Thursday, September 3, 2009

Μεταξύ θρησκευτικής και δημοκρατικής νομιμότητας - Οι κλεμμένες εκλογές στο Ιράν
του Ahmad Salamatian

Η αντίδραση σε μια δεύτερη εκλογική νίκη του προέδρου Ahmadinejad και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η εκλογική διαδικασία έφερε στην επιφάνεια πολλές πτυχές της Ιρανικής κοινωνίας. Παρόλα τη δύναμη του Ανωτέρου Ηγέτη του Ιράν, η δυναμικότητα της αντίδρασης από την αντιπολίτευση προκάλεσε σεισμικό σοκ στην καρδιά του καθεστώτος.


Ο Ανώτατος Ηγέτης του Ιραν, Ayatollah Ali Khamenei, απευθύνθηκε στα μέλη της κυβέρνησης εννιά μήνες πριν της εκλογές της 12ης Ιουνίου λέγοντας τα εξής: «Μην συμπεριφέρεστε σαν η διακυβέρνηση σας θα διαρκέσει για μερικούς ακόμη μήνες. Προετοιμάστε τους εαυτούς σας για μια ακόμη πενταετία διακυβέρνησης».

Ο Khamenei έδειξε χωρίς δισταγμό με την παραπάνω δήλωση ότι ο προστατευόμενος του Mohammed Ahmadinejad, πρέπει να κυβερνήσει για ακόμα μια πενταετία. Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα την ευθύνη που φέρει για την κρίση στο Ιράν. Αποδεικνύεται σε μεγάλο βαθμό από την απόφασή του να εκμεταλλευτεί την εξουσία του, να εκδιώξει του αντιπάλους του – ακόμη και αυτούς που κατείχαν θέσεις εξουσίας – και να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις.

Οι εκλογές του 2005 ήταν το σημείο εκκίνησης. Με το τελείωμα της δεύτερης κυβερνητικής θητείας του μεταρρυθμιστή Mohammed Khatami’s, ο λαός του Ιράν είχε αρχίσει να αποκόπτεται από την επιρροή του Ανώτατου Ηγέτη. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του Khatami είχαν γίνει βήματα προς την φιλελευθεροποίηση της κοινωνίας αλλά η κυβέρνηση είχε επιδείξει αδυναμία στο να επιλύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της χώρας.

Οχτώ υποψήφιοι πρόεδροι εξουσιοδοτήθηκαν να λάβουν μέρος στις εκλογές του 2005 και παρόλο το μεγάλο ποσοστό συμμετοχής (62.8%) κανένας δεν κατάφερε να συγκέντρωση απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο. Αυτό σήμαινε ένα δεύτερο γύρο εκλογών, πράγμα πρωτόγνωρο στις Ιρανικές εκλογικές αναμετρήσεις. Ο Ahmadinejad, τότε δήμαρχος της Τεχεράνης είχε συγκεντρώσει μόνο 5.7 εκατομμύρια ψήφους σε συνολικό αριθμό 29.4 εκατομμυρίων που καταμετρήθηκαν στον πρώτο γύρο. Αλλά στο δεύτερο γύρο κατάφερε να νικήσει τόσο τους μεταρρυθμιστές, οι οποίοι είχαν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα, όσο και τον πρώην πρόεδρο Ali Akbar Hashemi Rafsanjani.

Ο Ahmadinejad υποσχέθηκε μια καινούργια αρχή στο εκλογικό σώμα. Αυτό δεν ήταν ποτέ πολύ πιθανό αν πάρεις υπόψη σου την υποστήριξη που είχε από τις στρατιωτικές δυνάμεις, τις δυνάμεις ασφαλείας του Ιράν, την μηχανή προπαγάνδας και από την υποστήριξη του Ανώτατου Ηγέτη καθώς και τον φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της θρησκευτικής εξουσίας. Αλλά η λαϊκίστικη ρητορική του, που επικεντρώθηκε σε ρητορείες περί δικαιοσύνης, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Επίσης η επεμβατική πολιτική των ΗΠΑ, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράκ το 2003 είχε ενεργοποιήσει εθνικιστικά και ξενοφοβικά αισθήματα στο λαό του Ιράν, τα οποία ωφέλησαν τον Ahmadinejad.

Τέσσερα χρόνια αργότερα η στρατηγική του Ahmadinejad ήταν ξεκάθαρη. Προσπαθούσε να μπλοκάρει την ανάπτυξη του πρώην συμμαχου του Ανώτατου Ηγέτη, Rafsanjani, ο οποίος είχε γίνει ενοχλητικός για το καθεστώς. Αλλά η επιθετική ρητορική και η λανθασμένη οικονομική πολίτικη του Ahmadinejad είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια τεράστια συμμαχία εναντίον του που ήταν ικανή να κερδίσει της επερχόμενες εκλογές. Τα μέλη της συμμαχίας προερχόταν από όλα τα επίπεδα της Ιρανικής κοινωνίας – από τις ανώτερες τάξεις μέχρι τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Και όταν ο Khatami επανήλθε στην επιφάνεια της πολιτικής σκηνής, καλωσορίστηκε με ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του Μαρτίου στις Ιρανικές επαρχίες του νότου. Αλλά ο κρατικός τύπος ξεκίνησε μια ανεπανάληπτη καμπάνια εναντίον του : o εκδότης του Kayhan, που είναι προσωπικός αντιπρόσωπος του Μεγάλου Ηγέτη προέβλεπε ότι ο Khatami θα έχει την ίδια μοίρα με αυτή της Benazir Bhutto η οποία δολοφονήθηκε στο Ιράν πριν τις εκλογές. Αντιμέτωπος με αυτές τις απειλές, τις οποίες ο Μεγάλος Ηγέτης αρνήθηκε να καταδικάσει ο Khatami αποσύρθηκε.

Στο μεταξύ, όταν οι δύο συντηρητικοί και φιλικοί προς τον Khamenei – ο Mohammad Ghalibaf δήμαρχος της Τεχεράνης και Ali Larijani, ομιλητής του κοινοβουλίου, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει στις εκλογές του 2005 – έδειξαν σημάδια ανόδου για τις επερχόμενες εκλογές ήρθαν σε απευθείας κόντρα με τον Μεγάλο Ηγέτη.


Επιστροφή από το παρασκήνιο

Ο δρόμος ήταν τώρα ανοικτός για τον Mir-Hossein Mousavi για να επανεμφανιστεί στο πολιτικό σκηνικό. Ο Mousavi ο οποίος ήταν πρωθυπουργός από το 1981 έως το 1989 παρουσίασε τον εαυτό του ως μετριοπαθή υποψήφιο «ένας μεταρρυθμιστής με σεβασμό στις παραδοσιακές αξίες» της Ισλαμικής επανάστασης. Επιδίωξη του ήταν να ενώσει όχι μόνο τους μεταρρυθμιστές αλλά και τους οπαδούς της Osoulgarayan οι οποίοι ήταν αντίθετοι σε μια ενδεχόμενη επανεκλογή του Ahmadinejad.

