημόσιο χρέος και να ανακάμψει βιώσιμα η οικονομία.

Ακόμη και με την πιθανή αλλά αβέβαιη ανανέωση του δανεισμού της χώρας από τον ευρωμηχανισμό για το επόμενο 1-1,5 χρόνο ή την χρηματοδότηση από την ΕΚΤ των ελληνικών εκδόσεων ομολόγων, το μόνο που κερδίζεται είναι χρόνος. Τίποτα παραπάνω. Το παραδέχθηκε και η Μέρκελ παρότι αποφάσισε τη συμμετοχή της χώρας της στο πακέτο ‘διάσωσης’. Φυσικά ο χρόνος που κερδίζεται είναι για τις γαλλικές και γερμανικές κυρίως τράπεζες, όχι για την Ελλάδα για την οποία τα βάρη του χρέους θα έχουν αυξηθεί μερικές δεκάδες δις μετά από ένα χρόνο και θα συνεχίσουν να αυξάνονται τουλάχιστον ως το 2012.

Συνεπώς, έχουν δίκιο όσοι αναλυτές ξένοι και ντόπιοι επικαλούνται το αναπόφευκτο της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Και δεν αναφερόμαστε σε μία απλή επιμήκυνση του χρόνου ωρίμανσης ή σε μία ευνοϊκότερη με όρους επιτοκίων εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά σε μία σημαντική μερική (τουλάχιστον 50%) διαγραφή του ελληνικού χρέους για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή του υπόλοιπου χωρίς να γίνεται απαγορευτική η οικονομική ανάπτυξη. Το ζήτημα της παύσης πληρωμών είναι ένα όπλο η χρήση του οποίου θα εξαρτηθεί από την πορεία των σχετικών διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές μας.

Βεβαίως μία μερίδα αναλυτών θεωρεί δεδομένη την αρνητική στάση των ευρωπαίων πιστωτών μας επειδή σήμερα η ΕΕ – προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο για την ελάφρυνση μέσω της ΕΚΤ των τραπεζών από τα ελληνικά τοξικά ομόλογα - έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο κάθε αναδιαπραγμάτευσης. Γι’ αυτό και θεωρούν ότι η Ελλάδα αναπόφευκτα θα πρέπει να προχωρήσει σε παύση πληρωμών, έξοδο από την Ευρωζώνη και μονομερή ακύρωση του χρέους (πιθανόν όλου) με απαραίτητη τη κρατικοποίηση των τραπεζών, την υποτίμηση της δραχμής, την επιβολή ελέγχων και περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίων με στόχο την ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας και την εξαγωγική ανάπτυξη της χώρας.

Για να δικαιολογήσουν, μάλιστα, την αναγκαιότητα της εξόδου από την νομισματική ένωση χρεώνουν στο ευρώ και στην λειτουργία της Ευρωζώνης (την οποία θεωρούν επωφελή μόνο για τη Γερμανία) το γεγονός της απώλειας ανταγωνιστικότητας, της δημιουργίας εμπορικών και δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και τελικά την ίδια την υπερχρέωση της Ελλάδας και άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.

Ασφαλώς η έξοδος από το ευρώ, παρότι δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός γι’ αυτό και δεν πρόκειται να συμφωνήσουν όλες οι χώρες-μέλη για την δημιουργία του στο μέλλον, αποτελεί ένα σοβαρό ενδεχόμενο αν και εφόσον μεταλλαχθεί η Ευρωζώνη σε μία πιο σκληροπυρηνική δημοσιονομικά και νεοφιλελεύθερη ΟΝΕ. Όλα αλλάζουν και η επισφαλής και ανολοκλήρωτη Ευρωζώνη είναι η πρώτη που θα αλλάξει γιατί με τη σημερινή της προβληματική μορφή και λειτουργία δεν μπορεί να επιβιώσει. Όμως, θα μπορούσε εύλογα να υποθέσει κανείς ότι η αλλαγή θα είχε άλλο περιεχόμενο και κατεύθυνση (πολιτική ενοποίηση και ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, δημοσιονομική ολοκλήρωση με μεταβιβάσεις κεφαλαίων προς τις ασθενείς περιφερειακές οικονομίες, αναδιαπραγμάτευση χρεών κλπ). Το γνωστό ερώτημα ‘ποια Ευρώπη θέλουμε’ παραμένει περισσότερο από ποτέ επίκαιρο λόγω της γενικότερης αλλά και ειδικής ευρωπαϊκής κρίσης. Για ποιο λόγο να θεωρήσουμε εκ προοιμίου πως είναι αδύνατη η αναδιαπραγμάτευση και μερική ακύρωση του χρέους εντός της Ευρωζώνης ; Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν αρκετές άλλες χώρες-μέλη με παρεμφερή δημοσιονομικά προβλήματα ;

Βεβαίως, μία ετυμηγορία του είδους «το ευρώ και η Ευρωζώνη ευθύνονται για το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και την ελληνική κρίση χρέους» ισοδυναμεί με ‘αυτόματη’ επιλογή εξόδου από την Ευρωζώνη. Πόσο έγκυρος, όμως, είναι αυτός ο ισχυρισμός ; Γνώμη μας είναι πως δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους :

1. Η μεγάλη αύξηση του δημοσίου χρέους έγινε πολύ πριν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και συγκεκριμένα τη δεκαετία του ’80 (αύξηση 66 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ από 24% το 1980 σε 90% το 1990) και την πρώτη τριετία της δεκαετίας του ‘90 (όταν ο λόγος χρέους/ΑΕΠ εκτινάσσεται στο 112% το 1993 προσθέτοντας άλλες 22 ποσοστιαίες μονάδες). Επιπλέον, τη τελευταία δεκαετία (2000-2010) της μεγάλης πιστωτικής επέκτασης παγκοσμίως, η αύξηση των χρεών δεν αφορά τις χώρες της Ευρωζώνης αλλά όλες τις μεγάλες δυτικές οικονομίες. Μάλιστα, το ύψος και η αύξηση του συνολικού χρέους των εκτός ευρωζώνης οικονομιών είναι μεγαλύτερα αυτών των εντός ευρωζώνης όπως χαρακτηριστικά φαίνεται από τον σχετικό πίνακα της McKinsey (βλ Δ. Καζάκη «Μπορεί να επιβιώσει το ευρώ», Ποντίκι, 27-5-10) όπου χώρες όπως οι Βρετανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία και Ελβετία έχουν μέσον όρο συνολικού χρέους που ξεπερνά το 350% του ΑΕΠ έναντι 300% περίπου των 4 μεγάλων χωρών της ευρωζώνης.

2. Μεταπολιτευτικά η ελληνική οικονομία υπέφερε μονίμως από δημόσια και εμπορικά ελλείμματα έχοντας συνεχείς μακροχρονίως απώλειες ανταγωνιστικότητας. Η πενταετία 1980-85 με τις δύο αποτυχημένες υποτιμήσεις και το «Τσοβόλα δώστα όλα» του 1989 υπήρξαν σταθμοί στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και τη κάμψη της ανταγωνιστικότητας. Ο λόγος εξαγωγών/εισαγωγών αγαθών της χώρας πέφτει από 49% το 1980 σε 42% το 1990 και σε 39% το 2000 για να καταλήξει σε 33% το 2009.

3. Αντίθετα, την περίοδο της νομισματικής κυρίως προσαρμογής ενόψει της ένταξης στο ευρώ, η Ελλάδα αρχίζει να μειώνει τα τεράστια δημόσια ελλείμματά της με τη σύνδεση της δραχμής στο ΕΝΣ (ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα), τη μείωση επιτοκίων και πληθωρισμού και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων στον Προϋπολογισμό (1992-2002). Ακόμη και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών σαν ποσοστό του ΑΕΠ τη δεκαετία αυτή υποχωρεί κατά μέσον όρο στο μισό της προηγούμενης δεκαετίας του ’80. Από τη δεκαετία του ’90, μάλιστα, ως σήμερα η ελληνική οικονομία γίνεται συστηματικός αποδέκτης κοινοτικών πόρων οι οποίοι σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν συνέβαλαν κατά 0,5 έως 1 ποσοστιαία μονάδα στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας (δηλαδή κατά 1/3 περίπου). Σημαίνει αυτό ότι οι κοινοτικές επιδοτήσεις αξιοποιήθηκαν παραγωγικά για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας ; Ασφαλώς όχι. Όμως, δεν ευθύνεται η Ευρωζώνη εάν η Ελλάδα αναλώνεται σε εικονικά έργα και δραστηριότητες που να δικαιολογούν όργια μίζας και προμηθειών, αν αναλαμβάνει τη διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων που της κοστίζουν 2-3 φορές περισσότερο, ή εάν οι οδικές κατασκευές κοστίζουν 6-7 φορές περισσότερο απ’ ότι στην Ευρωζώνη… Αυτοί οι παράγοντες μαζί με τις εκλογές, τη πολιτική διαφθορά και τη πιστωτική έκρηξη είναι που εκτροχιάζουν τη τρέχουσα δεκαετία το εξωτερικό έλλειμμα (-9% του ΑΕΠ τη περίοδο 2000-2009) και ισορροπία της οικονομίας.

4. Επίσης ενδεικτικός της ποιότητας της ανάπτυξης και των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας είναι και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ. Ενώ τη στασιμοπληθωριστική διεθνώς δεκαετία του ’70 η μέση ετήσια μεγέθυνση είναι 5,4% για την ελληνική οικονομία, την δεκαετία του ’80 ο ρυθμός αυτός πέφτει σε 1,6% για να αυξηθεί σε 1,9% τη δεκαετία του ’90 και να διπλασιασθεί σε 3,7% τη δεκαετία 2000-2009 της ένταξης στην Ευρωζώνη χωρίς όμως η βελτίωση αυτή να συνοδεύεται από ουσιαστικά κέρδη ανταγωνιστικότητας (δηλαδή αυξήσεις παραγωγικότητας μεγαλύτερες των αυξήσεων στο κατά κεφαλήν εισόδημα από απασχόληση).

5. Οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ τονίζουν πως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της τελευταίας δεκαετίας οφείλονται στις αθρόες πιστώσεις που επέτρεψε η Ευρωζώνη εξυπηρετώντας τα κελεύσματα των τραπεζών που δημιούργησαν το ευρώ για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά τους. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αληθές αφού η πιστωτική φούσκα ήταν αποτέλεσμα της τελευταίας κυρίως 10ετίας των χαμηλών επιτοκίων και του φαινομένου των τιτλοποιήσεων. Μόνο που αυτό δεν αφορούσε την Ευρωζώνη, αλλά τον δυτικό κόσμο συνολικά. Σε κάθε, δε, περίπτωση τα νομίσματα και οι κεντρικές τράπεζες που τα χειρίζονται εξυπηρετούν τα μεγάλα συμφέροντα του κυρίαρχου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και αυτό συμβαίνει από την εποχή του Ιμπεριαλισμού του Λένιν. Κλασσικό παράδειγμα το αμερικανικό Fed, το οποίο και πρωτοστάτησε στην κεϋνσιανή επεκτατική νομισματική πολιτική τη περίοδο 1999-2001 και ακόμη πιο πριν. Μάλιστα, μέχρι πρότινος η ΕΚΤ είχε γίνει στόχος αγγλοσαξονικής κριτικής για την συγκριτικά περιορισμένη πιστωτική επέκταση μετά τη κρίση του 2007 η οποία δεν επέτρεπε στην ευρωπαϊκή οικονομία να ανακάμψει. Ακόμη και πρόσφατα που με αφορμή την ελληνική κρίση η ΕΚΤ αποφάσισε να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα για να παράσχει ρευστότητα στο σύστημα, η κριτική αυτή συνεχίζεται γιατί η Ευρωζώνη εξακολουθεί, λέει, σε δημοσιονομικό επίπεδο να μην συμπορεύεται με την αμερικανική πολιτική της επέκτασης των ελλειμμάτων με συνέπεια να θέτει σε κίνδυνο την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.

6. Ενώ, λοιπόν, είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας ήταν σε μεγάλο βαθμό τεχνητή και ενίσχυσε τη πιστωτική φούσκα των χρεών που έσπασε το 2007-2008, το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να αποδοθεί στη δημιουργία της Ευρωζώνης ειδικά, αλλά στην νέα κερδοσκοπική φάση που εισήλθε γενικότερα ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός παγκοσμίως. Έχει κανείς την εντύπωση πως εάν ο ελληνικός καπιταλισμός είχε παραμείνει εκτός ευρώ θα είχε αποφύγει την πιστωτική φούσκα ; Ή μήπως διέφυγε από τη χρηματοπιστωτική φούσκα ο βρετανικός, ο αμερικανικός, ο ιαπωνικός ή ακόμη και ο κινεζικός καπιταλισμός ; Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης από τη μία και των χωρών της Β. Ευρώπης ή άλλων αναπτυγμένων οικονομιών από την άλλη είναι στο ότι οι πρώτες απόλαυσαν την αναπτυξιακή ώθηση του ευρώ χωρίς να προετοιμασθούν παραγωγικά για τις νέες δεσμεύσεις και περιορισμούς που αυτό σήμαινε στους όρους του ανταγωνιστικού παιχνιδιού. Δεν προχώρησαν, δηλαδή, στο άνοιγμα των εσωτερικών αγορών τους (μη εμπορεύσιμες διεθνώς υπηρεσίες) στον ανταγωνισμό με συνέπεια υπερβολικές αυξήσεις τιμών και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Η ενίσχυση της ζήτησης οδήγησε σε μεγαλύτερη στρέβλωση την υφιστάμενη - μέχρι την ένταξη στο ευρώ - παραγωγική βάση, αντί να βοηθήσει στην αλλαγή της.

7. Σε ότι αφορά την απώλεια ελληνικής ανταγωνιστικότητας επί εποχής ευρώ και κατά πόσο αυτή οφείλεται στο κοινό νόμισμα και τις σταθερές ισοτιμίες που ευνοούσαν τη Γερμανία, αξίζει νομίζω να σταθμίσουμε τα στοιχεία. Τη περίοδο 2000-2009 η ισοτιμία του ευρώ από 0,93 δολ (2000) ανήλθε σε 1,40 δολ περίπου (2009) εξαιτίας της κρίσης του δολαρίου που ευνόησε το κοινό νόμισμα. Αυτό σημαίνει 50% ανατίμηση του ευρώ έναντι της ζώνης δολαρίου. Ήταν, άραγε, ανάλογη και η κάμψη της ανταγωνιστικότητας στις χώρες-μέλη ; Ασφαλώς όχι, χάρις στις οικονομίες κλίμακας και τα κέρδη παραγωγικότητας που η Ευρωζώνη επέτρεψε αντισταθμίζοντας μεγάλο μέρος της απώλειας ανταγωνιστικότητας από την ισοτιμία. Όπως διαπιστώνεται από τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ (βλ Πίνακα) σχετικά με τον εναρμονισμένο δείκτη ανταγωνιστικότητας* την περίοδο 1999-2009 η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας ήταν 12,6% έναντι 8,1% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Όλες οι χώρες-μέλη σημείωσαν απώλειες σε ανταγωνιστικότητα πλην Γερμανίας και Αυστρίας που είχαν κέρδη 10% και 5% αντίστοιχα. Μάλιστα, η απώλεια της Ελλάδας είναι ελαφρά μικρότερη των άλλων χωρών της Ν. Ευρώπης και, εάν αφαιρεθεί η Γερμανία, πρέπει να συμπίπτει με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Στο ερώτημα γιατί η Γερμανία είχε κέρδη ανταγωνιστικότητας σε μία περίοδο ισχυρής ανατίμησης του ευρώ η συνήθης απάντηση είναι ότι αυτή οφείλεται στο τεχνολογικό πλεονέκτημα της χώρας και στη πολιτική συγκράτησης των πραγματικών μισθών σε μηδενικά επίπεδα. Όμως, ξεχνιέται πως η συγκράτηση των μισθών δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της περίφημης γερμανικής αυτοπειθαρχίας ή κάποιας πολιτικής λιτότητας, αλλά συνέπεια της γερμανικής επανένωσης του 1991 και της μεγάλης διαφοράς μισθών Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας που δεν επέτρεψε την αύξηση του μέσου γερμανικού μισθού. Πρόκειται για έναν δομικό και εξαιρετικό παράγοντα που συχνά παραβλέπεται. Εάν δεν υπήρχε αυτός, τότε τα κέρδη ανταγωνιστικότητας της Γερμανίας ίσως να μην υπήρχαν και οι ζημίες σε ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και των άλλων χωρών-μελών θα ήταν σημαντικά μικρότερες.

