Tuesday, November 24, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 6
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο έκτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατίας στις ΗΠΑ αλλά και αλλού. Πηγαίνοντας πίσω στην ιστορία αποκαλύπτει την αριστοκρατική σκέψη που διακατείχε το Σύνταγμα του νεοσύστατου Αμερικάνικου κράτους και συνεχίζοντας υποστηρίζει ότι οι αριστοκρατικές αντιλήψεις περί εξουσίας έχουν κυριαρχήσει μέχρι σήμερα. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες ελίτ έχουν καταφέρει να επιβάλλουν τις απόψεις τους χρησιμοποιώντας κυρίως μεθόδους της βιομηχανίας δημοσίων σχέσεων, η οποία έχει αποκαλεστεί από τους ίδιους τους ιδρυτές της ως “βιομηχανία συναίνεσης.”


Ακόμη και αν ο φόβος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ήταν ειλικρινής, το σίγουρο είναι ότι δε δόθηκε στο Αμερικάνικο λαό το δικαίωμα να αποφασίσει προς ποια κατεύθυνση θα έπρεπε να επενδυθούν τα χρήματα των φορολογικών εισφορών. Εάν είχε ο Αμερικάνικος λαός την ευκαιρία να αποφασίσει μεταξύ των προγραμμάτων του Πενταγώνου – για να φτιαχτούν τα computers και τα iPods που χρησιμοποιούν τώρα τα εγγόνια τους – και μιας σοσιαλοοικονομικής ανάπτυξης που θα έκανε τη ζωή στην Αμερική ευκολότερη δεν το ξέρουμε. Η αλήθεια όμως είναι ότι το δικαίωμα της απόφασης ποτέ δεν δόθηκε στον λαό. Πάντοτε υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της κοινής γνώμης και της πολιτικής που εφαρμόζεται σε διάφορα θέματα τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Κατά την άποψη μου η κοινή γνώμη πάντοτε είναι και πιο λογική και πιο συνεπής όσον αφορά σε τέτοια ζητήματα παρόλο το ότι συχνά περιθωριοποιείτε και παρόλο του ότι οι σύγχρονοι δημοκρατικοί θεσμοί συχνά αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν σωστά. Το ζήτημα της σημερινής μορφής δημοκρατίας δεν είναι καθόλου εύκολο να αναλυθεί. Ο διακεκριμένος συγγραφέας και ακτιβιστής Arundhati Roy διερωτάται χαρακτηριστικά, εάν η εξέλιξη της σημερινής μορφής δημοκρατίας σε χώρες όπως η Ινδία και οι ΗΠΑ θα οδηγήσει στο τέλος του ανθρώπινης φυλής. Το ερώτημα μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είναι και αυτό διότι η σημερινή μορφή δημοκρατίας κάθε άλλο παρά δημοκρατία είναι.

Πρέπει να θυμηθούμε ξανά ότι η Αμερικάνικη πολιτεία ιδρύθηκε βασισμένη στην αρχή ότι πάντοτε πρέπει να υπάρχει δημοκρατικό έλλειμμα. Ο James Madison, ο βασικός σχεδιαστής της Συνταγματική τάξης υποστήριζε ότι η εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των “πλουσίων του έθνους,” του “πιο ικανού συνόλου ανθρώπων,” οι οποίοι είναι συμπαθούντες απέναντι στους κατέχοντες ιδιωτική περιουσία και στα δικαιώματα τους. Προφανώς έχοντας στο μυαλό του την εξέγερση του Shay (Shay's Rebellion>) υποστήριζε ότι “το καθολικό δικαίωμα ψήφου” είναι πιθανό να μεταβιβάσει τη δύναμη στα χέρια αυτών οι οποίοι αγωνίζονται για αγροτικές μεταρρυθμίσεις και επιτίθενται κατά των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ο Madison επιδίωκε να κατασκευάσει ένα σύστημα διακυβέρνησης το οποίο “θα προστατεύει την μειοψηφία των πλουσίων από τις επιθέσεις της πλειοψηφίας.” Γι' αυτό το λόγο το συνταγματικό του πλαίσιο δεν προϋπόθετε ισοτιμία μεταξύ των διαφορετικών εξουσιών. Η νομοθετική εξουσία επικρατούσε των υπολοίπων συνταγματικών εξουσιών. Τη νομοθετική εξουσία κατείχε κυρίως η Γερουσία, όπου οι πλούσιοι του έθνους κυριαρχούσαν και προστατεύονταν έτσι από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ο οποίος κρατούνταν διαμελισμένος και περιθωριοποιημένος με πολλούς τρόπους. Ο ιστορικός Gordon Wood συνοψίζει τη σκέψη των ιδρυτών της Αμερικής λέγοντας “Το Σύνταγμα ήταν ένα εγγενώς αριστοκρατικό κείμενο το οποίο σχεδιάστηκε προσεκτικά με σκοπό να ελέγξει τις δημοκρατικές τάσεις της περιόδου εκείνης,” παραδίδοντας της εξουσία στο “καλύτερο είδος” ανθρώπων και εξαιρώντας από την εξουσία αυτούς οι οποίοι “δεν ήταν πλούσιοι, ευγενικής καταγωγής ή διακεκριμένοι στην άσκηση της εξουσίας.”

Υπερασπιζόμενος για λίγο τον Madison θα πρέπει να αναφέρω ότι η περίοδος κατά την οποία έζησε ήταν προ-καπιταλιστική. Πίστευε ότι η εξουσία πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των “πεφωτισμένων Πολιτών” και των “φιλάνθρωπων φιλοσόφων,” άνθρωποι οι οποίοι είναι “αγνοί και ευγενής,” μια “κάστα πολιτών των οποίων η σοφία είναι ικανή να προασπιστεί τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και των οποίων ο πατριωτισμός και η αγάπη για τη δικαιοσύνη είναι απίθανο να θυσιαστεί για προσωπικές φιλοδοξίες,” αυτών που είναι ικανοί να προστατεύσουν το δημόσιο συμφέρον από την επιθετικότητα και τα “λάθη” των δημοκρατικών πλειοψηφιών.

Η σύγχρονη περιορισμένη μορφή δημοκρατίας συχνά αποκαλείτε ως “καθοδηγούμενη δημοκρατία” αλλά μόνο στη περίπτωση εχθρών της Αμερικής, όπως για παράδειγμα τον Ιράν. Οι λαϊκοί αγώνες κέρδισαν πολλά δικαιώματα αλλά ο συγκεντρωτισμός εξουσίας και προνομίων συνεχίζει να υπάρχει. Φαίνεται δηλαδή ότι η αντίληψη του Madison συνεχίζει να κυριαρχεί αφού έχει καταφέρει να εξελιχθεί κατά την διάρκεια της σύγχρονης ιστορίας. Κατά την περίοδο πριν και μετά από το 1ο παγκόσμιο πόλεμο ο επιχειρηματικός κόσμος και μία ελίτ διανοούμενων αναγνώρισαν ότι ο λαός έχει κερδίσει πολλά δικαιώματα και πλέον δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί με τη βία. Έτσι ήταν αναγκαίο να ελεγχθούν οι συμπεριφορές και οι απόψεις. Αυτή ήταν η περίοδος κατά την οποία η βιομηχανία δημοσίων σχέσεων εμφανίστηκε. Η βιομηχανία αυτή ήταν αφιερωμένη σε αυτό το οποίο ο Walter Lippmann επιδοκιμάζοντας την ανέφερε ως τη “νέα τέχνη εφαρμογής της δημοκρατίας,” ή αλλιώς ως “η βιομηχανία της συναίνεσης” ή όπως αναφέρει ο νεότερος Edward Bernays – ένας από τους ιδρυτές της βιομηχανίας δημόσιων σχέσεων – η “μηχανική της συναίνεσης”. Τόσο ο Lippmann όσο και ο Bernays πήραν μέρος στην κρατική προπαγάνδα του Wilson η οποία είχε ως στόχο να δημιουργήσει μίσος και φανατισμό στο φιλειρηνικό αμερικάνικο πληθυσμό απέναντι σε κάθε τι Γερμανικό. Η προπαγάνδα στέφθηκε με επιτυχία. Οι ίδιοι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η τεχνική που εφαρμόστηκε στην προπαγάνδα θα εξασφάλιζε το ότι “οι νοήμων μειοψηφίες” θα κυβερνάνε ανενόχλητοι από “το θόρυβο της αγριεμένης αγέλης,” που είναι η κοινή γνώμη και από “την άγνοια και την ενόχληση των παρείσακτων ,” των οποίων ο “ρόλος” είναι να είναι “θεατές” και όχι “συμμετέχοντες.” Αυτό ήταν το κεντρικό θέμα των “προοδευτικών δοκιμίων περί δημοκρατίας” του κυρίου Lippmann, του οποίου η σκέψη αντικατοπτρίζει την αντίληψη της “προοδευτικής” διανόησης των κατεχόντων εξουσία. Για παράδειγμα ο Πρόεδρος Wilson υποστήριζε ότι μια ελίτ από gentlemen με “προχωρημένες ιδέες” πρέπει να κυριαρχεί και να προστατεύει “τη σταθερότητα και την ορθότητα,” σκέψη που είναι στενά συνδεδεμένη με τις αντιλήψεις του Madison. Στη σύγχρονή εποχή το ρόλο των gentlemen έχει αναλάβει μία “ελίτ από τεχνοκράτες,”από “διανοούμενους” ιππότες της Στρογυλής Τραπέζης και από "Straussian" κατασκευάσματα. Με τον ένα ή άλλο τρόπο οι αριστοκρατικές αντιλήψεις του Madison διασώζονται εμποτισμένες μερικές φορές με δόσεις Λενινισμού.