Έχοντας κυβερνήσει κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράκ και έχοντας ενεργή ανάμιξη στις αποφάσεις στις αρχές της Ισλαμικής επανάστασης, κανένας δε μπορούσε να τον κατηγορήσει ως φιλοδυτικό φιλελεύθερο. Οι ΗΠΑ τον είχαν κατηγορήσει ότι χρηματοδότησε της επίθεση κατά της αμερικανικής βάσης στη Βυρρητό το 2003, η οποία είχε καταλήξει σε 240 θανάτους. Παρόλα αυτά ο Mousavi έχει ωριμάσει και – όπως πολλοί από τους πρωταγωνιστές της Ισλαμικής επανάστασης του 1978-79 – πιστεύει ότι το καθεστώς πρέπει να δείξει ανοχή σε αλλαγές.

Ο Ανώτατος Ηγέτης από την άλλη είχε αντίθετη στάση. Οχτώ μέλη από το δωδεκαμελής Συμβούλιο των Φρουρών το οποίο είναι υπεύθυνο για την επιλογή «αποδεκτών» υποψηφίων για τις προεδρικές εκλογές υποστήριξαν τον Ahmadinejad και έντεχνα καθυστέρησαν την εκλογή των υπόλοιπων υποψηφίων. Το αποτέλεσμα αυτής της καθυστέρησης ήταν να περιορίσουν σημαντικά το χρόνο για προεκλογική καμπάνια των αντιπάλων του Ahmadinejad.

Στο μεταξύ ο Ahmadinejad περιόδευε σε όλη τη χώρα για μήνες, έχοντας ξεκάθαρη υποστήριξη από τον τύπο όπως επίσης και από τον Ανώτατος Ηγέτη και επίσης έχοντας και κρατική χρηματοδότηση. Το Συμβούλιο των Φρουρών ανακοίνωσε τους υπόλοιπους υποψηφίους μόλις μία μέρα πριν την λήξη της νόμιμης προθεσμίας. Τέσσερις υποψήφιοι επιλέχτηκαν, όλοι τους άντρες, σε σύνολο 475, 42 από τους οποίους ήταν γυναίκες.

Οι αρχιτέκτονες του παραπάνω σχεδίου πίστευαν ότι τα είχαν κανονίσει όλα. Άφησαν δύο μεταρρυθμιστές υποψηφίους – το Mousavi και τον Mehdi Karroubi – πιστεύοντας ότι θα αναιρέσει ο ένας τον άλλο. Επίσης στην εκλογική αναμέτρηση συμμετείχε και ο συντηρητικός Mohsen Rezai, πρώην ηγέτης της Επαναστατικής Φρουράς ο οποίος συμμετείχε στις εκλογές ως ανεξάρτητος.

Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε επίσημα στο Ιράν η προεκλογική περίοδος η οποία κράτησε 22 μέρες, η οποία θα αναποδογύριζε τελικά τα σχέδια των οργανωτών της και θα προκαλούσε σεισμικό σοκ στη καρδιά του καθεστώτος. Πριν την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου τα κρατικά μέσα ενημέρωσης – τηλεόραση και ραδιόφωνο – δεν είχαν δώσει καθόλου χρόνο ομιλίας στους μεταρρυθμιστές υποψηφίους. Αυτό φυσικά δεν απέτρεψε τα κανάλια από το να κατηγορούν τους μεταρρυθμιστές σε κάθε ευκαιρία. Φυσικά δικαίωμα απάντησης από πλευράς των μεταρρυθμιστών δεν υπήρχε μιας και ήταν αποκλεισμένοι από τα κανάλια. Στην προσπάθεια των μέσων να επηρεάσουν την προεκλογική καμπάνια τα μέσα επέτρεψαν την διεξαγωγή πολιτικού debate. Οι παραγωγοί του προγράμματος έδωσαν στους υποψηφίους ξεχωριστά λογότυπα το χρώμα των οποίων επιλέχτηκε τυχαία. Ο Mousavi είχε το πράσινο χρώμα.

Κατά τη διάρκεια των τηλεοπτικών προγραμμάτων η όλη διαδικασία ξέφυγε από τον έλεγχο των οργανωτών της. Ο Ahmadinejad επέλεξε της επίθεση ώς τη καλύτερη μορφή άμυνας. Δέκα εκατομμύρια Ιρανών παρακολούθησαν τα debates, τα οποία ήταν οι πιο έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις που είχαν παρακολουθήσει. Κατηγορίες για διαπλοκή και διαφθορά εξαπολύθηκαν κατά των ανώτατων ηγετών και ο πρόεδρος κατηγορήθηκε ως ψεύτης. Ο Ahmadinejad κατηγόρησε ανοιχτά τον Rafsanjani, προτρέποντας τον να γράψει γράμμα διαμαρτυρίας προς τον Ανώτατο Ηγέτη.

Τα debates φανέρωσαν το βαθμό στον οποίο οι Ιρανική κοινωνία διψάει για ελευθερία. Φάνηκε σαν να υπάρχει μία επερχόμενη δημοκρατική αλλαγή στην Ιρανική κοινωνία. Η επιθετική ρητορική και οι σύνηθες επίσημες ανακοινώσεις ξαφνικά ακούστηκαν σαν κραυγές για αλλαγή. Ο Ahmadinejad παρουσίασε οικονομικές αναλύσεις τις οποίες οι αντίπαλοι του χαρακτήρισαν ως κατασκευασμένες.

Οι αντίπαλοι του Ahmadinejad κατάφεραν να αναφερθούν σε ζητήματα όπως ο πληθωρισμός, η ανεργία και η κατεστραμμένη Ιρανική οικονομία. Η ένταση των debates δημιούργησε επιδιώξεις για εκπλήξεις στις επερχόμενες εκλογές. Αυτό προκάλεσε απειλή προς το Ανώτατο Ηγέτη και επίσης έκανε εμφανή μια βασική αντίφαση του Ισλαμικού καθεστώτος – την αντιθετική φύση της θρησκευτικής και δημοκρατικής νομιμότητας. Αυτό παρουσιάστηκε με επιτυχία σε μια γελοιογραφία της International Herald Tribune στης 24 Ιουνίου. Κάτω από την επικεφαλίδα «Η εξήγηση της Θεοκρατίας» έδειχνε τον Ayatollah Khamenei να λέει στους ψηφοφόρους: «Εσείς ψηφίζετε, ο Θεός αποφασίζει».