8. Εάν, λοιπόν, η ανταγωνιστικότητα του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε συνδυασμό με την ανατίμηση του ευρώ είχαν μικρή συμβολή στην επιδείνωση της διεθνούς θέσης της χώρας όπως την αποδίδουν η διόγκωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, ο σταθερά χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και εξειδίκευσης της οικονομίας και ο χαμηλός βαθμός προσέλκυσης ξένων άμεσων επενδύσεων, τότε που οφείλεται αυτή η επιδείνωση ; Πιστεύω πως βασικός υπαίτιος είναι το έλλειμμα πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών και καινοτομιών στο παραγωγικό κύκλωμα (ιδίως στους τομείς των μη εμπορεύσιμων διεθνώς αγαθών) που επέτρεψε τη διατήρηση ολιγοπωλιακών και συντεχνιακών καταστάσεων στο εμπόριο και σε πολλούς τομείς υπηρεσιών με αποτέλεσμα μία χαμηλή ανταγωνιστικότητα ποιότητας και τιμών (όχι μισθών και κόστους). Σε συνθήκες τεχνητής τόνωσης της εγχώριας ζήτησης αυτό λογικά εκτίναξε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών της χώρας σαν ποσοστό στο ΑΕΠ από

-5,6% το 2001 (έτος ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη) σε -14,4% το 2008. Είναι χαρακτηριστικό πως το 63% αυτής της διόγκωσης οφείλεται στην κάμψη του πλεονάσματος των υπηρεσιών και το υπόλοιπο 37% στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος (κυρίως ενεργειακού). Όμως, αν δούμε τι δεν πήγε καλά στο πλεόνασμα των υπηρεσιών θα διαπιστώσουμε πως στην επταετία αυτή τα έσοδα από τη ναυτιλία αυξήθηκαν 111%, οι λοιπές υπηρεσίες κατά 39% και μόνον οι τουριστικές υπηρεσίες απέδωσαν ένα φτωχό 10%. Και στον τουρισμό – με τον οποίο συνδέεται οργανικά το εμπόριο και άλλοι κλάδοι της οικονομίας - είναι γνωστό πως υπάρχουν και προβλήματα ποιότητας και διάρθρωσης των τιμών εξαιτίας της πρωτοφανούς έλλειψης σχεδίου και σοβαρής πολιτικής διαρθρωτικών αλλαγών. Είναι αδιανόητο πχ οι κινέζοι να επισκέπτονται κατά εκατομμύρια τη Γαλλία και η Ελλάδα να προσελκύει 5000 μόνον κινέζους τουρίστες ! Ή τα τουριστικά οφέλη από την Ολυμπιάδα να εξαντλούνται στον χρόνο τέλεσής της. Για τα προβλήματα αυτά δεν φταίει φυσικά το ευρώ και η Ευρωζώνη, αλλά το ελληνικό κράτος και οι κυβερνήσεις του.

9. Οι ευρωσκεπτικιστές που με τη κρίση του χρέους έγιναν ευρωαρνητές προτείνοντας την έξοδο από το ευρώ και την υιοθέτηση μιας νέας δραχμής ικανής να υποτιμηθεί (πόσο

άραγε ;) ώστε να τονώσει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη ξεχνάνε πως το τελευταίο εξάμηνο το ευρώ έχει υποτιμηθεί κατά 21% έναντι της ζώνης δολαρίου και πως σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις είναι πιθανόν να υποτιμηθεί ακόμη 16% ώστε να φθάσει στην ισοτιμία με το δολάριο. Αυτό σημαίνει πως σε λιγότερο από ένα χρόνο το ευρώ θα έχει χάσει 35% της αξίας του προσφέροντας σημαντικά κέρδη ανταγωνιστικότητας τιμών σε όλες τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης. Προς τι, λοιπόν, η πρόταση εξόδου από το ευρώ ; Εκτός και εάν οι υποστηρικτές της επιστροφής στη δραχμή σκέφτονται για τριτοκοσμικές υποτιμήσεις της τάξης του 60% (67% ήταν η υποτίμηση του αργεντινού πέσο). Μόνο που σε αυτή τη περίπτωση καλό θα ήταν να πληροφορήσουν τον ελληνικό λαό πως σκοπεύουν να συγκρατήσουν την εκτίναξη του πληθωρισμού. Γιατί οι μόνες πετυχημένες υποτιμήσεις που έγιναν στο παρελθόν στην Ελλάδα συνοδεύτηκαν με πάγωμα των μισθών, δηλαδή, με μείωση των πραγματικών μισθών ανάλογη του βαθμού συμμετοχής των εισαγομένων στη καταναλωτική δαπάνη (βαθμός ο οποίος είναι πολύ υψηλός).