Είναι όμως ελπιδοφόρο ότι οι κοινωνικοί αγώνες συνεχίζονται και ανά περιόδους είναι αποτελεσματικότατοι, όπως για παράδειγμα κατά την περίοδο της δεκαετίας του 1960 όπου βασικά είχαν ως αποτέλεσμα των εκπολιτισμό της Αμερικάνικης χώρας.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 24/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Tuesday, November 17, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 5
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο πέμπτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην πολιτική διεύρυνσης που ακολούθησε το ΝΑΤΟ μετά την διάλυση την ΕΣΣΔ και στην πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή του Αφγανιστάν – Πακιστάν. Ειδικότερα αναφέρεται στην διπροσωπία που επέδειξαν οι ΗΠΑ στις συμφωνίες του με τον τελευταίο ηγέτη της ΕΣΣΔ, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Συνεχίζοντας αναδεικνύει τα προβλήματα που δημιουργεί η παρουσία των αμερικάνικων δυνάμεων στο Αφγανιστάν και κλείνοντας επιτίθεται σε κύκλους στο εσωτερικό των ΗΠΑ που προωθούν τον έλεγχο της κοινής γνώμης όσον αφορά στα παραπάνω θέματα.



Η αμυντική πρόφαση ύπαρξης του ΝΑΤΟ είχε τουλάχιστο μία δόση αξιοπιστίας. Μετά την διάλυση όμως της ΕΣΣΔ η αξιοπιστία αυτή χάθηκε παντελώς. Ο Γκορμπατσόφ έκανε μία τεράστια παραχώρηση στην Δύση: επέτρεψε στην ενωμένη Γερμανία να εισχωρήσει σε μία εχθρική στρατιωτική συμμαχία, παρόλο που η Γερμανία μόνη της είχε καταστρέψει δύο φορές τη Ρωσία κατά τη διάρκεια του αιώνα. Τελευταία αποκαλύφθηκε ότι η παραχώρηση αυτή δεν έγινε χωρίς αντάλλαγμα. Η μελέτη των αυθεντικών εγγράφων που υπογράφτηκαν εκείνη την εποχή έγινε από τον Mark Kramer ο οποίος αρχικά επιχείρησε να διαψεύσει την διπροσωπία των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά η ερευνά δείχνει ότι η στάση των ΗΠΑ ήταν όντως διπρόσωπη. Ο Kramer σε ένα άρθρο του στην The Washington Quarterly αναφέρει ότι ο πρόεδρος Μπους και ο υφυπουργός James Baker είχαν υποσχεθεί στον Γκορμπατσόφ ότι “το ΝΑΤΟ δε θα αναπτύξει δυνάμεις στην περιοχή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας....και ότι η δικαιοδοσία ή οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ δεν θα κινηθούν προς ανατολάς.” Βεβαίωσαν επίσης τον Γκορμπατσόφ ότι “το ΝΑΤΟ θα μετατραπεί σε οργανισμό πολιτικού χαρακτήρα”. Φυσικά δεν υπάρχει λόγος να σχολιάσουμε αυτές τις υποσχέσεις. Η ιστορία που ακολούθησε μιλάει από μόνη της.

Μόλις ο πρόεδρος Κλίντον ανέλαβε καθήκοντα, η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την ανατολή ξεκίνησε. Η διαδικασία επιταχύνθηκε επί προεδρίας Μπους. Η κίνηση αυτή ήταν απειλητική προς τη Ρωσία, η οποία αντέδρασε αναπτύσσοντας το αμυντικό της πρόγραμμα. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Ομπάμα, James Jones, έχει ακόμη πιο φιλόδοξο σχέδιο επέκτασης. Προωθεί την περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ ανατολικά και νότια, και φιλοδοξεί να το μετατρέψει σε μία παγκοσμίου βεληνεκούς δύναμη επέμβασης η οποία φυσικά θα διοικείτε από τις ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Jaap de Hoop Scheffer ανέφερε στην συνδιάσκεψη του ΝΑΤΟ ότι “τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ πρέπει να φυλάνε τα δίκτυα μετακίνησης πετρελαίου και φυσικού αερίου προς τη Δύση ” και γενικότερα πρέπει να ελέγχουν τις θαλάσσιες μετακινήσεις και “άλλες σημαντικές υποδομές” ενέργειας ανά τον κόσμο. Τα σχέδια αυτά είναι η έναρξη της νέας φάσης της Δυτικής ηγεμονίας που πιο ευγενικά χαρακτηρίζεται ως “προσπάθεια σταθερότητας και ειρήνης.”

Το Νοέμβριου του 2007 ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε σχέδια για μακροπρόθεσμη στρατιωτική παραμονή στο Ιράκ και “την προσπάθεια ενθάρρυνσης ξένων επενδύσεων, κυρίως αμερικάνικών στο Ιράκ.” Τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν μετά από την αντίδραση της Ιρακινής κυβέρνησης και των ευρειών αντιδράσεων – διαδηλώσεων στο εσωτερικό των ΗΠΑ που απαιτούσαν την διεξαγωγή εκλογών στο Ιράκ. Στην περιοχή του Αφγανιστάν η κυβέρνηση Ομπάμα συνεχίζει την δημιουργία πρεσβειών στο μοντέλο πόλη – μέσα – στην – πόλη (city-within-a-city) που πρωτοεμφανίστηκε στην Βαγδάτη. Τέτοιου είδους στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν υπάρχουν αλλού στον κόσμο και είναι αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ, πράγμα που αποδεικνύει την παγκόσμια μονοκρατορία των ΗΠΑ.