Η απεριόριστη εξουσία της θρησκευτικής ηγεσίας

Το 1979 το αρχικό σχέδιο του συντάγματος το οποίο γράφτηκε από την συνταγματική επιτροπή προέβλεπε ότι η προεδρική εξουσία θα προέρχεται από λαϊκή πλειοψηφία (άρθρο 6). Αλλά στο όνομα της θεϊκής κυριαρχίας η επιτροπή, της οποίας τα μέλη ήταν κυρίως κληρικοί – επέβαλε έναν ελεγκτικό ρόλο προερχόμενο από τη θρησκευτική ηγεσία (velayat-e faqih ή Φρούρηση της Ισλαμικής Νομοτέλειας) (άρθρο 5). Τα στοιχεία του προεδρικού ρόλου τα οποία θα επέτρεπαν της αυθεντική άσκηση εξουσίας από τον πρόεδρο εκτοπίστηκαν από το ρόλο του Ανώτατου Ηγέτη, μιας θρησκευτικής φιγούρας που κατέχει απόλυτο έλεγχο πάνω στη νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία (άρθρο 57).

Ο Ανώτατος Ηγέτης είναι αυτός ο οποίος ορίζει ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό του Ιράν. Είναι ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων. Έχει την εξουσία να κηρύξει πόλεμο και να διατάξει γενική κατάταξη. Αποφασίζει πότε να διεξάγει δημοψηφίσματα και αποφασίζει για το πια θα είναι τα μέλη του Συμβουλίου των Φρουρών. Είναι υπεύθυνος για τη δικαστική εξουσία και διευθυντής του οργανισμού που διοικεί τα κρατικό μονοπώλιο των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Είναι ο διοικητής της Επαναστατικής Φρουράς και των σωμάτων ασφαλείας. Καθοδηγεί τις τρεις εξουσίες (νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική) και αποφασίζει σε περίπτωση που υπάρχουν αντιδικίες μεταξύ τους. Σε ειδικές περιπτώσεις η εξουσία του μπορεί να υπερβεί και το ίδιο το Σύνταγμα. Ως εκπρόσωπος του Θεού στη γη η εξουσία του Ανώτατου Ηγέτη είναι απεριόριστη.

Ο πρόεδρος του Ιράν αν και είναι το δεύτερο πιο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο περιορίζεται μόνο σε θέματα καθημερινής ζωής και είναι υπεύθυνος για τις οικονομικές και κοινωνικές υποθέσεις του κράτους. Και ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις οι αποφάσεις του ελέγχονται από το Ανώτατο Ηγέτη και από τα μη-εκλέξιμες επιτροπές οι οποίες είναι και αυτές υπό τον έλεγχο του Ανώτατου Ηγέτη.

Παρόλο αυτά η εκλογική πλειοψηφία δίνει στο πρόεδρο τη δημοκρατική νομιμότητα. Σαν αποτέλεσμα η σημασία των προεδρικών εκλογών που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια είναι μεγαλύτερη και δεν περιορίζεται μόνο στην εκλογή προέδρου. Επιτρέπουν την έκφραση της λαϊκής βούλησης παρόλο που μπορεί να είναι περιορισμένες και καθοδηγούμενες. Η αντίφαση της νομιμότητας μεταξύ δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας και των πολιτικό-θρησκευτικών θεσμών του κράτους είναι η πηγή του δράματος που ξετυλίγεται αυτή τη στιγμή στο Ιράν.

Το Φεβρουάριο του 1979, στην αρχή της επανάστασης, ο Abolhassan Bani-Sadr εκλέχθηκε πρώτος πρόεδρος της Ιρανικής δημοκρατίας. Υπήρχαν 95 υποψήφιοι. Μια αντιπαράθεση με τον Ayatollah Ruhollah Khomeini οδήγησε στην καθαίρεσή του τον Ιούνιο του 1981 σε συγκυρίες παρόμοιες με τις σημερινές. Για τις δύο επόμενες προεδρικές θητείες (1981-1989), πρόεδρος εξετέλεσε ο σημερινός ανώτατος ηγέτης Ali Khamenei. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατά την οποία είχαμε και το πόλεμο μεταξύ Ιράν – Ιρακ ο Khomeini επέβαλλε αποτελεσματικά τον ρόλο του πρωθυπουργού στον Mousavi και καθιέρωσε τον Khamenei στο ρόλο του προέδρου.

Ο Khomeini του οποίου η θρησκευτική εξουσία ήταν αναμφισβήτητη πέθανε το 1989. Η επιλογή του νέου Ανώτατου Ηγέτη αποτελούσε πρόβλημα. Ο Ali Khamenei, που ήταν hodjatoleslam, προάχθηκε σε Αγιατολαχ μέσα σε μία νύχτα. Κάτι τέτοιο μπορεί να παρομοιαστεί με την προαγωγή ενός καθολικού ιερέα σε πάπα μέσα σε 24 ώρες. Η εξέλιξη αυτή του Khamenei οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Rafsanjani, ο οποίος πήρε το ρόλο του προέδρου.

Οι επόμενες δύο προεδρικές θητείες (1989-97) όπου πρόεδρος ήταν ο Rafsanjani δεν ήταν χωρίς διαμάχες για την εξουσία οι οποίες όμως δεν οδήγησαν σε σοβαρές κρίσεις. Ο περιορισμός του αριθμού των επιλεγμένων υποψηφίων και το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς επιλέχθηκαν μόνο για να εμφανιστούν στα ψηφοδέλτια είχε ως αποτέλεσμα το ποσοστό συμμετοχής να μειωθεί δραστικά.

Το 1997 όμως το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε στο 79,9%. Ο Mohammad Khatami που κατέβηκε στις εκλογές ως μεταρρυθμιστής νίκησε τον υποψήφιο που υποστήριζε ο Ανώτατος Ηγέτης. Ήταν μια νίκη που κανένας στη Μέση Ανατολή, όπου μόνο ο επίσημος υποψήφιος κερδίζει, δε μπορούσε να φανταστεί. Στο Ιράν το αποτέλεσμα των εκλογών έφερε στην επιφάνεια τη διαμάχη μεταξύ θρησκευτικής και δημοκρατικής εξουσίας.

Κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του Khatami, οι προσπάθειές του για μεταρρυθμίσεις συνάντησαν εμπόδια από τον Μεγάλο Ηγέτη, ο οποίος έβλεπε όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες ως απειλή στη δικιά του προσωπική εξουσία. Έτσι το 2005 η λύση ήταν να προωθηθεί ο υποστηριζόμενος από τον Khamenei υποψήφιος, Ahmadinejad. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιρανικής δημοκρατίας χρειάστηκε δεύτερος γύρος εκλογών. Αποτέλεσμα της διάσπασης των μεταρρυθμιστικών πολιτικών δυνάμεων και της λαϊκής απόρριψης προς τον Rafsanjani, ο υποστηριζόμενος από τον Ανώτατο Ηγέτη Ahmadinejad βγήκε στην κορυφή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, παρά τις αντιρρήσεις κάποιων από τους συμβούλους του ο Khamenei αποφάσισε να υποστηρίξει για ακόμη μία φορά τον Ahmadinejad.


Απίθανα εκλογικά αποτελέσματα

Στης 12 Ιουνίου, τα εκλογικά κέντρα ήταν γεμάτα κόσμο και όλα έδειχναν ότι η εκλογική διαδικασία θα πραγματοποιηθεί ειρηνικά. Στις 5μ.μ όμως και πριν τα εκλογικά κέντρα κλείσουν ο επικεφαλής των σωμάτων ασφαλείας της Τεχεράνης ανακοίνωσε στην τηλεόραση ότι δυνάμεις των σωμάτων ασφαλείας θα αναπτυχθούν. Αμέσως οι εκπρόσωποι των υπολοίπων υποψηφίων απομακρύνθηκαν από τα εκλογικά κέντρα και από τις τοποθεσίες όπου η καταμέτρηση των ψήφων θα λάβαινε χώρα. Οι συντονισμένες πορείες διαμαρτυρίας των τριών υποψηφίων (εκτός του Ahmadinejad) δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.

Σιγή κυρίευσε το υπουργείο εσωτερικών από όπου αναμενόταν να ανακοινωθούν τα εκλογικά αποτελέσματα. Στο μεταξυ τα πρακτορεία τύπου που υποστήριζαν τον Ahmadinejad, όπως το Fars άρχισαν να ανακοινώνουν απίθανα αποτελέσματα. Λίγο αργότερα όταν το υπουργείο εσωτερικών επιβεβαίωσε τα παραπάνω αποτελέσματα όλοι έμειναν άφωνοι. Τα αποτελέσματα τότε άρχισαν να ανακοινώνονται σε μπλοκ των 2 εκατομμυρίων ψήφων, χωρίς καμία αναφορά στις περιοχές του Ιράν από τις οποίες προέρχονταν τα αποτελέσματα αυτά. Νωρίς το επόμενο πρωί της 13 του Ιούνη, μετά από πολλές ώρες σιωπής, τα αποτελέσματα άρχισαν να ανακοινώνονται σε μπλοκ των 5 εκατομμυρίων. Όλα τα αποτελέσματα ανακοινωνόταν αρχικά από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστήριζαν τον Ahmadinejad πριν ανακοινωθούν επίσημα από το υπουργείο εσωτερικών.

Καθώς ο συνολικός αριθμός των καταμετρημένων ψήφων αυξήθηκε στα 39 εκατομμύρια (ποσοστό 85%), τα ποσοστά που αντιστοιχούσαν στους υποψηφίους δεν άλλαξαν καθόλου τη διάρκεια μίας νύχτας. Με άλλα λόγια, σε όλη τη επικράτεια του Ιράν, ανεξαρτήτως γεωγραφικής θέσης, τα ποσοστά του κάθε υποψηφίου δεν μεταλλάχτηκαν καθόλου. Για τις επόμενες 10 ημέρες δεν ανακοινώθηκαν καθόλου ποσοστά ανά γεωγραφική επαρχία του Ιράν.

Σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα, ο Ahmadinejad συγκέντρωσε 24,527,516 ψήφους (62,63%). Με άλλα λόγια, μετά από τέσσερα χρόνια κυβερνητικής θητείας και έχοντας ακολουθήσει μια εντελώς αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, κατάφερε να αυξήσει το εκλογικό ποσοστό του κατά 5.75 εκατομμύρια ψήφους σε σχέση με αυτό που είχε συγκεντρώσει στο πρώτο γύρο των εκλογών του 2005. Αντίθετα ο εκλογικός του αντίπαλος Mehdi Karroubi συγκέντρωσε μόλις 333,635 ψήφους, 15 φορές λιγότερους από αυτούς που είχε συγκεντρώσει το 2005. Ακόμα και οι Ιρανικές αρχές ανάφερα «παρατυπίες» ως αναφορά σε 3 εκατομμύρια ψήφους.


Εκλογές θαύμα

Αυτοί οι οποίοι υποψιαζόντουσαν ότι μαζική νοθεία είχε λάβει χώρα στις εκλογές του Ιούνη δεν διαψεύσθηκαν. Σύμφωνα με έρευνα του Chatham House του Λονδίνου, σε δύο επαρχίες του Ιράν ο αριθμός των ψήφων που ανακοινώθηκαν ξεπερνούσε τον συνολικό αριθμό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Για να επιτύχει νίκη σε τέτοιο βαθμό ο Ahmadinejad θα έπρεπε να συγκεντρώσει όχι μόνο τους ψήφους των συντηρητικών και των κεντρώων ψηφοφόρων αλλά και περίπου τους μισούς ψήφους των μεταρρυθμιστών στο ένα τρίτο των επαρχιών του Ιράν. Επίσης σε αντίθεση με την γνώμη που διατυπώθηκε από πλευράς Ahmadinejad, οι συντηρητικοί υποψήφιοι λάμβανε λιγότερους ψήφους στις αγροτικές περιοχές σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών (1997, 2001, 2005).

Η μελέτη του Chatham House έδειξε επίσης ότι οι συντηρητικοί συνηθίζουν να έχουν χειρότερα αποτελέσματα σε περιοχές της χώρας όπου υπάρχουν μειονότητες, οι οποίες συνήθως δεν εμπιστεύονται την κεντρική εξουσία. Αυτό επιπρόσθετα με τα παραπάνω κάνει τη πλειοψηφία που έλαβε ο Ahmadinejad να φαίνεται ως θαύμα. Γενικότερα η εργατική τάξη του Ιράν υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλη τάξη από την οικονομική πολιτική που ακολούθησε ο Ahmadinejad, η οποία οδήγησε σε πληθωρισμό 20% και μαζική ανεργία, η οποία έπληξε σε μεγαλύτερο βαθμό τις νεότερες γενιές.