10. Τέλος, το συχνά προβαλλόμενο επιχείρημα της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής με την επιστροφή στη δραχμή προκειμένου να τυπώνουμε όσο χρήμα έχουμε ανάγκη για να χρηματοδοτούμε πληθωριστικά το χρέος (εκδόσεις ομολόγων), πρακτικά ήδη ικανοποιείται με την απόφαση της ΕΚΤ να αγοράζει χωρίς περιορισμούς κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα. Αφού το κεϋνσιανό μοντέλο του Fed είναι που θεωρείται επιτυχημένο για την αντιμετώπιση της κρίσης του χρέους – η ειρωνεία είναι πως τώρα πληθαίνουν οι κριτικές πως οι ΗΠΑ θα είναι η επόμενη Ελλάδα – οι οπαδοί της εκτύπωσης χρήματος μπορούν να ησυχάζουν : η ΕΚΤ διολισθαίνει ταχέως στο πληθωριστικό αυτό μονοπάτι.. για να σώσει τις τράπεζες. Όμως, είναι ένα μονοπάτι αδιέξοδο (ελπίζεται προσωρινό) αφού ποτέ η εκτύπωση χρήματος δεν αποτέλεσε λύση σε διαρθρωτικά προβλήματα και κρίσεις δυσαναλογιών του καπιταλισμού.

Τερματίζω τη κριτική αυτή με ένα σχόλιο του Will Hutton από τον Observer (30-5-2010) : «Το μέλλον της Ευρώπης είναι πάνω στο ζύγι. Η δυνητική αποδόμηση του ευρώ θα είναι μία πρώτης τάξης οικονομική και πολιτική καταστροφή. Οικονομικά, θα βυθίσει την Ευρώπη σε ανταγωνιστικές υποτιμήσεις, χρεοκοπίες, διασώσεις τραπεζών, πάγωμα των πιστώσεων, εμπορικό προστατευτισμό και παρατεταμένη ύφεση. Πολιτικά, καθώς οι παλιές έχθρες και υποψίες δεν απέχουν ποτέ πολύ από την επιφάνεια, η οποιαδήποτε αποφασιστικότητα υπάρχει για να διατηρηθεί ενιαία η ετερογενής μας ήπειρος θα εξανεμισθεί. Οι ευρωσκεπτιστές θα έχουν αυτό που τόσο ήθελαν, μία Ευρώπη ανεξάρτητων εθνικών κρατών τα οποία θα ενδιαφέρονται μόνο για τα δικά τους συμφέροντα. Αλλά υπάρχει και μία σκοτεινή πλευρά της Ευρώπης. Αυτό του οποίου η έλευση θα αναγγελθεί δεν θα είναι μία χαρούμενη κοινή αγορά αλληλένδετη με την δια του εμπορίου δημιουργία πλούτου. Αυτό που θα αναδειχθεί θα είναι μία Ευρώπη συγγενική με αυτή της δεκαετίας του ’30. Φοβισμένη, στάσιμη και ευάλωτη σε κακόβουλες ρατσιστικές και εθνικιστικές ιδεολογίες. Η Ευρώπη είναι η ήπειρός μας και ο μεγαλύτερος εμπορικός μας εταίρος. Εάν πέσει, θα πέσει και η Βρετανία μαζί της».

Οι κουβέντες αυτές από το στόμα ενός άγγλου αναλυτή προσωπικά με εκπλήσσουν ευχάριστα. Γιατί είναι από το αγγλοσαξονικό κυρίως στρατόπεδο που εξακοντίζονται κατά κύματα οι προγνώσεις για τη διάλυση του ευρώ και την έξοδο της Ελλάδας από αυτό. Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει μία εθνική κρίση. Η κρίση είναι διεθνής, η Ευρωζώνη βρίσκεται στο κέντρο της και η Ελλάδα στο επίκεντρο. Η ελληνική κρίση ασφαλώς είναι δομική και με εθνικές ιδιαιτερότητες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι εντάσσεται και υπακούει στη δυναμική της επίσης δομικής διεθνούς κρίσης. Εντός της οποίας μάλιστα διαδραματίζει προεξάρχοντα ρόλο. Εάν αποχωρήσει η Ελλάδα τη περίοδο αυτή, ας μην εκπλαγούμε εάν καταρρεύσει η Ευρωζώνη με τη σημερινή της τουλάχιστον μορφή.

Έχουμε κάθε λόγο να μείνουμε στην Ευρωζώνη θέτοντας τους δικούς μας όρους (αναδιαπραγμάτευση χρέους) και να παλέψουμε από κοινού με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς που ήδη υφίστανται άνισα τη σκληρή λιτότητα της τραπεζικής ασυδοσίας για μία πραγματικά ενιαία και σοσιαλιστική Ευρώπη. Η άρνηση της Ευρώπης, η εθνική αναδίπλωση και η ουσιαστική απομόνωση στο όνομα της ανεξαρτησίας ή της λαϊκής κυριαρχίας δεν είναι ο δρόμος για την οικονομική ανάταξη, μία δικαιότερη κοινωνία, ή τον σοσιαλισμό. Αποτελεί στην πραγματικότητα θρυαλλίδα στα θεμέλια της Ευρωζώνης (και της ΕΕ) και προάγγελο μεγάλων δεινών όπως αυτά που περιέγραψε ο άγγλος αναλυτής. Ακόμη και αν τελικά δεν καταφέρουμε να τα αποφύγουμε, δεν θα έχουμε τουλάχιστον γίνει ο αυτόχειρας υποκινητής τους.