Καθώς ο πρόεδρος Ομπάμα επιδιώκει να καθιερώσει μία μεγάλης έκτασης εμπορική παρουσία στην περιοχή, ακολουθεί επίσης και την στρατηγική του στρατηγού Petraeus που επιχειρεί να εξωθήσει τους Ταλιμπάν στην περιοχή του Πακιστάν. Μία τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά στην σταθερότητα της περιοχής. Στην περιοχή κοντά στα σύνορα Πακιστάν – Αφγανιστάν κατοικούν κάποιες από τις πιο ακραίες φυλές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η φυλή των Pashtun που καταλαμβάνουν περιοχές και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Επιπλέον τα σύνορα αυτά που επιβλήθηκαν από τους Βρετανούς δεν αναγνωρίστηκαν από το Αφγανιστάν ούτε κατά την περίοδο που ήταν ανεξάρτητο. Στη δημοσίευση του Απρίλη του Κέντρου Διεθνής Πολιτικής (Center for International Policy), αναφέρεται από τον Selig Harrison, έναν από τους σημαντικότερους αναλυτές της περιοχής, ότι το αποτέλεσμα της αμερικάνικης πολιτικής μπορεί να είναι αυτό που ο πρέσβης του Πακιστάν Husain Haqqani ανέφερε ως “Islamic Pashtunistan.” Ο προκάτοχος του Haqqani είχε επίσης αναφερθεί στο πρόβλημα λέγοντας ότι σε περίπτωση που οι Ταλιμπάν ενωθούν με τη φυλή των Pashtun “το παραπάνω ενδεχόμενο – η δημιουργία δηλαδή του Islamic Pashtunistan – θα είναι πολύ πιθανό.”

Η εξέλιξη της κατάστασης έγινε ακόμη πιο δυσοίωνη καθώς κατά τις επιθέσεις θανατώθηκε μεγάλος αριθμός αμάχων, με αποτέλεσμα η στάση του πληθυσμού να σκληρύνει. Την κατάσταση επίσης δυσχεραίνει η επιλογή του στρατηγού Stanley McChrystal – δολοφόνου των ειδικών δυνάμεων – ως επικεφαλής των επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική είναι η στάση ενός από τους συμβούλους του ίδιου του Petraeus, του David Kilcullen, ο οποίος περιγράφει την πολιτική των Obama-Petraeus-McChrystal ως θεμελιώδη “στρατηγικό λάθος”, το οποίο μπορεί να οδηγήσει “στην διάλυση του Πακιστανικού κράτους.”

Είναι επίσης αποθαρρυντικό ότι τόσο το Πακιστάν όσο και η Ινδία επεκτείνουν με γοργούς ρυθμούς τα πυρηνικά τους οπλοστάσια. Και οι δύο χώρες βοηθήθηκαν στην ανάπτυξη των πυρηνικών τους οπλοστασίων από τις ΗΠΑ. Το Πακιστάν από την κυβέρνηση Ρέιγκαν και η Ινδία μετά την διμερής συμφωνία περί πυρηνικών μεταξύ ΗΠΑ – Ινδίας. Οι Ινδία και το Πακιστάν μάλιστα, έχουν φτάσει στα πρόθυρα πυρηνικής σύγκρουσης μεταξύ τους αφού και οι δύο διεκδικούν την κοιλάδα του Kashmir. Και οι δύο χώρες επίσης έχουν συγκρουστεί πολεμικά στο παρελθόν με το Αφγανιστάν. Η στάση λοιπόν των ΗΠΑ στην περιοχή αποτελεί σημαντικότατη απειλή για την παγκόσμια ειρήνη.

Επιστρέφοντας στο εσωτερικό των ΗΠΑ αξίζει να σημειωθεί η προσπάθεια που γίνεται από κάποιους κύκλους να ελέγχει η κοινή γνώμη. Ο διακριθείς φιλελεύθερος πολιτικός Dean Acheson συμβουλεύει ότι οι ηγέτες πρέπει να μιλάνε με τρόπο που είναι “υπεράνω από την αλήθεια.” Ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ Samuel Huntington, ο οποίος υποστήριζε κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ότι είναι αναγκαίο να παραπλανείς την κοινή γνώμη, προωθεί την άποψη ότι η δύναμη της εξουσίας πρέπει να παραμένει αόρατη. Χαρακτηριστικά αναφέρει: “Οι αρχιτέκτονες της εξουσίας στις ΗΠΑ πρέπει να δημιουργήσουν δύναμη ελέγχου η οποία πρέπει να είναι αισθητή αλλά όχι εμφανής. Η δύναμη της εξουσίας παραμένει ισχυρή μόνο όσο βρίσκεται στο σκοτάδι. Σε περίπτωση που γίνει εμφανής από το κοινό τότε εξατμίζεται.” Όσοι επιθυμούν να αντισταθούν σε απόψεις σαν και αυτές και επιθυμούν να μεταβιβάσουν την εξουσία στο λαό πρέπει να προετοιμαστούν για μία καθημερινή μάχη με κυνικούς ανθρώπους που διατυπώνουν τέτοιες απόψεις.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 17/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 4
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο τέταρτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην προπαγάνδα των ΗΠΑ κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και στο πως η προπαγάνδα αυτή άλλαξε χαρακτήρα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Επίσης παραθέτει στοιχεία της πολιτικής των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σχετικά με τα εξοπλιστικά προγράμματα και υποστηρίζει ότι ένας βασικός παράγοντας αποτυχίας του Σοβιετικού οικονομικού μοντέλου ήταν ο συνεχής ανταγωνισμός εξοπλισμών με τις ΗΠΑ, οι οποίας χρησιμοποίησαν τον ανταγωνισμό αυτό στην προσπάθεια τους να αποδυναμώσουν την Σοβιετική οικονομία.


H οικονομική πολιτική κάθε κράτους απαιτεί την αποδοχή της κοινής γνώμης, η οποία όταν δεν μπορεί να ελέγχει με βία ελέγχεται με δόλο. Είναι ανεπίτρεπτο σε οποιαδήποτε κυβέρνηση να αναφέρει ότι η οικονομία στηρίζεται στο ρίσκο και ότι τελικά τα κέρδη αυτού του ρίσκου καταλήγουν στις τσέπες μιας μικρής μειοψηφίας. Μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο ο αμερικάνικος λαός άκουγε ότι οι φόροι του πηγαίνουν σε προγράμματα προστασίας εναντίον “τεράτων”. Στη δεκαετία του 1980 ο Ρέιγκαν κήρυξε Επείγουσα Εθνική Κατάσταση διότι όπως έλεγε οι ορδές της Νικαράγουας βρίσκονται μόνο δύο μέρες μακρυά από το Τέξας. Δύο δεκαετίες πριν ο πρόεδρος L.B. Johnson προειδοποιούσε ότι “είμαστε μόνο 150 εκατομμύρια και είναι 3 δισεκατομμύρια” και γι' αυτό έπρεπε να τους σταματήσουμε στο Βιετνάμ.

Γι' αυτούς που ενδιαφέρονται για την πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου και πως χρησιμοποιούνταν για να ελέγχει το πλήθος μια στιγμή που αξίζει ιδιαίτερη προσοχή και βοηθάει στην εξαγωγή συμπερασμάτων είναι η πτώση του τείχους του Βερολίνου είκοσι χρόνια πριν και τα γεγονότα που ακολούθησαν. Οι εκδηλώσεις εορτασμού για την πτώση του τείχους έχουν ήδη αρχίσει και θα συνεχιστούν για αρκετές μέρες. Αλλά για ακόμη μία φορά οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά την πτώση θα παραμείνουν στο παρασκήνιο.

Με την κατάρρευση του τείχους κατέρρευσε επίσης και το πλαίσιο δημαγωγίας των αμερικάνικων κυβερνήσεων. Η “μονολιθική και αδίστακτη συνωμοσία” του Κένεντι και η “αυτοκρατορία του κακού” του Ρέιγκαν δεν υπήρχαν πια. Ένα καινούργιο πλαίσιο δημαγωγίας ήταν απαραίτητο. Η κυβέρνηση Μπους έδρασε αστραπιαία με την δημιουργία της λεγόμενης Νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφαλείας. Η Ουάσιγκτον χρειαζόταν μια καινούργια πρόφαση για να συντηρήσει τον έλεγχο. Η πρόφαση ήταν η “τεχνολογική ανάπτυξη” του Τρίτου Κόσμου. Η αμυντική βιομηχανία έπρεπε να συντηρηθεί καθώς επίσης και ο έλεγχος των πηγών ενέργειας στη Μέση Ανατολή. Είναι αξιοσημείωτο ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι πραγματικοί στόχοι αναγνωρίστηκαν από τους ίδιους τους αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής. Μία τέτοια περίπτωση είναι η κατάθεση του Robert Komer, αρχιτέκτονα επί προέδρου Κάρτερ του κέντρου Δυνάμεων Ταχείας Ανάπτυξης (Rapid Deployment Force), στο Κογκρέσο. Ο Komer αναγνώρισε ότι στις πλειοψηφία των περιπτώσεων ο σκοπός των αμερικάνικων δυνάμεων δεν ήταν η αντίσταση σε Σοβιετικές επιθέσεις αλλά η αντιμετώπιση απελευθερωτικών κινημάτων τα οποία χαρακτηρίζονταν ως κινήματα “ριζοσπαστικού εθνικισμού.”