Την επομένη των εορτασμών της νίκης του Ahmadinejad και των συγχαρητηρίων από τον Ανώτατο Ηγέτη, εκατομμύρια διαδηλωτών στη Τεχεράνη όπως και στην υπόλοιπη χώρα βγήκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν για αυτό που πίστευαν ως κλεμμένες εκλογές. Αυτές οι διαδηλώσεις, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κυρίως από κόσμο των μεσαίων τάξεων του Ιράν θα ήταν ίσως πιο προβληματικές αν στην εξουσία των ΗΠΑ ήταν ακόμη η κυβέρνηση Bush της οποίας η επιθετική ρητορική και η άνευ όρων υποστήριξη της προς το Ισραήλ θα έκανε την κατάσταση εντονότερη. Από την άλλη η επιθυμία του Barack Obama για διάλογο με το Ιράν απελευθέρωσε τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις του Ιράν που σε άλλη περίπτωση θα φοβούνταν τις αντιδράσεις των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους ηγέτες ο Barack Obama κατάφερε να κρατήσει ισορροπία μεταξύ ανάμειξης στα εσωτερικά μιας άλλης χώρας και καταγγελίας της κρατικής καταστολής που ακολούθησε.

Η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν αντιμετωπίζει τη χειρότερη κρίση στην ιστορία της. Το αποτέλεσμα αυτής της κρίσης θα επηρεάσει όχι μόνο το καθεστώς της Τεχεράνης αλλά και το μέλλον της ευρύτερης Μέσης Ανατολής. Η σκλήρυνση της πολιτικής στο εσωτερικό της χώρας είναι πιθανό να οδηγήσει σε πιο σκληρή αντιμετώπιση ολόκληρης της Δύσης και να καταστήσει ένα πιθανό διάλογο μεταξύ Ουάσιγκτον και Τεχεράνης ακόμη πιο δύσκολο.

Ahmad Salamatian

Tuesday, September 1, 2009

Η εποχή της παρωδίας : Ελευθερία και Δημοκρατία στα μέσα του 2009
του Νόαμ Τσόμσκι

Ο Ιούνης του 2009 σημαδεύτηκε από ένα αριθμό σημαντικών γεγονότων συμπεριλαμβανομένων και δύο εκλογικών αναμετρήσεων στη Μέση Ανατολή, η μία στο Λίβανο και η άλλη στο Ιράν. Οι αναμετρήσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές και οι αντιδράσεις σε αυτές ιδιαίτερα διδακτικές.


Εκλογές στο Λίβανο

Οι εκλογές στο Λίβανο χαιρετήθηκαν με περισσή εφορία. Ο αρθρογράφος των New York Times, Thomas Friedman διαχυτικά εκφραζόμενος ισχυρίστηκε ότι «είμαι ένας λάτρης ελεύθερων και δίκαιων εκλογών» και συνέχισε λέγοντας πως «ευφραίνει τη καρδιά μου» αυτό που συμβαίνει στο Λίβανο. Είναι μια εκλογική αναμέτρηση η οποία «ήταν όντως ελεύθερη και δίκαια και όχι σαν αυτή που θα παρακολουθήσετε στο Ιράν όπου μόνο υποψήφιοι αποδεχόμενοι από τον Ανώτατο Ηγέτη μπορούν να συμμετάσχουν. Όχι, στο Λίβανο οι εκλογές είναι καθαρές και τα αποτελέσματα συναρπαστικά, ο πρόεδρος Barack Obama νίκησε το πρόεδρο του Ιραν Mahmoud Ahmadinejad». Συνεχίζοντας πρόσθεσε «η καθαρή πλειοψηφία των Λιβανέζων -- Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Δρούζοι -- υπερψήφισαν στις 14 Μαρτίου τον σχηματισμό που ηγείται ο Saad Hariri», που υποστηρίχτηκε ανοικτά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ και που είναι γιος του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού Rafik Hariri, με τέτοιο τρόπο «ώστε όλοι οι οποίοι πήραν μέρος τις εκλογές να έχουν της ηθική υποχρέωση να παραδεχτούν ότι ο συνασπισμός του Rafik Hariri είναι η κυβέρνηση που ο λαός του Λιβάνου θέλει. Και η κυβέρνηση αυτή υπακούει μόνο στο λαό του Λιβάνου και όχι στο Ιράν ή τη Συρία και δεν εκλέχτηκε για να πολεμήσει ενάντια του Ισραήλ». Και συνεχίζοντας ισχυρίστηκε ότι θα πρέπει να δώσουμε και τα συγχαρητήρια μας στον Πρόεδρο Μπους για αυτές τις πετυχημένες και ελεύθερες εκλογές: «Χωρίς τον George Bush, που αντιστάθηκε στις Συρία το 2005 και την ανάγκασε να τραβηχτεί έξω από το Λίβανο μετά τη δολοφονία του Hariri, αυτές οι ελεύθερες εκλογές δε θα είχαν συμβεί. Ο κύριος Bush συνέβαλε στο να δημιουργηθεί έφορο έδαφος και στη συνέχεια ο κύριος Obama συνέβαλε στο να διατηρηθεί η ελπίδα».

Δύο μέρες μετά οι απόψεις του Friedman επαναλήφθηκαν από τον αντιπρόσωπο του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και πρώην υψηλά ιστάμενο των κυβερνήσεων Reagan και Bush I, Eliott Abrams. Με τίτλο «Ο Θρίαμβος του Λιβάνου και η Παρωδία του Ιράν» ο Abrams σύγκρινε «τα δίδυμα πειράματα [των ΗΠΑ] να διαδώσουν τη δημοκρατία στο Μουσουλμανικό κόσμο». Το μάθημα είναι ξεκάθαρο, «αυτό που οι ΗΠΑ θα πρέπει να προωθούν δεν είναι απλώς εκλογές, αλλά ελεύθερες εκλογές και το τεστ στο Λίβανο ήταν άκρως πετυχημένο...η πλειοψηφία των Λιβανέζων δεν πίστεψε τις δηλώσεις της Hezbollah που ισχυριζόταν ότι δεν είναι μία τρομοκρατική οργάνωση αλλά ένα εθνικό – απελευθερωτικό κίνημα. Οι Λιβανέζοι ψηφοφόροι είχαν την ευκαιρία και ψήφισαν κατά της Hezbollah».

Παρόμοιες αντιδράσεις υπήρχαν σε όλο το φάσμα του πολιτικού κατεστημένου. Παρόλο αυτά τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως παρουσιάζονται.