* ο εναρμονισμένος δείκτης ανταγωνιστικότητας βασίζεται στα μοναδιαία κόστη εργασίας για το σύνολο της οικονομίας των χωρών της Ευρωζώνης έναντι 35 βασικότερων εμπορικών εταίρων τους σταθμισμένων με το ειδικό βάρος εκάστου στο εξωτερικό εμπόριο κάθε χώρας-μέλους και προσαρμοσμένων στις μεταβολές της μέσης πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας)


Δείτε τον πίνακα στοιχείων εδώ

Monday, June 7, 2010

Περί Καπιταλιστικών Κρίσεων
του Richard Wolff

Ο καθηγητής Richard Wolff διδάσκει οικονομική επιστήμη τα τελευταία 40 χρόνια. Έχει διδάξει στο Yale, στο City University of New York και στο University of Massachusetts. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάλυση των καπιταλιστικών κρίσεων και τα τελευταία τρία χρόνια έχει δώσει διαλέξεις περί της οικονομικής κρίσης σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στις διαλέξεις αυτές αφού πρώτα αναλύει σε βάθος τις κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση, περιγράφει μία μέθοδο εξόδου από αυτή. Στο παρόν άρθρο η ανάλυση του παρουσιάζεται με ιδιαίτερα κατανοητό τρόπο, πράγμα που άλλωστε ήταν και ένας από τους στόχους του. Παρόλο που στο άρθρο η ανάλυση του Wolff επικεντρώνεται στις ΗΠΑ, οι ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα είναι εμφανέστατες.



Η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς χρηματοπιστωτική· είναι μία συστημική κρίση, η οποία έχει τις ρίζες στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Δεν ήταν συνέπεια αποκλειστικά της Wall Street, αλλά και του τρόπου λειτουργίας της αγοράς. Επηρέασε δραματικά τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την πολιτική της κυβέρνησης. Είναι μία κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και όχι απλώς του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Για να γίνει αντιληπτό το παραπάνω συμπέρασμα πρέπει να κάνουμε μία αναδρομή στην ιστορία των ΗΠΑ. Τα τελευταία 150 χρόνια - από το 1820 έως το 1970 - η μέση παραγωγικότητα των εργαζομένων παρουσιάζει μία συνεχή αύξηση. Η αύξηση οφείλεται στην καλύτερη εκπαίδευση των εργαζομένων, στη χρήση περισσότερων και καλύτερων μηχανών, στην καλύτερη εποπτεία της εργασίας από την εργοδοσία και σε πολλές περιπτώσεις από την αύξηση των ωρών εργασίας. Όλα αυτά τα χρόνια οι πραγματικοί μισθοί (αγοραστική δύναμη) των εργαζομένων αυξάνονταν συνεχώς. Η αύξηση της παραγωγικότητας όμως ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση των μισθών. Η διαφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα τα κέρδη των εργοδοτών να αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από αυτό των μισθών των εργαζομένων.

Έτσι, τα τελευταία 150 χρόνια, η εργατική τάξη απολάμβανε μία αύξηση της καταναλωτικής της δύναμης και παράλληλα οι καπιταλιστές απολάμβαναν μία άνοδο στα κέρδη τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι Αμερικάνοι πολίτες να μετράνε την κοινωνική επιτυχία με γνώμονα την κατανάλωση· όσο περισσότερο κατανάλωνες τόσο πιο επιτυχημένος ήσουν. Οι οικονομικά επιτυχημένοι γονείς υποσχέθηκαν ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά τους και κατάφεραν να κρατήσουν τις υποσχέσεις τους. Έτσι, όλοι μαζί γιόρταζαν την εξαιρετική επιτυχία του Αμερικάνικου καπιταλισμού, αφού ήταν το μόνο οικονομικό σύστημα που είχε καταφέρει να επιτύχει μία συνεχόμενη αύξηση της κατανάλωσης για τόση μεγάλη περίοδο.

Η αύξηση όμως αυτή σταμάτησε τη δεκαετία του 1970. Οι πραγματικοί μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται επειδή οι αμερικάνικες επιχειρήσεις (1) μετέφεραν πολλές από της λειτουργίες τους στο εξωτερικό, όπου έβρισκαν φτηνότερο εργατικό δυναμικό, (2) αντικατέστησαν πολλούς από τους εργαζομένους τους με μηχανές (κυρίως ηλεκτρονικούς υπολογιστές), και (3) άρχισαν να προσλαμβάνουν μαζικά γυναίκες και μετανάστες, οι οποίοι στην πλειοψηφία αμείβονταν λιγότερο. Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων· οι μισθοί σήμερα έχουν μικρότερη αγοραστική αξία απ' ότι οι μισθοί στη δεκαετία του 1970.

Εντωμεταξύ, η παραγωγικότητα και ως συνέπεια τα κέρδη των εργοδοτών – κυρίως εξαιτίας της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών – συνέχισε να αυξάνεται. Σε αντίθεση οι μισθοί των εργαζομένων έμειναν στάσιμοι. Η διαφορά αυτή, η οποία είναι η πηγή του καπιταλιστικού κέρδους και της συσσώρευσης κεφαλαίου, αυξάνεται διαρκώς. Καθώς το κέρδος των καπιταλιστών μεγάλωνε, το προσωπικό που είχε άμεση πρόσβαση στο κέρδος (μάνατζερς και μέτοχοι) αύξαναν με τη σειρά τους τα προσωπικά τους κέρδη. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρίες), οι οποίες διαχειρίζονταν τα κέρδη των επιχειρήσεων έπαιρναν με τη σειρά τους μεγάλο μερίδιο του κέρδους αυτού.