Με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης τα πραγματικά αίτια των πολιτικών των ΗΠΑ γίνανε εμφανή τουλάχιστον σε αυτούς που επιλέγουν να δουν. Ο πραγματικός στόχος της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας ήταν πρώτον να συντηρηθεί ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία (χωρίς όμως αυτό να γίνεται εμφανή μιας και την ίδια στιγμή έπρεπε να προωθηθεί ο φιλελευθερισμός) και δεύτερον να προασπιστούν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στο εξωτερικό.

Η ιστορική διαδρομή του ΝΑΤΟ είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παραπάνω πολιτική των ΗΠΑ. Πριν την εποχή Γκορμπατσόφ το ΝΑΤΟ διαμήνυε ότι βασικός του σκοπός ήταν να αποτρέψει μία ενδεχόμενη εισβολή της Ρωσίας στην Ευρώπη. Η νομιμότητα του στόχου αυτού είναι αμφισβητήσιμη ακόμα και για την περίοδο αμέσως μετά την λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Τον Μάιο του 1945 ο Τσόρτσιλ διέταξε την δημιουργία σχεδίου με την κωδική ονομασία “Operation Unthinkable”, που σκοπό είχε την “εξάλειψη της Ρωσίας”. Το σχέδιο που αποκαλύφθηκε δέκα χρόνια πριν παρουσιάζεται εκτενέστατα στην επιστημονική εργασία του Richard Aldrich “The Hidden Hand” που πραγματοποιήθηκε πάνω στα αρχεία της Βρετανικής υπηρεσίας πληροφοριών. Σύμφωνα με τον Aldrich το σχέδιο όριζε την αιφνιδιαστική επίθεση κατά της Ρωσίας εκατοντάδων χιλιάδων Βρετανικών, Αμερικάνικων και Γερμανικών στρατευμάτων από ξηράς και αέρος, όπως επίσης και τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η επίσημη θέση του ΝΑΤΟ δεν ήταν πειστική ούτε μια δεκαετία αργότερα όταν τα ηνία της Σοβιετικής Ένωσης ανέλαβε ο Χρουστσόφ, ο οποίος πρότεινε την αμοιβαία μείωση εξοπλισμών. Ο Χρουστσόφ είχε αντιληφθεί ότι η αδύναμη σοβιετική οικονομία δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε περίπτωση που οι δαπάνες για εξοπλισμό δεν μειωνόταν. Όταν οι ΗΠΑ αρνήθηκαν την προσφορά του προχώρησε σε μονομερή μείωση των εξοπλισμών. Ο Κένεντι απάντησε με αύξηση του εξοπλιστικού προγράμματος, την οποία προσπάθησε να ακολουθήσει η Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο της κρίσης στην Κούβα με αποτέλεσμα η οικονομία της να γίνει ακόμη πιο αδύνατη. Η αδυναμία της Σοβιετικής οικονομίας να ακολουθήσει τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό ήταν ένας βασικός λόγος που οδήγησε στην μετέπειτα διάλυση της.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 17/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Wednesday, November 11, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας – Μέρος 3
του Νόαμ Τσόμσκι

Στο τρίτο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι παρουσιάζει το ρόλο του κράτους στην ανάπτυξη της οικονομίας. Προβάλλει με αυτό τον τρόπο επιχειρήματα κατά αυτών που συνδέουν την οικονομική ανάπτυξη αποκλειστικά με την ελεύθερη αγορά και τον νεοφιλελευθερισμό. Κάνοντας μία μικρή ιστορική αναδρομή παραθέτει παραδείγματα καινοτομιών που οφείλονται σε κρατικές χρηματοδοτήσεις και αποκαλύπτει τη στενή σχέση της αποικιοκρατίας και του εμπορίου σκλάβων με την οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι θεωρεί την αποικιοκρατία και το εμπόριο σκλάβων ως μια αποτρόπαια κρατική παρέμβαση στην οικονομία.


Ο χαρακτηρισμός “χρυσή εποχή” είναι επίσης αμφισβητήσιμος. Η περίοδος μπορεί κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως περίοδος “κρατικού καπιταλισμού.” Ο κρατικός τομέας ήταν και παραμένει βασικός παράγοντας ανάπτυξης και καινοτομίας μέσω πρακτικών όπως η έρευνα, οι επιδοτούμενες συμβάσεις, οι χρηματοδοτήσεις και οι διασώσεις (bailouts) ιδιωτικών εταιρειών. Στις ΗΠΑ οι πολιτικές αυτές ήταν κυρίως μέριμνα του Πενταγώνου κατά τη διάρκεια όπου η αιχμή της οικονομίας ήταν οι ηλεκτρονικές τεχνολογίες. Κατά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία μετατόπιση προς το χώρο της υγείας μιας και η αιχμή της έρευνας τα τελευταία χρόνια μετατοπίστηκε προς τη βιολογία. Μερικά παραδείγματα καινοτομιών οι οποίες οφείλονται σε κρατικές χρηματοδοτήσεις είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, το Ίντερνετ, οι δορυφόροι, οι τεχνολογίες πληροφορίας, τα επιβατικά αεροσκάφη, φαρμακευτικά προϊόντα, και προϊόντα βιοτεχνολογίας. Ο σημαντικός ρόλος του κράτους στην ανάπτυξη της τεχνολογίας πρέπει να παίρνεται σοβαρά υπόψη από τις οργισμένες φωνές κατά των παρεμβατικών πολιτικών του κράτους στην οικονομία. Την ίδια στιγμή μάλιστα όπου ο ιδιωτικός τομέας προκάλεσε την οικονομική κρίση, η οποία όντας τόσο ισχυρή έβλαψε όχι μόνο τις φτωχές χώρες του Νότου αλλά και τις πλούσιες του Βορρά. Φωνές λοιπόν σαν και αυτή του ιστορικού Niall Ferguson που διαμηνύουν ότι “το μάθημα της οικονομικής ιστορίας είναι ξεκάθαρο. Η οικονομική ανάπτυξη... είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής καινοτομίας και της αύξησης της παραγωγικότητας, πράγματα τα οποία προέρχονται από τον ιδιωτικό τομέα και όχι από το κράτος”, ακούγονται ιδιαίτερα ύποπτες. Την ίδια ώρα μάλιστα όπου προφανώς γράφτηκαν σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και στάλθηκαν μέσω Ίντερνετ. Δύσκολα λοιπόν το μάθημα ιστορίας του Ferguson μπορεί να γίνει πιστευτό.