Η μεγαλύτερη φωνή διαφωνίας στις παραπάνω αντιδράσεις δε μπορεί παρά να είναι το ίδιο το εκλογικό αποτέλεσμα που αποκρύφτηκε επιδέξια στις ΗΠΑ. Ο συνασπισμός της Hezbollah στις 8 Μαρτίου επικράτησε. Η διαφορά ήταν περίπου ίδια με την οποία ο πρόεδρος Obama επικράτησε του Μακ Κειν το Νοέμβριο του 2008. Σύμφωνα με το υπουργείο εσωτερικών περίπου το 54% των ψηφοφόρων υπερψήφισε το συνασπισμό της Hezbollah. Έτσι σύμφωνα με τα επιχειρήματα των Friedman-Abrams θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Ahmadinejad νίκησε τον πρόεδρο Obama και πως η «ηθική εξουσία» ανήκει στη Hezbollah και ότι «η πλειοψηφία των Λιβανέζων...άρπαξε την ευκαιρία» να αρνηθεί να παρασυρθεί από την προπαγάνδα της Ουάσινγκτον.

Όπως αρκετοί άλλοι οι Friedman και Abrams αναφέρονται στους αντιπροσώπους που εξελέγησαν στο κοινοβούλιο. Οι αριθμοί αυτοί παράγονται απο το εκλογικό σύστημα το οποίο μειώνει δραστικά τις έδρες που αντιστοιχούν σε σέκτες που παραδοσιακά υποστηρίζουν τη Hezbollah και τη συμμαχία Amal, όπως οι Σιίτες. Αλλά όπως ένα σοβαρός πολιτικός αναλυτής παρατήρησε, το πολιτικό σύστημα υπονομεύει τις «ελεύθερες και δίκαιες εκλογές». Ο Assaf Kfoury παρατηρεί ότι το πολιτικό σύστημα δεν αφήνει περιθώρια σε μη-σεχταριστικά κόμματα και θέτει περιορισμούς στο να εδραιωθούν σοσιαλο-οικονομικές πολιτικές. Επιπλέον, χαρακτηριστικά της εκλογικής αναμέτρησης ήταν η μαζική εξωτερική παρέμβαση, η χαμηλή συγκέντρωση ψηφοφόρων και η έντονη ψηφοθηρία. Έτσι στη Βυρρητο, στην οποία κατοικεί περισσότερο από το μισό του πληθυσμού -- περισσότεροι από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος -- οι ψηφοφόροι δε μπορούσαν να ψηφίσουν αν δεν επέστρεφαν στις απομακρυσμένες περιοχές καταγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα μεγάλο μέρος των εργατών και των χαμηλότερων τάξεων να αποκλειστεί έμμεσα από την εκλογική διαδικασία.


Εκλογές στο Ιράν

Από την άλλη στο Ιράν τα εκλογικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο εσωτερικών στερούνται αξιοπιστίας αρχικά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ανακοινώθηκαν και σε δεύτερο βαθμό από τα ίδια τα αποτελέσματα. Μια μαζικότατη λαϊκή διαμαρτυρία ακολούθησε η οποία καταστάλθηκε με βίαιο τρόπο από αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις που ελέγχονται κατά κόρο από τους κληρικούς. Είναι πιθανόν ο Ahmadinejad να είχε κερδίσει την πλειοψηφία αν γινόταν διαφανής καταμέτρηση των ψήφων. Φαίνεται όμως πως η θρησκευτική ηγεσία του Ιράν δεν ήταν διατεθειμένη να πάρει αυτό το ρίσκο. Ο απεσταλμένος Reese Erlich ο οποίος έχει μεγάλη πείρα στις λαϊκές εξεγέρσεις αναφέρει πως «είναι ένα αυθόρμητο ιρανικό πλήθος που αποτελείτε από φοιτητές, εργάτες, γυναίκες και μεσοαστούς» -- και πιθανόν από μεγάλη μερίδα του αγροτικού πληθυσμού. Ο Eric Hooglund, ένας σεβαστός ακαδημαϊκός και μελετητής του αγροτικού πληθυσμού του Ιράν υποστηρίζει ότι η άποψη που θέλει τον αγροτικό πληθυσμό του Ιράν να υποστηρίζει μαζικά τον Ahmadinejad είναι λανθασμένη. Σύμφωνα με μελέτες του υπάρχουν περιοχές όπου οι υποστηρικτές του Mousavi υπερτερουν αριθμητικά αυτούς του Ahmadinejad.
Είναι αρκετά απίθανο οι διαδηλώσεις να βλάψουν το θρησκευτικο-στρατιωτικό καθεστώς του Ιραν αλλά όπως ο Erlich παρατηρεί «θα βάλουν τον σπόρο για επερχόμενους αγώνες.»

Όπως ακριβώς και στο Λίβανο έτσι και στο Ιράν το εκλογικό σύστημα παραβιάζει βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Οι υποψήφιοι πρέπει να εγκριθούν από τη θρησκευτική ηγεσία οι οποία μπορεί και ακολουθεί αποτρεπτικές πολιτικές σε όσους δεν εγκρίνονται. Παρόλο που η καταπίεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων δεν είναι τόσο εμφανής όσο σε δικτατορίες της περιοχής της Μέσης Ανατολής υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ, ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει τα γεγονότα που ακολούθησαν την εκλογική διαδικασία του Ιουνίου του 2009.

Κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι η «καθοδηγούμενη δημοκρατία» του Ιράν παρουσιάζει δομικές αναλογίες με αυτήν στις ΗΠΑ, όπου η εκλογική διαδικασία εξαγοράζεται και υποψήφιοι και προγράμματα καθοδηγούνται από συγκεντρώσεις οικονομικού κεφαλαίου. Ένα παράδειγμα αυτής της διαδικασίας εξαγοράς πολιτικού προγράμματος εμφανίζεται στην αμερικάνικη πραγματικότητα σήμερα. Το γεγονός ότι το σχεδόν ανύπαρκτο δημόσιο σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι πρωτεύουσας σημασίας για τη λαϊκή μάζα και την ίδια στιγμή κρατείται μακρυά από την πολιτική ατζέντα με την υποστήριξη ιδιωτικών συμφερόντων είναι απόλυτα αντιφατικό. Μετά από μία φιλολαϊκή στροφή της πολίτικης, το Κογκρέσο ξεκίνησε συζητήσεις για τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα υγείας, πρόταση που είναι ιδιαιτέρως προσφιλής στη λαϊκή μάζα. Η αντιπολίτευση που θεωρεί το εαυτό της υποστηρικτή της ελεύθερης αγοράς υποστήριξε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες οι οποίες θα αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να συναγωνιστούν τον δημόσιο τομέα. Παρόλο που το επιχείρημα αυτό είναι λίγο παράξενο φαίνεται λογικό. Ο οικονομολόγος Dean Baker αναφέρει σχετικά πως «γνωρίζουμε πως οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό διότι έχουμε το υπαρκτό παράδειγμα του προγράμματος Medicare. Όταν σε εκείνη την περίπτωση οι ιδιωτικές εταιρίες ήρθαν σε ανταγωνισμό με το πλάνο της κυβέρνησης οδηγήθηκαν σχεδόν σε ανυπαρξία από την αγορά». Οι εξοικονόμηση πόρων από ένα κυβερνητικό πρόγραμμα θα ήταν ακόμα μεγαλύτερες αν, όπως σε άλλες χώρες, επιτρεπόταν στην κυβέρνηση να διαπραγματευτεί τις τιμές των φαρμάκων με τις φαρμακευτικές εταιρίες. Κάτι τέτοιο είναι αποδεκτό από το 85% του πληθυσμού αλλά επίσης απουσιάζει από την πολιτική ατζέντα. Ο Baker γράφει πως «εκτός αν το Κογκρέσο δημιουργήσει ένα πλάνου δημοσίου ασφαλιστικού φορέα ο αμερικάνικος λαός θα χτυπηθεί από τη μεγαλύτερη στο κόσμο φορολογική αύξηση τα κέρδη από την οποία θα καταλήξουν στις ασφαλιστικές εταιρίες». Το τελευταίο είναι ακόμα ένα παράδειγμα «καθοδηγούμενης δημοκρατίας» αμερικάνικου τύπου και δυστυχώς δεν είναι το μόνο.