Τι συνέβη όμως με την εργατική τάξη;

Η εργατική τάξη δεν φάνηκε διατεθειμένη να ελαττώσει τις καταναλωτικές της συνήθειες. Αντίθετα μάλιστα, βρήκε διαφορετικούς τρόπους να τις διαιωνίσει. Ένας τρόπος ήταν η εισαγωγή περισσότερων μελών της οικογένειας στην αγορά εργασίας. Έτσι, εκατομμύρια νοικοκυρές εισήλθαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια και πολλοί άντρες έπιασαν δεύτερη δουλειά. Σήμερα οι Αμερικανοί πολίτες εργάζονται κατά μέσο όρο 20% παραπάνω από ότι οι εργαζόμενοι στην Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.

Με την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας νέα έξοδα προστέθηκαν στη μέση οικογένεια, αφού οι εργαζόμενες γυναίκες έχουν περισσότερες καταναλωτικές ανάγκες από ότι οι μη εργαζόμενες. Χρειάζονται καινούργια ρούχα, αυτοκίνητο, έτοιμο φαγητό, εξωτερική ημερήσια φροντίδα για τα παιδιά και το σπίτι και σε πολλές περιπτώσεις ψυχοθεραπεία και φάρμακα. Τα νέα αυτά έξοδα μειώνουν κατά πολύ το επιπλέον κέρδος από την εργασία της γυναίκας για μια οικογένεια. Το αποτέλεσμα ήταν η εργατική τάξη να κάνει άλλο ένα βήμα με σκοπό να διασώσει την καταναλωτική της δύναμη. Τι έκανε λοιπόν; Άρχισε να δανείζεται με συνέπεια πολλά νοικοκυριά να βυθιστούν στο χρέος.

Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις από την άλλη άρπαξαν την εξαιρετική αυτή ευκαιρία με δύο τρόπους. Πρώτον συνέχισαν να αυξάνουν τα κέρδη τους κρατώντας τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα και διατηρώντας την αύξηση της παραγωγικότητας. Δεύτερον, εκμεταλλευόμενοι την άσχημη οικονομική κατάσταση των εργαζομένων (εξαιτίας των χαμηλών μισθών) προώθησαν την χρήση δανείων που επιπλέον εξασφάλιζε και τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης. Αντί δηλαδή να χρησιμοποιήσουν τα αυξανόμενα κέρδη τους για αυξήσουν τους μισθούς των υπαλλήλων, τους έσπρωξαν στο δανεισμό. Ο δανεισμός με τη σειρά του απέφερε επιπλέον κέρδη, κυρίως μέσω των τραπεζών. Οι τράπεζες κέρδιζαν από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της κατανάλωσης. Για τους εργοδότες και για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες) αυτή ήταν πραγματικά μια χρυσή εποχή, η οποία θεωρήθηκε ως η επικύρωση της “μαγείας” του καπιταλισμού.

Παρά την μαγεία του καπιταλισμού όμως, οι εργαζόμενοι συνέχισαν να εξαθλιώνονται οικονομικά. Οι οικογένειες τους βυθίζονταν όλο και περισσότερο στο χρέος και η ανασφάλεια για το μέλλον μεγάλωνε. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές εταιρίες αύξαναν τα κέρδη τους παίρνοντας όλο και μεγαλύτερα ρίσκα και πουλώντας μετοχές αμφιλεγόμενης αξίας σε αφελής επενδυτές. Εκτός από τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, και οι επιχειρήσεις άλλων τομέων της αγοράς ακολούθησαν την ίδια τακτική. Έπαιρναν δηλαδή τεράστια ρίσκα πιστεύοντας πως “η νέα οικονομία” θα διατηρούνταν για πάντα. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Πολύ σύντομα εκατομμύρια εργαζόμενοι και πολλές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε θέση να μην μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Η φούσκα έσκασε, η ύφεση ξεκίνησε και τους βρήκε όλους απροετοίμαστους. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν σπίτια και περιουσίες. Οι Αμερικάνοι πολίτες απαιτούσαν εξηγήσεις από την κυβέρνηση για την κατάσταση της οικονομίας και έδωσαν η εξουσία πέρασε από τα χέρια των ρεπουμπλικάνων σε αυτά του Ομπάμα, ο οποίος φάνταζε ως ελπίδα στο οικονομικό τέλμα.

Αρχικά ο Μπους και στη συνέχεια και ο Ομπάμα διοχέτευσαν τρισεκατομμύρια δολάρια στην χρηματοπιστωτική βιομηχανία με σκοπό να εγγυηθούν τα χρέη και να διασώσουν τις μεγαλύτερες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Ο Ομπάμα ακολούθησε την ίδια διαδικασία και για άλλες επιχειρήσεις που ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, όπως για παράδειγμα η Chrysler και η General Motors. Η πολιτική αυτή είχε ως στόχο – όπως διατυμπάνιζαν διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι - την “επανεργοποίηση της οικονομίας”. Επιχειρούσε δηλαδή να επαναφέρει την οικονομία στην κατάσταση ευφορίας των προηγούμενων ετών. Η τακτική αυτή είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Πρώτον είναι εντελώς αμφίβολο αν θα επιτύχει, και δεύτερον, ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας απλώς θα επαναφέρει το οικονομικό σύστημα στην κατάσταση, η οποία ουσιαστικά προκάλεσε την κρίση.