Οι κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία δεν είναι φαινόμενο που παρατηρήθηκε μόνο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Αντίθετα το κράτος πάντοτε ήταν κεντρικός παράγοντας της οικονομικής ανάπτυξης. Όταν οι αμερικάνικες αποικίες απέκτησαν την ανεξαρτησία τους ήταν ελεύθερες να καταργήσουν οικονομικές πολιτικές που υπαγόρευαν την τήρηση του συγκριτικού πλεονεκτήματος στις εξαγωγές και ανάγκαζαν τις αποικίες να εισάγουν τεράστιες ποσότητες Βρετανικών βιομηχανικών προϊόντων. Αντίθετα η Χαμιλτόνια οικονομία καθιέρωσε υψηλά τιμολόγια στις εξαγωγές, πράγμα που οδήγησε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας στην Αμερική. Ο ιστορικός πολιτικής οικονομίας Paul Bairoch χαρακτηρίζει τις ΗΠΑ ως “τη μητέρα χώρα του μοντέρνου κρατικού παρεμβατισμού” με τις μεγαλύτερες τιμολογήσεις εξαγωγών κατά την περίοδο της μεγάλης ανάπτυξης. Οι πολιτικές προστατευτισμού της οικονομίας συνεχίστηκαν μέχρι τα μισά της δεκαετίας του 20, όπου η ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν σε πολύ μεγαλύτερα επίπεδα από όλων των υπόλοιπων χωρών. Επίσης σε όποια περίπτωση κρίνονταν αναγκαίο οι πολιτικές προστατευτισμού εφαρμοζόταν ξανά. Για παράδειγμα ο Ρέιγκαν μεταξύ άλλων μέτρων διπλασίασε και τον προστατευτισμό την αμερικάνικης οικονομίας για να προστατεύσει τις αμερικάνικες επιχειρήσεις όταν βρέθηκαν ανίκανες να συναγωνιστούν τις αντίστοιχες Ιαπωνικές.

Η εφαρμογή “ορθόδοξων” οικονομικών πολιτικών που επέβαλλαν οι αποικιοκράτες στις αποικίες εμπόδιζε την οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ιαπωνία κατάφερε να αναπτυχθεί αφού είχε αντισταθεί σθεναρά στην αποικιοκρατία. Άλλες χώρες όπως οι ΗΠΑ αναπτύχθηκαν ραγδαία αφού πρώτα απαγκιστρώθηκαν από την αποικιοκρατία. Οι οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στις αποικίες είναι ο βασικός παράγοντας που οδήγησε στο διαχωρισμό μεταξύ φτωχού Νότου και πλούσιου Βορρά. Όπως πολλοί άλλοι ιστορικοί πολιτικής οικονομίας έτσι και ο Bairoch συμπεραίνουν μετά από ευρεία έρευνα ότι “είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί άλλη περίπτωση στην ιστορία όπου τα γεγονότα βρίσκονται σε τόση μεγάλη αντίθεση με την κυρίαρχη θεωρία” η οποία υποστηρίζει ότι οι ελεύθερες αγορές είναι η κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης. Ακόμη και το “παιδί” του φιλελευθερισμού, η Χιλή εξαρτάται οικονομικά σε μεγάλο βαθμό από τη Codelco που είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής χαλκού παγκοσμίως και η οποία εθνικοποιήθηκε από τον πρόεδρο Allende.

Κατά τη διάρκεια την βιομηχανικής επανάστασης η βιομηχανία επεξεργασίας βαμβακιού βασιζόταν κυρίως στο εμπόριο σκλάβων και σε εθνοκαθάρσεις, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποτρόπαιες μορφές κρατικής παρέμβασης στην οικονομία. Παρόλο που θεωρητικά το φαινόμενο των δούλων τερματίστηκε μετά τον Αμερικάνικο Εμφύλιο, επανεμφανίστηκε αργότερα μετά την περίοδο Ανασυγκρότησης (Reconstruction era) σε διαφορετική μορφή. Η ποινικοποίηση της Αφρο – Αμερικανικης κουλτούρας και η εκτενής χρήσης την καταναγκαστικής εργασίας αποτελούν σύγχρονες μορφές δημιουργίας και εκμετάλλευσης δούλων. Το φαινόμενο αυτό συνεχίστηκε μέχρι το ξέσπασμα του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Η βιομηχανική επανάσταση από τα τέλη του 19ου αιώνα βασιζόταν κατά μεγάλο βαθμό σε αυτή τη νέα μορφή δουλείας το μέγεθος της οποίας μόλις τελευταία αποκαλύφθηκε από τον Douglas Blackmon σε μια λεπτομερειακή μελέτη για το Wall Street Journal. Μετά τον τέλος του πολέμου οι Αφρό – Αμερικάνοι για πρώτη φορά απέκτησαν κοινωνικά και οικονομικά προνόμια. Αυτό όμως κράτησε ελάχιστα αφού κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού η χυδαία πρακτική της ποινικοποίησης και της καταναγκαστικής εργασίας επανεμφανίστηκε με αυτό που οι εγκληματολόγοι ονόμασαν “το σύνδρομο της βιομηχανικής φυλακής (the prison-industrial complex)”, ένα αποκλειστικά αμερικάνικο φαινόμενο που συνεχίστηκε μέχρι την δεκαετία του 1980 και υποστηρίχθηκε από την παραγωγική βιομηχανία.

Το Αμερικάνικο σύστημα μαζικής παραγωγής που κατέπληξε ολόκληρο τον κόσμο κατά τον 19ο αιώνα δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το στρατό. Προβλήματα όπως η δημιουργία σιδηροδρόμων στην τεράστια αμερικάνικη ενδοχώρα ξεπερνούσαν τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα. Έτσι η δοκιμασία πέρασε στα χέρια του κράτους και συγκεκριμένα του στρατού. Έναν αιώνα αργότερα τα μεγαλύτερα προβλήματα της ηλεκτρολογίας και της μηχανολογίας έβρισκαν λύση σε στρατιωτικά εργαστήρια όπου διαπρεπέστατοι επιστήμονες πραγματοποιούσαν έρευνα. Η έρευνα φυσικά χρηματοδοτούταν από το κράτος και τα αποτελέσματα αυτής διοχετεύονταν αργότερα στην αγορά. Πολλοί ιστορικοί παρομοιάζουν τα παραπάνω παραδείγματα με τα διαστημικά προγράμματα σήμερα. Ο “Πόλεμος των Άστρων” του Ρέιγκαν πουλήθηκε στην βιομηχανία ως ένα ακόμη δώρο του κράτους.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 11/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Tuesday, November 10, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας
του Νόαμ Τσόμσκι – Μέρος 2

Στο δεύτερο μέρος του άρθρου ο Νόαμ Τσόμσκι συνδέει την οικονομική κρίση με τη κρίση πείνας και εξηγεί τα αίτια τους. Συγκεκριμένα, αναφέρει τη σχέση των παραπάνω κρίσεων με το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που εφαρμόστηκε διεθνώς μετά την κατάργηση του συστήματος Bretton Woods που έλαβε χώρα την δεκαετία του εβδομήντα. Αναφέρει επίσης τη επίδραση του νεοφιλελευθερισμού στην πραγματική οικονομία (μισθούς και δείκτες ποιότητας ζωής) καθώς και στην λειτουργία της δημοκρατίας.



Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε συγκεκριμένους οικονομικούς στόχους απεικονίζει ακόμη μια κρίση, αυτή τη φορά πολιτισμική. Μία μορφή αυτής της κρίσης είναι η τάση του σοσιαλοοικονομικών ινστιτούτων να επικεντρώνονται σε βραχυπρόθεσμα κέρδη. Άλλη μία είναι η τάση να ανταμείβονται οι διευθυντές των ινστιτούτων αυτών με τεράστια μπόνους προερχόμενα κυρίως από τα βραχυπρόθεσμα αυτά κέρδη χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις επιπτώσεις που έχει αυτό στον υπόλοιπο πληθυσμό.

Πρακτικές όπως η παραπάνω μπορεί να οδηγήσουν σε αναποτελεσματικότητα του συστήματος της αγοράς. Μία τέτοια πρακτική, που σήμερα θεωρείτε η βασική αιτία της κρίσης είναι η υποτίμηση του συστηματικού ρίσκου. Εάν παραδείγματος χάρη εγώ κάνω μια συναλλαγή με κάποιον άλλο υπολογίζουμε το κόστος που μπορεί να έχει αυτή η συναλλαγή σε εμάς αλλά όχι το κόστος που θα έχει συνολικά στο οικονομικό σύστημα. Στην οικονομική βιομηχανία αυτό σημαίνει ότι υπολογίζουμε το πιθανό κόστος μιας συναλλαγής αλλά δεν υπολογίζουμε το συνολικό κόστος της σε ολόκληρο το οικονομικό σύστημα, το οποίο μπορεί να είναι τεράστιο.