Επιστρέφοντας στις εκλογές δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα πρόσφατο παράδειγμα «ελεύθερων και δίκαιων» εκλογών στη Μέση Ανατολή και συγκεκριμένα στη Παλαιστίνη τον Ιανουάριο του 2006. Τότε οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους ανταποκρίθηκαν με έντονη σκληρότητα στον Παλαιστινιακό λαό διότι «ψήφισε λανθασμένα». Τα προσχήματα που παρουσιάστηκαν ήταν γελοία και οι αντιδράσεις στις «ευγενείς διαθέσεις της Ουάσιγκτον να διαδώσει τη δημοκρατία στο μουσουλμανικό κόσμο» ήταν ελάχιστες, πράγμα που φανερώνει μία εντυπωσιακή υποτέλεια στην εξουσία.

Το ίδιο εντυπωσιακή είναι και η προθυμία να συμφωνήσουμε πως το Ισραήλ έχει το δικαίωμα να επιβάλλει σκληρές κυρώσεις, να πολιορκεί τη Γάζα και να επιτίθεται με εξαιρετική βία χρησιμοποιώντας αμερικάνικους εξοπλισμούς και έχοντας τη διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ, όπως έκανε το προηγούμενο χειμώνα. Υπάρχει φυσικά το επιχείρημα την «αυτοάμυνας». Το επιχείρημα αυτό έχει γίνει συνολικά αποδεκτό στη Δύση παρόλο που μερικές φορές οι πολιτικές του Ισραήλ χαρακτηρίζονται μη δικαιολογημένες. Η αντίδραση αυτή της Δύσης είναι αξιοσημείωτη διότι το προαναφερθέν επιχείρημα ανατρέπεται ακόμα και με μια γρήγορη ανάλυση. Το κύριο θέμα είναι το δικαίωμα να χρησιμοποιείς ένοπλη αντίδραση σε συνθήκες αυτοάμυνας. Ένα κράτος έχει αυτό το δικαίωμα μόνο εφόσον εξαντλήσει όλα τα ειρηνικά μέσα. Σε αυτή την περίπτωση το Ισραήλ απλώς αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε ειρηνικό μέσο παρόλο που στη διάθεση του υπήρχαν αρκετά. Τα παραπάνω έχουν συζητηθεί εκτενέστερα σε άλλα άρθρα και δεν είναι αναγκαίο να εισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες.

Πειρατεία του πλεούμενου «Spirit of Humanity» από το Ισραήλ

Το Ιούνη του 2009 το Ισραήλ εκμεταλλευόμενο για ακόμη μια φορά την ανοχή που λαμβάνει ως βασικός πελάτης των ΗΠΑ επέβαλλε την πολιορκία της Γάζας αυτή τη φορά με μια πράξη πειρατείας. Στις 30 Ιουνίου το ναυτικό του Ισραήλ επιτέθηκε και κατέλαβε το πλεούμενο «Spirit of Humanity» της κίνησης Ελεύθερη Γάζα. Σύμφωνα με τους επιβαίνοντες η πειρατεία εκδηλώθηκε σε διεθνή ύδατα και το πλεούμενο αναγκάστηκε να πλεύσει προς το ισραηλινό λιμάνι Ashdod. Το πλεούμενο είχε ξεκινήσει από την Κύπρο όπου μετά από έλεγχο αποδείχτηκε πως μετέφερε φαρμακευτικό και κατασκευαστικό υλικό, καθώς και παιχνίδια. Το πλήρωμα του πλοίου αποτελούνταν από ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως η κάτοχος του Νόμπελ Ειρήνης Mairead Maguire και το πρώην μέλος του κογκρέσου Cynthia McKinney η οποία στάλθηκε στις φυλακές της Ramleh στο Ισραήλ – όλα τα παραπάνω συνέβησαν χωρίς την παραμικρή αντίδραση της κυβέρνησης Obama. Το έγκλημα δεν προκάλεσε την παραμικρή αντίδραση, όπως άλλωστε και παρόμοιες κινήσεις του Ισραήλ στο παρελθόν. Είναι γνωστό ότι τέτοιες πρακτικές ακολουθούνται από τον Ισραήλ τις τελευταίες δεκαετίες και υπάρχουν πολλά παραδείγματα πειρατείας πλεούμενων που ξεκινάνε από τη Κύπρο με κύριο προορισμό το Λίβανο. Οι απαγωγές όπως επίσης και οι δολοφονίες των επιβαινόντων δε είναι σπάνιο φαινόμενο. Σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα των απαγωγών μεταφέρονται σε φυλακές του Ισραήλ όπου κρατούνται -- σε πολλές περιπτώσεις πολλά χρόνια -- πριν την απελευθέρωση τους. Δε προκαλεί λοιπόν καμιά έκπληξη που καμία αναφορά στο γεγονός δεν έλαβε ούτε από το αδίστακτο κράτος του Ισραήλ αλλά ούτε και από τα αφεντικά τους στις ΗΠΑ.

Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ αποτελούν πολύ μεγαλύτερο έγκλημα από τις πειρατείες των Σομαλών πειρατών, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε τέτοιες πρακτικές από τη φτώχεια, την απόγνωση και από την καταστροφή των ψαρότοπων τους με χημικά απόβλητα. Για να μην μιλήσουμε για την καταστροφή που προκλήθηκε στη Σομαλία από την εισβολή των στρατευμάτων της Αιθιοπίας που υποστηρίζονταν ανοικτά από την κυβέρνηση Bush κατά τη διάρκεια του πόλεμου κατά της τρομοκρατίας. Οι πειρατικές πρακτικές του Ισραήλ είναι επίσης παράνομες σύμφωνα με τη διεθνή Σύμβαση για την ασφάλεια των ναυτικών μετακινήσεων του Μαρτίου του 1988 την οποία οι ΗΠΑ υπέγραψαν. Σύμφωνα με τη Σύμβαση το κάθε μέλος (και οι ΗΠΑ) υποχρεούται να υπακούει και να βοηθάει στη διατήρηση των κανόνων της Σύμβασης. Το Ισραήλ από την άλλη δεν είναι μέλος της Σύμβασης πράγμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν του επιτρέπει να παραβιάζει τις συνθήκες της Σύμβασης. Η άρνηση του Ισραήλ να συμμετέχει στην Σύμβαση είναι πολύ σημαντική διότι η Σύμβαση είναι μερικώς εμπνευσμένη από την πειρατεία του Achille Lauro το 1985. Το έγκλημα αυτό βρίσκεται σε υψηλές θέσεις μεταξύ των εγκλημάτων τρομοκρατίας τόσο για το Ισραήλ όσο και την υπόλοιπη Δύση – σε αντίθεση με τις επιθέσεις του Ισραήλ κατά της Tunis μια βδομάδα πριν, η οποία οδήγησε στο θάνατο 75 ανθρώπων και ήταν ως συνήθως ανεκτή από τις ΗΠΑ και τους πελάτες της.

Πιθανότατα το Ισραήλ επέλεξε να μην είναι μέλος της Σύμβασης εξαιτίας των τακτικών πρακτικών πειρατείας σε διεθνή ύδατα που ακολουθούσε εκείνη την περίοδο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί σε σύνδεση με τα παραπάνω γεγονότα η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αεριού στη περιοχή της Γάζας από τη British Gas. Από το 2000 και μετά το Ισραήλ σε σταθερή βάση επιχειρεί να εκδιώξει συχνά με βίαιο τρόπο τις αλιευτικές βάρκες των κατοίκων της Γάζας. Συγχρόνως το Ισραήλ διαπραγματεύεται με την British Gas την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου, στερώντας με αυτό το τρόπο ζωτικής σημασίας πόρους από τον πληθυσμό της Γάζας.


Το πραξικόπημα στην Ονδούρα

Ο δυτικός κόσμος υπήρξε μάρτυρας ενός ακόμη, εκλογικού αυτή τη φορά, εγκλήματος αυτό το μήνα. Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ονδούρα είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του προέδρου Manuel Zelaya και την εξόριση του στην Κόστα Ρίκα. Όπως παρατηρεί ο οικονομολόγος Mark Weisbrot, ενας έμπειρος αναλυτής της πολιτικής στην Λατινική Αμερική, το πραξικόπημα αποτελεί μέρος «της επαναλαμβανόμενης ιστορίας της Λατινικής Αμερικής», με χαρακτηριστικά όπως η απομάκρυνση «ενός μεταρρυθμιστή προέδρου ο οποίος υποστηρίζεται από τα εργατικά σωματεία και κοινωνικές οργανώσεις προς χάρη μιας μαφιόζικης, διεφθαρμένης πολιτικής ελίτ που συνηθίζει να επιλέγει όχι μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο και το Κογκρέσο αλλά και τον ίδιο τον Πρόεδρο».

Διάφορες παραδοσιακές αναλύσεις περιγράφουν τα γεγονότα στην Ονδούρα ως μία λυπηρή επιστροφή σε προηγούμενες δεκαετίες. Οι αναλύσεις αυτές δεν είναι ακριβής μιας και δεν παίρνουν υπόψη τους πως αυτό είναι το τρίτο πολιτικό πραξικόπημα στην Λατινική Αμερική την τελευταία δεκαετία. Το πρώτο ήταν αυτό στη Βενεζουέλας το 2002 το οποίο υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση Bush και το οποίο βέβαια απέτυχε μετά από μια μαζική καταδίκη από ολόκληρη την Λατινική Αμερική και οδήγησε στην αποκατάσταση της εκλεγμένης κυβέρνησης μετά από μία κοινωνική εξέγερση. Το δεύτερο παράδειγμα είναι αυτό την Αϊτής το 2004. Το πραξικόπημα έλαβε χώρα από τους παραδοσιακούς βασανιστές της Αϊτής, με την υποστήριξη της Γαλλίας και των ΗΠΑ. Ο εκλεγμένος πρόεδρος Jean-Bertrand Aristide απομακρύνθηκε από την Αϊτή και κρατήθηκε σε απόσταση από τους ισχυρούς του Δυτικού ημισφαιρίου.

Αυτό που ήταν πρωτόγνωρο στη περίπτωση της Ονδούρας ήταν πως το πραξικόπημα δεν έλαχε την υποστήριξη των ΗΠΑ. Σε αντίθεση οι ΗΠΑ ενώθηκαν με τον Οργανισμό Αμερικανικών Χωρών και καταδίκασαν το πραξικόπημα -- παρόλα που ή αντίδραση τους ήταν λιγότερο έντονη από αυτή άλλων χωρών και χωρίς καμία συγκεκριμένη δράση σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Χαρακτηριστικό είναι πως οι ΗΠΑ δεν απέσυραν τους πρεσβευτές τους όπως έκανε η Γαλλία, η Ισπανία και η Ιταλία μαζί με τις υπόλοιπες χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Είχε αναφερθεί ότι η Ουάσιγκτον είχε πληροφορίες για ένα πιθανό πραξικόπημα και προσπάθησε να το αποτρέψει. Ξεπερνάει κάθε φαντασία να υποστηρίξουμε πως η Ουάσιγκτον δεν είχε γνώση του τι προετοιμαζόταν να πραγματοποιηθεί στη Ονδούρα, η οποία ως χώρα είναι άκρως εξαρτημένη από τη βοήθεια των ΗΠΑ και οι στρατιωτικές της δυνάμεις εκπαιδεύονται και συμβουλεύονται από την Ουάσιγκτον. Οι στρατιωτικές σχέσεις της Ονδούρας με τις ΗΠΑ είναι ιδιαίτερα στενές από το 1980 όπου η Ονδούρα έπαιξε ρόλο βάσης για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στη Νικαράγουα επί θητείας Reagan.

Κατά πόσο τα γεγονότα στην Ονδούρα θα είναι το επόμενο κεφάλαιο στην «επαναλαμβανόμενη ιστορία» της Λατινικής Αμερικής το μέλλον θα δείξει και αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ.



Noam Chomsky
chomsky.info, July 9, 2009
Μεταφραση: Πράπας Δημήτρης 8/8/2009
Διαβάστε το στα αγγλικά