Σε συνδυασμό με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα επιχείρησε να ρυθμίσει την χρηματοπιστωτική βιομηχανία με την λογική πως η κρίση προκλήθηκε εξαιτίας της απορρύθμισης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Η οικονομική ιστορία όμως αμφισβητεί τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής. Για παράδειγμα το New Deal του Roosevelt την δεκαετία του 1930 απόβλεπε στην έξοδο από την οικονομική κρίση και στην αποτροπή παρόμοιων κρίσεων στο μέλλον. Τα μέτρα που πήρε ο Roosevelt είναι παρόμοια με αυτά του Ομπάμα. Κανένας όμως από τους στόχους της πολίτικης του Roosevelt δεν στεφθηκε με επιτυχία. Η Μεγάλη Ύφεση διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και τερματίστηκε τελικά από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.

Ένα επιπλέον πρόβλημα της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους είναι ο περιορισμός τους κέρδους των επιχειρήσεων. Έτσι, δίνεται τεράστιο κίνητρο στους επιχειρηματίες να εναντιωθούν στο κράτος. Για παράδειγμα, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο πολλές επιχειρήσεις δημιούργησαν λόμπι με σκοπό την ανατροπή του κρατικού παρεμβατισμού. Χρησιμοποίησαν τον χρηματισμό ως μέθοδο αποφυγής της φορολογίας και τα ΜΜΕ για να συκοφαντήσουν και τελικά να ανατρέψουν την κρατική παρέμβαση.

Ο παρεμβατισμός της δεκαετίας του 1930 όχι μόνο έδωσε κίνητρο στους επιχειρηματίες να επιχειρήσουν ανατρέψουν τα μέτρα, αλλά τους έδωσε επίσης και την οικονομική δύναμη για να το επιτύχουν. Έτσι κι έγινε. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε απορυθμιστεί εντελώς. Όπως και ο Roosvelt, έτσι και ο Ομπάμα προτείνει την εφαρμογή κανονισμών λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν κάνει τίποτα όμως ώστε να εμποδίσει την ανατροπή αυτών των κανονισμών στο μέλλον. Αντίθετα μάλιστα με τις χρηματοδοτήσεις τρισεκατομμυρίων επιτρέπει στους ίδιους ανθρώπους που δημιούργησαν την κρίση να επιχειρήσουν την απορύθμιση όταν τους δοθεί η ευκαιρία στο μέλλον.

Μία λογική λύση στην κρίση πρέπει να παίρνει υπόψη της τα μαθήματα του παρελθόντος. Οι κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις της οικονομίας και η ρύθμιση του οικονομικού συστήματος είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για την αποφυγή παρόμοιων κρίσεων στο μέλλον. Επιπρόσθετα χρειάζεται να εξασφαλιστεί η διατήρηση των κανονισμών. Δεν πρέπει να δίνεται η δυνατότητα ανατροπής των κανονισμών σε αυτούς που εναντιώνονται σε τέτοιες πρακτικές. Οι διοικητές των επιχειρήσεων πρέπει να στερηθούν την ικανότητα ανατροπής των ρυθμίσεων, οι οποίες αποβλέπουν στη χρήση της οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στις αποφάσεις των επιχειρήσεων. Έτσι η οποιαδήποτε προσπάθεια απορρύθμισης της οικονομίας από πλευράς των επιχειρήσεων θα μπορεί να αποτρέπεται. Οι εργαζόμενοι θα έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν αναλογικά στα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία θα χρησιμοποιούνται, όχι για να ανατρέψουν τις ρυθμίσεις, αλλά για να τις διατηρήσουν και να τις βελτιώσουν προς όφελος του κοινού καλού.

Η πρόταση αυτή ουσιαστικά εκδημοκρατίζει την διαχείριση των επιχειρήσεων. Δίνει τη δυνατότητα στην πλειοψηφία των εργαζομένων μιας επιχείρησης να αποφασίζει τι και πως θα παράγεται από την επιχείρηση και πως θα επενδύονται τα κέρδη της. Ένας τέτοιος εκδημοκρατισμός των επιχειρήσεων όχι μόνο μπορεί να είναι απάντηση στην κρίση αλλά μπορεί επίσης να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, η επιθυμία των εργαζομένων για ασφαλή, ενδιαφέρουσα και καλοπληρωμένη εργασία θα πραγματοποιηθεί.

Στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα οι εργοδότες αποτελούνται από τα υψηλόβαθμα στελέχη και από τους βασικούς μετόχους της εταιρίας. Κατέχουν την δύναμη, τα κίνητρα και τους οικονομικούς πόρους όχι μόνο να δημιουργούν κρίσεις αλλά και να αντιστέκονται στις πολιτικές επίλυσης των κρίσεων αυτών. Το σύστημα αυτό είναι η βασική αιτία της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των προβλημάτων που αυτή προκαλεί. Είναι εδώ και καιρό απαρχαιωμένο και η αλλαγή του είναι ανάγκη επιτακτική.


Richard Wolff
www.rdwolff.com, 26 Απριλίου, 2010

Απόδοση: Πράπας Δημήτρης 19 Ιουνίου, 2010
Διαβάστε το στα αγγλικά