Το ελάττωμα αυτό του οικονομικού συστήματος που κληρονομείτε από συναλλαγή σε συναλλαγή είναι από καιρό γνωστό. Δέκα χρόνια πριν, κατά την περίοδο που οι αγορά γνώριζε πρωτόγνωρη ευρωστία δύο σημαντικότατοι οικονομολόγοι, οι John Eatwell και Lance Taylor έκδοσαν το βιβλίο Global Finance at Risk στο οποίο απεικόνιζαν την εξαιρετική σημασία του παραπάνω προβλήματος και μάλιστα πρότειναν λύσεις για να αντιμετωπιστεί. Δυστυχώς γι' αυτούς και όλους εμάς, οι προτάσεις τους ερχόταν σε ρήξη με την πολιτική της κυβέρνησης Κλίντον, η οποία ήταν υπέρμαχος της μη παρεμβατικής πολιτικής στην οικονομία. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι ίδιοι άνθρωποι που επί Κλίντον δημιούργησαν την κρίση είναι σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι που καλούνται από την κυβέρνηση Ομπάμα να δώσει λύση.

Σε σημαντικό βαθμό η αιτία της κρίσης πείνας στο νότιο ημισφαίριο και της οικονομικής κρίση στο βόρειο είναι κοινή. Η κρίση οφείλετε στη μετατόπιση προς τον νεοφιλελευθερισμό που πραγματοποιήθηκε κατά τη δεκαετία του 70. Η μετατόπιση ξεκίνησε με την κατάργηση του συστήματος Bretton Woods, το οποίο είχε καθιερωθεί από τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου. Οι αρχιτέκτονες του συστήματος, John Maynard Keynes και Harry Dexter White προέβλεπαν ότι οι αρχές του συστήματος Bretton Woods – συμπεριλαμβανομένων του ελέγχου των κεφαλαίων και του ρυθμιστικού συναλλάγματος – θα οδηγήσει σε ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη και θα βοηθήσει της κυβερνήσεις να ακολουθήσουν σοσιαλδημοκρατικά προγράμματα, τα οποία έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό. Το αποτέλεσμα τους δικαίωσε πλήρως αφού τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη δεκαετία του 70 ονομάστηκαν ως “η χρυσή εποχή του καπιταλισμού”.

H “χρυσή εποχή” έδειξε όχι μόνο πρωτόγνωρη αλλά και σχετικά ισότιμη ανάπτυξη και κυρίως επέτρεψε τη χρήση πολιτικών κράτους δικαίου. Όπως οι Keynes και White είχαν υποδείξει η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου θα αναιρούσε την δυνατότητα άσκησης τέτοιων πολιτικών. Συγκεκριμένα στην επίσημη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων δημιουργεί μία “εικονική γερουσία” από δανειστές και επενδυτές οι οποίοι διενεργούν ένα “στιγμιαίο δημοψήφισμα” των κυβερνητικών πολιτικών. Σε περίπτωση που αυτές οι πολιτικές τους φαίνονται μη λογικές – αυτό αφορά σε πολιτικές που σχεδιάζονται για το κοινό καλό και όχι για να επιφέρουν κέρδη στην αγορά – ψηφίζουν κατά αυτών χρησιμοποιώντας φυγή κεφαλαίων, επιθέσεις σε νομίσματα και άλλες οικονομικές τεχνικές. Οι δημοκρατικές λοιπόν κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά “δύο ψηφοφόρους”, το πληθυσμό και την εικονική αυτή γερουσία που συνήθως επικρατεί.

Στη καθιερωμένη στην επιστημονική κοινότητα ιστορία του οικονομικού συστήματος, ο Barry Eichengreen αναφέρει ότι σε προηγούμενες χρονικές περιόδου η αναποτελεσματικότητα αυτή της ελεύθερης αγοράς μπορούσε εύκολα να μεταβιβαστεί στο λαό. Αυτό έγινε πλέον αδύνατο με την κατάκτηση της καθολικής ψηφοφορίας, την εμφάνιση του συνδικαλισμού και αργότερα με την έντονη πολιτικοποίηση του λαού κατά την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης και του αντιφασιστικού πολέμου. Σύμφωνα με το σύστημα Bretton Woods “ο περιορισμός της κίνησης κεφαλαίων ενίσχυε την δημοκρατία μην αφήνοντας να ασκούνται πιέσεις σε αυτή μέσω του οικονομικού συστήματος.” Το συμπέρασμα είναι ότι η κατάργηση του συστήματος Bretton Woods κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού επανέφερε την δυνατότητα να περιορίζεται η δημοκρατία μέσω πιέσεων της αγοράς.

Το νεοφιλελεύθερο πισωγύρισμα της δημοκρατίας ενεργοποίησε τρόπους ελέγχου και περιθωριοποίησης του κοινού. Μία τέτοια μορφή ελέγχου είναι η φαντασμαγορική διαχείριση των εκλογών από τη βιομηχανία του μάρκετινγκ, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Ομπάμα ο οποίος κέρδισε το βραβείο του “διαφημιζόμενου του 2008.” Τα στελέχη της βιομηχανίας αυτής διέδωσαν στον τύπο ότι ο Ομπάμα ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία αυτών που “πακετάρουν και προωθούν υποψηφίους σαν να ήταν φίρμες προϊόντων”. Τέτοια επιτυχία είχε να γνωρίσει ο χώρος από την εκλογή του προέδρου Ρόναλντ Ρέιγκαν. Οι Financial Times παραφράζοντας ένα στέλεχος του μάρκετινγκ ανέφεραν ότι ο θρίαμβος του Ομπάμα πρέπει “να έχει μεγαλύτερη επίδραση στα meeting rooms των διαφημιστικών εταιριών όση και ο θρίαμβος του Ρέιγκαν ο οποίος επαναπροσδιόρισε τον όρο CEO”. Ο Ρέιγκαν είχε προτρέψει τότε τα μεγαλοστελέχη των εταιριών λέγοντας ότι “πρέπει να δώσετε στην εταιρία σας ένα όραμα” οδηγώντας έτσι στον όρο η “βασιλεία του αυτοκρατορικού CEO” στις δεκαετίες του 80 και του 90. Η χρήση πρακτικών διοίκησης επιχειρήσεων στον έλεγχο της πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του μάρκετινγκ των υποψηφίων, δίνει τεράστιες ικανότητες σε μελλοντικές προσπάθειες ελέγχου της δημοκρατίας.

Για τους ανθρώπους της εργασίας, του αγρότες και γενικά της κατώτερες τάξεις, τόσο στις ΗΠΑ αλλά και στο εξωτερικό, τα παραπάνω έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Ένας από τους λόγους της μεγάλης διαφοράς ανάπτυξης μεταξύ της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ασίας κατά το τελευταίο μισό του προηγούμενου αιώνα είναι το ότι η Λατινική Αμερική δεν έλεγχε τη ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό, η οποία σε πολλές περιπτώσεις έφτανε στα επίπεδα χρέους κατάρρευσης και χρησιμοποιήθηκε σαν όπλο εναντίον της δημοκρατίας και των κοινωνικών αλλαγών. Σε αντίθεση κατά τη διάρκεια της αξιοσημείωτης ανάπτυξης την Νότιας Κορέας η ροή κεφαλαίων προς το εξωτερικό δεν είχε απλώς απαγορευτεί αλλά επέφερε και την θανατική ποινή.

Οι νεοφιλελεύθεροι κανονισμοί, όπου και αν ακολουθήθηκαν από τη δεκαετία του 70 και μετά οδήγησαν σε μείωση της απόδοσης του οικονομικού συστήματος και στο μούδιασμα σοσιαλδημοκρατικών προγραμμάτων. Στις ΗΠΑ – όπου αξίζει να σημειωθεί οι πολιτικές αυτές δεν ακολουθήθηκαν με αυστηρότητα – το αποτέλεσμα ήταν το συντριπτικό ποσοστό των μισθών να παραμείνει σταθερό τα τελευταία 30 χρόνια, παρόλο του ότι ο ρυθμός της παραγωγικότητα παρέμεινε ο ίδιος και μέσος χρόνος εργασίας αυξήθηκε και σήμερα ξεπερνά και τα στάνταρτ της Ευρώπης. Τα οικονομικά κίνητρα προς υπαλλήλους ελαχιστοποιήθηκαν και κοινωνικοί δείκτης όπως αυτός της υγείας των πολιτών μειώθηκαν. Ενδεικτικό είναι ότι ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 70 οι δείκτες υγείας ήταν ανοδικοί κατέληξαν στο τέλος της χιλιετίας να είναι στα επίπεδα του 1960. Η οικονομική ανάπτυξη βρήκε το δρόμο προς τις τσέπες κάποιων, κυρίως στελεχών της οικονομικής βιομηχανίας. Η βιομηχανία αυτή αποτελούσε ελάχιστο ποσοστό του GDP το 1970 και από τότε το ποσοστό αυτό έχει εκτοξευτεί στο 1/3 του GDP. Την ίδια στιγμή η παραγωγική βιομηχανία μειώθηκε και παρασύροντας μαζί της και την ποιότητα ζωής του εργατικού δυναμικού. Η οικονομία σημαδεύτηκε από φούσκες, οικονομικές κρίσεις και δημόσιες δαπάνες οι οποίες τελευταία έφτασαν σε τραγικά υψηλά επίπεδα. Μερικοί εξαιρετικοί διεθνής οικονομολόγοι εξήγησαν και προέβλεψαν τα αποτελέσματα αυτά από την αρχή. Αλλά η μυθολογία περί “αποδοτικών αγορών” και “ορθολογικών επιλογών” υπερίσχυσαν. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη αφού ήταν εξαιρετικά κερδοφόρο για τους προνομιούχους και τα κέντρα εξουσίας οι οποίοι ήταν και οι “κύριοι αρχιτέκτονες της πολιτικής αυτής.”

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 10/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά

Sunday, November 8, 2009

Κρίση και Ελπίδα : Η δικιά τους και η δικιά μας
του Νόαμ Τσόμσκι – Μέρος 1

Στο πρώτο μέρος του άρθρου αυτού ο Νόαμ Τσόμσκι αναφέρεται στην κρίση φτώχειας που είναι συνεχή φαινόμενο σε συγκεκριμένα μέρη του κόσμου. Η κρίση φτώχειας διερευνάται σε βάθος και αντιδιαμετρικά με την οικονομική κρίση που ταλανίζει τις αναπτυγμένες χώρες τα τελευταία χρόνια. Σαν βασικά παραδείγματα χρησιμοποιεί τις περιπτώσεις του Μπαγκλαντές και της Αϊτής. Και οι δύο χώρες, ενώ πριν την εισβολή των ευρωπαίων ευημερούσαν έχουν φτάσει σήμερα να είναι παγκόσμια σύμβολα φτώχειας και δυστυχίας.


Θα ξεκινήσω με λίγα λόγια για τον τίτλο. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να κάνεις διαχωρισμούς όπως “εμείς και οι άλλοι” ή “δικό τους και δικό μας”. Και ενώ πιστεύω πως κανένας δε είναι απολύτως ικανός να μιλάει για “εμάς”, θα προσποιηθώ ότι είναι δυνατό και θα το επιχειρήσω.

Υπάρχει επίσης ένα πρόβλημα με τον όρο κρίση. Για ποια από όλες μιλάμε? Υπάρχουν πολλαπλές κρίσεις άρρηκτα συνυφασμένες μεταξύ τους πράγμα του κάνει το διαχωρισμός τους σχεδόν αδύνατο. Αλλά όπως και παραπάνω θα προσποιηθώ ότι μπορούν να διαχωριστούν για λόγους απλότητας.

Ένας τρόπος να ξεκινήσουμε είναι το άρθρο του New York Review of Books της 11ης Ιουνίου. Η τίτλος στο εξώφυλλο γράφει “Πως να αντιμετωπίσουμε την Κρίση”. Το τεύχος φιλοξενεί σειρά από άρθρα ειδικών οι οποίοι καλούνται να δώσουν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Για την Δύση ο όρος “κρίση” είναι ξεκάθαρος. Είναι η οικονομική κρίση που ξέσπασε τελευταία και επηρέασε σε μεγάλο ποσοστό όλες τις πλούσιες χώρες του πλανήτη. Γι' αυτό το λόγο θεωρείτε από τους πάντες ότι είναι εξαιρετικής σημασίας. Αλλά ακόμη και για τις πλουσιότερες χώρες αυτή δεν είναι η μόνη κρίση αλλά ούτε και η πιο ισχυρή. Για παράδειγμα στις 26 Οκτωβρίου του 2008 η εφημερίδα του Μπαγκλαντές The New Nation έγραφε:

“Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ τρισεκατομμύρια έχουν ξοδευτεί για να χρηματοδοτηθούν τα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα το ποσό που αρχικά είχε υπολογιστεί για να δοθεί για την κρίση πείνας μειώθηκε τραγικά. Αρχικά είχε αποφασιστεί στη συνδιάσκεψη της Ρώμης να δοθούν 12.3 δισεκατομμύρια. Τελικά το ποσό που έχει δοθεί είναι μόλις 1 δισεκατομμύριο. Η ελπίδα ότι τουλάχιστον οι συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας θα αντιμετωπιστούν μέχρι το 2015 που ήταν στόχος του UN's Millennium Development Goals φαίνεται μη πραγματοποιήσιμη σήμερα εξαιτίας όχι της έλλειψης χρημάτων αλλά της έλλειψης θέλησης.”

Το άρθρο συνεχίζει προβλέποντας ότι η Παγκόσμια Ημέρα Σίτισης τον Οκτώβρη του 2009 “θα φέρει... καταστροφικά νέα για την κατάσταση των φτωχών του κόσμου...τα οποία το πιθανότερο είναι να μείνουν απλώς νέα χωρίς καμία ουσιαστική ανταπόκριση.” Οι ηγέτες της Δύσης φαίνονται αποφασισμένοι να εκπληρώσουν την παραπάνω πρόβλεψη. Στις 11 Ιουνίου οι Financial Times ανέφεραν ότι “το πρόγραμμα για της παγκόσμια πείνα των Ηνωμένων Εθνών μειώνει το μέγεθος της ανθρωπιστικής βοήθειας και διακόπτει επιχειρήσεις σε χώρες οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια δημοσιονομικά προβλήματα”. Θύματα αυτής της απόφασης είναι χώρες όπως οι Αιθιοπία, η Ρουάντα, η Ουγκάντα και άλλες. Η μεγάλη μείωση της βοήθειας έρχεται την ώρα που ο αριθμός των φτωχών ξεπέρασε το 1 δισεκατομμύριο, με αύξηση της τάξης των 100 εκατομμυρίων τους τελευταίους έξι μήνες.

Όπως η The New Nation προέβλεψε η ανακοίνωση του Παγκόσμιου Προγράμματος Σίτισης δεν έλαβε τη προσοχή που της άξιζε από τον παγκόσμιο τύπο. Ενδεικτικό είναι ότι οι New York Times κάλυψαν το γεγονός μόνο σε ένα άρθρο 150 λέξεων στην δέκατη σελίδα. Τέτοιες πρακτικές φυσικά δεν είναι ασυνήθιστες. Τα Ηνωμένα Έθνη δημοσίευσαν επίσης μία έρευνα που αναφέρει ότι η απερήμωση περιοχών φέρνει σε κίνδυνο τις ζωές περίπου ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων. Με αφορμή την παραπάνω έρευνα καθιέρωσαν την Παγκόσμια Μέρα κατά της Απερήμωσης. Ο στόχος είναι να καταπολεμηθεί η απερήμωση προκαλώντας την ευαισθητοποίηση του κοινού στις χώρες μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Η προσπάθεια επίσης πέρασε απαρατήρητη από των αμερικάνικο τύπο.

Είναι διδακτικό να θυμηθούμε ότι όταν οι Βρετανοί κατακτητές έφτασαν στο Μπαγκλαντές έμειναν θαμπωμένοι από τον φυσικό πλούτο της χώρας. Σύντομα η ίδια αυτή χώρα θα γινόταν σύμβολο φτώχειας και δυστυχίας.

Όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του Μπαγκλαντές η κρίση φτώχειας δεν είναι μόνο αποτέλεσμα έλλειψης ενδιαφέροντος των πλούσιων χωρών. Σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε συγκεκριμένες επιλογές των διαχειριστών της παγκόσμιας οικονομίας προς όφελός τους. Είναι επίσης διδακτικό να έχουμε στο μυαλό μας την διαπίστωση του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην Αγγλική πολιτική. Παρατήρησε λοιπόν ότι οι αρχιτέκτονες της πολιτικής – στις μέρες του αυτοί ήταν οι έμποροι και οι βιομήχανοι – έκαναν σίγουρο ότι τα δικά τους συμφέροντα “θα προασπίζονται” όσο “καταστροφικά” και αν είναι τα αποτελέσματα σε άλλους ανθρώπους συμπεριλαμβανομένου πολίτες της Αγγλίας και περισσότερο σε αυτούς που ήταν τα αντικείμενα “της βάρβαρης αδικίας των Ευρωπαίων”. Το τελευταίο αναφερόταν κυρίως στους κατοίκους της Ινδίας που ήταν και το βασικό αντικείμενο έρευνας του Άνταμ Σμιθ όσον αφορά στην επέκταση της Ευρώπης.

Η κρίση πείνας ξεκίνησε αρχικά και πιο έντονα στην Αϊτή στις αρχές του 2008. Όπως και το Μπαγκλαντές, η Αϊτή είναι παράδειγμα φτώχειας και δυστυχίας. Επίσης όταν οι Ευρωπαίοι κατακτητές πρωτοεμφανίστηκαν το νησί ήταν αξιοθαύμαστα πλούσιο και ο πληθυσμός ευημερούσε. Αργότερα έγινε μια από τις βασικές πηγές πλούτου της Γαλλίας. Η σημερινή κρίση πείνας ανιχνεύεται πίσω στο 1915 όταν ο Woodrow Wilson κατέλαβε το νησί. Η κατάληψη του νησιού συνοδευτική από ακραίες βαρβαρότητες. Μεταξύ των εγκλημάτων του Wilson ήταν και η διάλυση του κοινοβουλίου της Αϊτής όταν αυτό αρνήθηκε να επικυρώσει συνθήκη που επέτρεπε στις αμερικάνικες επιχειρήσεις να καταλάβουνε την γη της Αϊτής. Ο Wilson τότε έκανε εκλογές με τις οποίες η συνθήκη επικυρώθηκε με 99,9%. Μόνο στο 5% του πληθυσμού επιτράπηκε να ψηφίσει. Όλα τα παραπάνω θα μείνουν στην ιστορία ως “Ο Ιδεαλισμός του Wilson”.

Αργότερα το USAID (United States Agency for International Development) ενεργοποίησε πρόγραμμα με σκοπό να μετατρέψει την Αϊτή στην “Ταϊβάν της Καραϊβικής” χρησιμοποιώντας τη γνωστή τακτική του συγκριτικού πλεονεκτήματος: Η Αϊτή έπρεπε να εισάγει τρόφιμα και προϊόντα από τις ΗΠΑ και συγχρόνως φτηνό εργατικό δυναμικό (κυρίως γυναίκες) θα χρησιμοποιούνταν σε εργοστάσια συναρμολόγησης που ανήκαν στις ΗΠΑ. Οι πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Αϊτή το 1990 απείλησαν την παραπάνω οικονομική πολιτική. Η φτωχή πλειοψηφία πήρε μέρος στις εκλογές και κατάφερε να εκλέξει τον δικό του υποψήφιο, τον λαϊκιστή ιερέα Jean-Bertrand Aristide. Η Ουάσινγκτον κινήθηκε ταχύτατα με τις γνωστές πρακτικές με σκοπό να υπονομεύσει το νέο καθεστώς. Μερικούς μήνες αργότερα στρατιωτικό πραξικόπημα έλαβε χώρα και η χούντα που εγκαθιδρύθηκε εφάρμοσε πολιτικές τρομοκρατίας οι οποίες υποστηρίχθηκαν από τις κυβερνήσεις των Μπους και Κλίντον. Το 1994 ο Κλίντον αποφάσισε ότι ο πληθυσμός της Αϊτής συμμορφώθηκε και έστειλε αμερικάνικες δυνάμεις που επανέφεραν τον εκλεγμένο πρόεδρο με την προϋπόθεση να ακολουθήσει αυστηρά νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Συγκεκριμένα δεν επιτρεπόταν καμία προστατευτική πολιτική του κράτους στην οικονομία της Αϊτής. Το αποτέλεσμα ήταν οι αγρότες ρυζιού της Αϊτής να μην μπορούν να ανταγωνιστούν την αμερικάνικη αγροτική βιομηχανία η οποία αξίζει να σημειωθεί ότι χρηματοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από των “Ιερέα της Ελεύθερης Αγοράς” Ρόναλντ Ρέιγκαν.

Αυτό που ακολούθησε δεν είναι καθόλου πρωτόγνωρο. Το 1995 μια έκθεση του USAID ανέφερε ότι “οι εξαγωγές και η πολιτική επενδύσεων” – την οποία επέβαλλε η Ουάσινγκτον – θα “πιέσει αδυσώπητα την εγχώρια παραγωγή ρυζιού.” Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές διέλυσαν στην κυριολεξία ότι είχε απόμεινε από την οικονομία της Αϊτής και οδήγησαν τη χώρα στο χάος, το οποίο επιταχύνθηκε από τον τερματισμό της βοήθειας από την κυβέρνηση Μπους. Το Φεβρουάριο του 2004 οι δυο παραδοσιακοί βασανιστές της Αϊτής, οι ΗΠΑ και η Γαλλία, υποστήριξαν ακόμη ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και εξόρισαν για ακόμη μία φορά τον πρόεδρο Aristide. Η Αϊτή είχε χάσει πλέον την ικανότητα να ταΐσει τον εαυτό της κάτι που άφηνε την χώρα εξαιρετικά ευάλωτη στον πληθωρισμό των τιμών και είχε ως αποτέλεσμα της κρίση πείνας του 2008.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ η ίδια σε αρκετές περιοχές του κόσμου. Με μια στενή λογική θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι η κρίση πείνας είναι αποτέλεσμα της έλλειψης ενδιαφέροντος του δυτικού κόσμου. Η αλήθεια όμως είναι ότι οφείλεται κυρίως στην προσκόλληση του κράτους σε εταιρικές πολιτικές, το οποίο είναι μια λανθασμένη γενίκευση των θεωριών του Άνταμ Σμιθ. Αυτά είναι θέματα που εύκολα διαφεύγουν της προσοχής όπως επίσης είναι και το γεγονός ότι η χρηματοδότηση τραπεζών δεν είναι σε καμία περίπτωση το μέλημα των ενός δισεκατομμυρίου ανθρώπων οι οποίοι αναγκάζονται να ζούνε σε συνθήκες εξαιρετικής φτώχειας, συμπεριλαμβανομένων και των δεκάδων εκατομμυρίων φτωχών οι οποίοι ζούνε σε αναπτυγμένες χώρες.

Στο περιθώριο της παραπάνω συζήτησης θα μπορούσαμε επίσης να αναφέρουμε ένα επιπλέον γεγονός σχετικό με την οικονομική κρίση και την κρίση πείνας. Στην τελευταία ετήσια αναφορά του SIPRI, του σουηδικού ινστιτούτο της έρευνας για την ειρήνη, αναφέρεται ότι οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι υπέρογκες και συνεχίζουν να αυξάνονται. Οι ΗΠΑ σπαταλάει σε τέτοιες δαπάνες όσο όλος ο υπόλοιπος κόσμος μαζί και είναι εφτά φορές μεγαλύτερες από τον δεύτερο στη σειρά που είναι η Κίνα.

Noam Chomsky
chomsky.info, September/October 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 8/11/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά